Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.17.5-6.18.5)

[6.17.5] Ἤδη δὲ τρίτην ἡμέραν αὐτῷ τοῦ πλοῦ ἔχοντι ἐξαγγέλλεται ὅτι ὁ τῶν Πατάλων ὕπαρχος ξυλλαβὼν τῶν Παταλέων τοὺς πολλοὺς ἀποδεδρακὼς οἴχοιτο ἀπολιπὼν τὴν χώραν ἔρημον· καὶ ἐπὶ τούτῳ πλείονι ἢ πρόσθεν σπουδῇ κατέπλει Ἀλέξανδρος. ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τὰ Πάταλα, τήν τε πόλιν καὶ τὴν χώραν ἔρημον καταλαμβάνει τῶν ἐνοικούντων τε καὶ ἐπεργαζομένων. [6.17.6] ὁ δὲ κατὰ δίωξιν τῶν φευγόντων ἐκπέμψας τῆς στρατιᾶς τοὺς κουφοτάτους, ἐπεί τινες αὐτῶν ξυνελήφθησαν, ἀποπέμπει τούτους παρὰ τοὺς ἄλλους, ἐντειλάμενος ἐπανιέναι θαρροῦντας· εἶναι γὰρ αὐτοῖς τήν τε πόλιν οἰκεῖν ὡς πρόσθεν καὶ τὴν χώραν ἐργάζεσθαι. καὶ ἐπανῆλθον οἱ πολλοὶ αὐτῶν.
[6.18.1] Αὐτὸς δὲ Ἡφαιστίωνι προστάξας τειχίζειν ἐν τοῖς Πατάλοις ἄκραν ἀποπέμπει ἐς τὴν ἄνυδρον τῆς πλησίον γῆς φρέατά τε ὀρύξοντας καὶ οἰκήσιμον τὴν χώραν κατασκευάσοντας. καὶ τούτοις ἐπέθεντο τῶν προσχώρων τινὲς βαρβάρων, καὶ ἔστι μὲν οὓς διέφθειραν αὐτῶν ἄφνω προσπεσόντες, πολλοὺς δὲ καὶ σφῶν ἀποβαλόντες ἔφυγον ἐς τὴν ἔρημον, ὥστε ἐπιτελεσθῆναι τοῖς ἐκπεμφθεῖσι τὰ ἔργα προσγενομένης αὐτοῖς καὶ ἄλλης στρατιᾶς, ἣν Ἀλέξανδρος πυθόμενος τῶν βαρβάρων τὴν ἐπίθεσιν ἐστάλκει μεθέξοντας τοῦ ἔργου.
[6.18.2] Περὶ δὲ τοῖς Πατάλοις σχίζεται τοῦ Ἰνδοῦ τὸ ὕδωρ ἐς ‹δύο› ποταμοὺς μεγάλους, καὶ οὗτοι ἀμφότεροι σώζουσι τοῦ Ἰνδοῦ τὸ ὄνομα ἔστε ἐπὶ τὴν θάλασσαν. ἐνταῦθα ναύσταθμόν τε καὶ νεωσοίκους ἐποίει Ἀλέξανδρος· ὡς δὲ προὐκεχωρήκει αὐτῷ τὰ ἔργα, ὁ δὲ καταπλεῖν ἐπενόει ἔστε ἐπὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ ἐν δεξιᾷ ῥέοντος ποταμοῦ ἐς τὴν θάλασσαν. [6.18.3] Λεοννάτον μὲν δὴ δοὺς αὐτῷ τῶν τε ἱππέων ἐς χιλίους καὶ τῶν ὁπλιτῶν τε καὶ ψιλῶν ἐς ὀκτακισχιλίους κατὰ τὴν νῆσον τὰ Πάταλα ἐκπέμπει ἀντιπαράγειν τῷ στόλῳ, αὐτὸς δὲ τὰς μάλιστα τῶν νεῶν ταχυναυτούσας ἀναλαβὼν ὅσαι τε ἡμιόλιαι καὶ τὰς τριακοντόρους πάσας καὶ τῶν κερκούρων ἔστιν οὓς ἔπλει κατὰ τὸν ποταμὸν τὸν ἐν δεξιᾷ. [6.18.4] οὐκ ἔχοντι δὲ αὐτῷ ἡγεμόνα τοῦ πλοῦ, ὅτι πεφεύγεσαν οἱ ταύτῃ Ἰνδοί, ἀπορώτερα τὰ τοῦ κατάπλου ἦν· χειμών τε ἐπιγίγνεται ἐς τὴν ὑστεραίαν ἀπὸ τῆς ἀναγωγῆς καὶ ὁ ἄνεμος τῷ ῥόῳ πνέων ὑπεναντίος κοῖλόν τε ἐποίει τὸν ποταμὸν καὶ τὰ σκάφη διέσειεν, ὥστε ἐπόνησαν αὐτῷ αἱ πλεῖσται τῶν νεῶν, τῶν δὲ τριακοντόρων ἔστιν αἳ καὶ πάντῃ διελύθησαν. ἔφθησαν δὲ ἐποκείλαντες αὐτὰς πρὶν παντάπασιν διαπεσεῖν ἐν τῷ ὕδατι. [6.18.5] ἕτεραι οὖν ξυνεπήγνυντο. καὶ τῶν ψιλῶν τοὺς κουφοτάτους ἐκπέμψας ἐς τὴν προσωτέρω τῆς ὄχθης χώραν ξυλλαμβάνει τινὰς τῶν Ἰνδῶν, καὶ οὗτοι τὸ ἀπὸ τοῦδε ἐξηγοῦντο αὐτῷ τὸν πόρον. ὡς δὲ ἧκον ἵναπερ ἀναχεῖται ἐς εὖρος ὁ ποταμός, ὡς καὶ διακοσίους ταύτῃ σταδίους ἐπέχειν ᾗπερ εὐρύτατος αὐτὸς αὑτοῦ ἦν, τό τε πνεῦμα κατῄει μέγα ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης καὶ αἱ κῶπαι ἐν κλύδωνι χαλεπῶς ἀνεφέροντο, ξυμφεύγουσιν αὖ ἐς διώρυχα, ἐς ἥντινα οἱ ἡγεμόνες αὐτῷ καθηγήσαντο.

[6.17.5] Ήταν πλέον η τρίτη μέρα του ταξιδιού του Αλεξάνδρου, όταν του ανήγγειλαν ότι είχε φύγει ο ύπαρχος των Πατάλων, αφού πήρε μαζί του τους περισσότερους κατοίκους των Πατάλων αφήνοντας έρημη τη χώρα του. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξανδρος έπλεε με μεγαλύτερη από πριν ταχύτητα. Όταν έφθασε στα Πάταλα και βρήκε την πόλη και την ύπαιθρο χωρίς κατοίκους και εργάτες, [6.17.6] έστειλε τους ελαφρότερα οπλισμένους στρατιώτες του να καταδιώξουν όσους έφευγαν. Όταν οι στρατιώτες συνέλαβαν μερικούς φυγάδες, ο Αλέξανδρος τους έστειλε πίσω στους άλλους με την εντολή να επιστρέψουν πίσω με θάρρος, γιατί αυτός τους επέτρεπε και την πόλη τους να κατοικούν, όπως και πριν, και τη γη τους να καλλιεργούν· και επέστρεψαν οι περισσότεροι από αυτούς.
[6.18.1] Ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κρατερό να οχυρώσει με τείχος την ακρόπολη στα Πάταλα και έστειλε στρατιώτες στη γειτονική άνυδρη περιοχή, για να ανοίξουν πηγάδια και να την κάμουν κατοικήσιμη. Σε αυτούς επιτέθηκαν μερικοί από τους γειτονικούς βαρβάρους, οι οποίοι σκότωσαν λίγους στρατιώτες, επειδή τους αιφνιδίασαν, και έφυγαν, αφού έχασαν και πολλούς δικούς τους. Έτσι οι στρατιώτες που στάλθηκαν εκτέλεσαν τις εργασίες τους, επειδή ενισχύθηκαν και με άλλες δυνάμεις, τις οποίες είχε στείλει ο Αλέξανδρος για να πάρουν μέρος στην επιχείρηση, όταν πληροφορήθηκε την επίθεση των βαρβάρων.
[6.18.2] Κοντά στα Πάταλα το ρεύμα του Ινδού χωρίζεται σε ‹δύο› μεγάλους ποταμούς που διατηρούν και οι δύο το όνομα του Ινδού μέχρι τη θάλασσα. Εδώ ο Αλέξανδρος άρχισε να κατασκευάζει ναύσταθμο και υπόστεγα για τα πλοία. Αφού προχώρησε η κατασκευή των έργων, ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να πλεύσει κάτω προς τη θάλασσα ως τις εκβολές του δεξιού βραχίονα του ποταμού. [6.18.3] Έδωσε, λοιπόν, στον Λεοννάτο χίλιους περίπου ιππείς και οκτώ χιλιάδες οπλίτες και τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες, και τον έστειλε στο νησί των Πατάλων με εντολή να βαδίζει παράλληλα προς τον στόλο, ενώ ο ίδιος πήρε μαζί του τα πιο ταχύπλοα πλοία, δηλαδή τις ημιολίες, όλες τις τριακοντόρους και μερικούς από τους κερκούρους και άρχισε να πλέει προς τα κάτω τον ποταμό από τον δεξιό του βραχίονα. [6.18.4] Μη έχοντας όμως πλοηγό, επειδή οι Ινδοί της περιοχής εκείνης είχαν φύγει, το ταξίδι του γινόταν με μεγαλύτερη από πριν δυσκολία. Και την επομένη μέρα από την αναχώρηση των πλοίων ξέσπασε κακοκαιρία. Ο άνεμος, που έπνεε αντίθετος προς το ρεύμα, έκανε να φουσκώνει ο ποταμός και τα πλοία να τραντάζονται τόσο πολύ, ώστε τα περισσότερα από αυτά έπαθαν ζημιές.
Μερικές τριακόντοροι διαλύθηκαν τελείως, πρόλαβαν όμως να τις ρίξουν στη στεριά πριν βυθισθούν μέσα στο νερό. [6.18.5] Ναυπηγήθηκαν, λοιπόν, άλλα πλοία. Ο Αλέξανδρος έστειλε τους πιο ευκίνητους από τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στην πιο μακρινή περιοχή της όχθης και συνέλαβε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι στο εξής χρησίμευαν ως πλοηγοί στο ταξίδι του. Όταν έφθασαν στο μέρος όπου ο ποταμός διευρύνεται ακόμη και σε διακόσιους σταδίους, που είναι το πλατύτερο σημείο του, έπνεε ισχυρός άνεμος από την έξω θάλασσα και τα κουπιά υψώνονταν με δυσκολία μέσα στον κλυδωνισμό. Κατέφυγαν τότε σε μια διώρυγα εκεί, στην οποία τον οδήγησαν οι πλοηγοί του.