Μ᾽ αυτά τα λόγια τους, έπαθε ταραχή μεγάλη ο Ίρος,
και μολαταύτα τον έζωσαν οι δούλοι και σηκωτό τον έφεραν
τρακαρισμένο — έτρεμαν σ᾽ όλο του το σώμα οι σάρκες του.
Τότε ο Αντίνοος του πέταξε μιλώντας λόγια φαρμακερά:
«Βοϊδάλογο, καλύτερα να πέθαινες ή να μην είχες γεννηθεί,
80που τρέμεις τώρα και κακάρωσες μπροστά σ᾽ αυτόν τον γέρο,
τον τσακισμένο από μαύρη συμφορά.
Άκουσε όμως τι θα πω και πες πως έγινε:
αν σε νικήσει αυτός κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
σε ξαποστέλνω αντίκρυ στη στεριά, μ᾽ ένα καράβι μαύρο,
να βρεις τον Έχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς·
αυτός θα σου τα κόψει αφτιά και μύτη μ᾽ άσπλαχνο χαλκό,
τ᾽ αρχίδια θα σου ξεριζώσει, ωμά να σου τα φάνε τα σκυλιά.»
Ακούγοντας τα λόγια του, παρέλυσαν κι άλλο τα μέλη του.
Όμως τον είχαν φέρει πια στη μέση, κι οι δυο τους σήκωναν
τα χέρια τώρα να παλέψουν.
90Προσώρας ταλαντεύτηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος·
αν έπρεπε μεμιάς νεκρό να τον σωριάσει με χτύπημα θανάσιμο ή,
κάπως μαλακά βαρώντας, να τον ξαπλώσει καταγής.
Κι όπως το σκέφτηκε καλά, αυτό του φάνηκε το πιο συμφέρον·
να ᾽ναι το χτύπημα λαφρύτερο, μήπως αλλιώς οι Αχαιοί
τον πάρουν είδηση ποιος είναι.
Ένας στον άλλο πια αντιμέτωποι, βαράει ο Ίρος πρώτος στον ώμο τον δεξή·
οπότε εκείνος του δίνει μια στον σβέρκο, πιο κάτω από το αφτί,
σπάζοντας τ᾽ απομέσα κόκαλα, κι αμέσως μπούκωσε το στόμα του
με κόκκινο αίμα.
Πέφτει στη σκόνη ο Ίρος μουκανίζοντας, και σφίγγοντας τα δόντια
κλοτσούσε με τα πόδια του τη γη. Γύρω οι αγέρωχοι μνηστήρες,
100σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, πέθαναν στο γέλιο. Ο Οδυσσέας
στο μεταξύ τον έσερνε απ᾽ τα πόδια, πατώντας το κατώφλι πέρασε
τη δίφυλλη εξώπορτα, ώσπου να φτάσει στην αυλή, κι εκεί
πάνω στον φράκτη της αυλής τον έγειρε, του βάζει και ραβδί στο χέρι,
ύστερα τον προσφώνησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εδώ τώρα ξαπόστασε, σκιάχτρο για τα σκυλιά και τα γουρούνια,
κι άλλη φορά, κακόμοιρε, το αφεντικό μην παίξεις σε ξένους και φτωχούς,
μήπως σε βρει άλλο κακό χειρότερο.»
Τελειώνοντας, στον ώμο πέρασε το τρύπιο του σακούλι, το κρεμασμένο
110από στριφτό σχοινί, και στο κατώφλι κάθησε ξανά· γελώντας γύρισαν
μέσα οι μνηστήρες, που με γλυκόλογα τον υποδέχτηκαν:
«Να δώσει ο Δίας, ξένε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι καλύτερο ποθείς, όσα βαθιά πεθύμησε η καρδιά σου,
αφού τον ακαμάτη αυτόν κι αχόρταγο τον έκανες να μην μπορεί
άλλο να ζητιανεύει στο νησί μας· εμείς το γρηγορότερο
τώρα θα τον περάσουμε αντίκρυ στη στεριά,
να πάει να βρει τον ᾽Εχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς.»
Με τα καλοσυνάτα τούτα λόγια ένιωσε μέσα του χαρά ο θείος Οδυσσέας.
Κι ευθύς ο Αντίνοος απίθωσε μπροστά του μια κοιλιά μεγάλη,
ξίγκι γεμάτη κι αίμα· ενώ ο Αμφίνομος πήρε από το καλάθι
120δυο ψωμιά και με το ίδιο του το χέρι τα προσφέρει· μετά
με κύπελλο χρυσό τον χαιρετά και τον προσφώνησε:
«Χαίρε, πατέρα ξένε, μακάρι οι μέρες που θα ᾽ρθουν
να φέρουν και σ᾽ εσένα αγαθά και πλούτη· τώρα σε δέρνει ακόμη
η πολλή σου συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αμφίνομε, φαίνεσαι αλήθεια μυαλωμένος άνθρωπος,
μοιάζεις με τον πατέρα σου, που την καλή του φήμη
την έχω ακουστά — τον Νίσο λέω απ᾽ το Δουλίχιο,
άρχοντα με μεγάλη δύναμη και πλούτη. Καταπώς λεν
αυτός σε γέννησε, γι᾽ αυτό κι εσύ βγήκες καλόγνωμος.
Τώρα λοιπόν άκουσε και στοχάσου τι θα πω:
130από τον άνθρωπο δεν τρέφει η γη τίποτε πιο ασθενικό,
ό,τι σαλεύει και αναπνέει πάνω της.
Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή κι αισθάνεται να τον κρατούν
τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ᾽ αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του
ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.
Εμένα θέλησε η μοίρα κάποτε να ζήσω ευτυχισμένος·
έπραξα όμως αδικίες μεγάλες, στη δύναμή μου
140ενδίδοντας, υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου
ή και των αδελφών μου. Γι᾽ αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει
να πατεί το δίκιο· παρά, με δίχως κομπασμό, να δέχεται
τα δώρα των θεών, όσα κάθε φορά του δίνουν.
Όχι, όπως βλέπω εδώ, να μηχανεύονται ανόσια έργα οι μνηστήρες,
ρημάζοντας ξένα αγαθά, προσβάλλοντας γυναίκα ομόκλινη
κάποιου που, ξέρω, δεν θα μείνει πια πολύν καιρό
μακριά από πατρίδα και δικούς — μπορεί να βρίσκεται
κιόλας κοντά.
Θα ᾽ταν λοιπόν καλύτερο για σένα να σ᾽ εξαιρούσε ένας θεός,
και να γυρνούσες σπίτι σου· να μη βρεθείς μπροστά του,
όποτε εκείνος επιστρέψει στο πατρικό νησί.
Γιατί δεν το φαντάζομαι αναίμακτα να χωριστούν αυτός
150κι οι άνομοι μνηστήρες, όταν κρυφά μια μέρα γλιστρήσει στο παλάτι.»
|