[4.65.1] Αφού έτσι, περίπου, μίλησε ο Ερμοκράτης, οι Σικελιώτες πείστηκαν στα λόγια του και συμφώνησαν να τερματίσουν τον πόλεμο, με όρο ο καθένας να κρατήσει τα όσα κατείχε την στιγμή εκείνη. Οι Καμαριναίοι, όμως, θα κρατούσαν την Μοργαντινή, πληρώνοντας ένα ορισμένο ποσό στους Συρακουσίους. [4.65.2] Όσοι ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων, κάλεσαν τους αρχηγούς του εκστρατευτικού στόλου και τους ανακοίνωσαν ότι θα γίνει ειρήνη που θα δεσμεύει και την Αθήνα. Οι Αθηναίοι έδωσαν την συγκατάθεσή τους και έγινε ειρήνη. Μετά απ᾽ αυτό ο αθηναϊκός στόλος έφυγε από την Σικελία. [4.65.3] Όταν οι στρατηγοί έφτασαν στην Αθήνα, οι Αθηναίοι τους τιμώρησαν. Εξόρισαν τον Πυθόδωρο και τον Σοφοκλή και έβαλαν πρόστιμο στον Ευρυμέδοντα. Αυτά με την κατηγορία ότι, ενώ μπορούσαν να υποτάξουν την Σικελία, δωροδοκήθηκαν κι έφυγαν. [4.65.4] Ήταν τόση η πεποίθησή τους ότι κάθε επιχείρησή τους θα πετύχαινε, ώστε δεν μπορούσαν ν᾽ ανεχθούν καμιά αποτυχία. Είχαν την αξίωση να έχουν παντού επιτυχίες και στα όσα ήσαν δυνατά και στα εξαιρετικά δύσκολα εγχειρήματα, ανεξάρτητα από το αν είχαν κάνει τις ετοιμασίες τους όπως έπρεπε ή όχι. Η αιτία ήταν οι πολλές κι απροσδόκητες επιτυχίες τους που τους είχαν δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες. [4.66.1] Το ίδιο καλοκαίρι, οι κάτοικοι των Μεγάρων που δοκιμάζονταν πολύ και από τον πόλεμο που τους έκαναν οι Αθηναίοι (οι οποίοι έκαναν τακτικά εισβολή στο έδαφός τους δυο φορές τον χρόνο μ᾽ όλο τους τον στρατό) και από τους δικούς τους φυγάδες που ήσαν στις Πηγές —οι εξόριστοι αυτοί είχαν εκδιωχθεί από τους δημοκρατικούς μετά τον εμφύλιο πόλεμο και είχαν γίνει επικίνδυνοι κάνοντας ληστρικές επιδρομές— άρχισαν να λένε, μεταξύ τους, ότι θα έπρεπε να δεχτούν τους φυγάδες, ώστε η πολιτεία να μην βλάπτεται από δυο εχθρούς. [4.66.2] Οι φίλοι των εξορίστων πληροφορήθηκαν αυτούς τους ψιθύρους κι άρχισαν κι αυτοί να ζητούν, φανερότερα από ό,τι πριν, ν᾽ αποφασιστεί το μέτρο αυτό. [4.66.3] Οι ηγέτες των δημοκρατικών κατάλαβαν ότι ο λαός δεν θα είχε την δύναμη ν᾽ ανθέξει στις συμφορές και φοβήθηκαν. Ήρθαν σε συνεννοήσεις με τους Αθηναίους στρατηγούς Ιπποκράτη του Αρίφρονος και Δημοσθένη του Αλκισθένους. Είχαν σκοπό να τους παραδώσουν την πολιτεία, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν λιγότερο επικίνδυνο για τους εαυτούς τους παρά η επιστροφή των εξορίστων. Συμφώνησαν, λοιπόν, να πάρουν οι Αθηναίοι πρώτ᾽ απ᾽ όλα τα μακρά τείχη (είχαν μήκος οκτώ στάδια από την πολιτεία έως το λιμάνι Νίσαια) και τούτο για να μην τους επιτεθούν οι Πελοποννήσιοι από την Νίσαια, την οποία φρουρούσαν αποκλειστικά αυτοί, για να έχουν εξασφαλισμένα τα Μέγαρα. Έπειτα θα προσπαθούσαν να τους παραδώσουν και την επάνω πόλη, που θα προσχωρούσε ευκολότερα όταν οι Αθηναίοι θα είχαν κυριέψει τα τείχη. [4.67.1] Αφού έγιναν συνεννοήσεις και προετοιμασίες από τις δύο πλευρές, οι Αθηναίοι έφτασαν με τα καράβια τους, νύχτα, στην Μινώα, νησί των Μεγάρων. Εξακόσιοι οπλίτες με αρχηγό τον Ιπποκράτη, κρύφτηκαν μέσα σ᾽ έναν λάκκο, από τον οποίο οι Μεγαρείς έπαιρναν χώμα κι έκαναν τούβλα για τα τείχη, που ήσαν σε μικρή απόσταση από εκεί. [4.67.2] Ο άλλος στρατηγός, ο Δημοσθένης, με Πλαταιείς ψιλούς και με νεοσύλλεκτους Αθηναίους, έστησε ενέδρα στο Ενυάλιο, που απέχει ακόμα λιγότερο από τα τείχη. Κανείς δεν τους κατάλαβε, εκτός από εκείνους οι οποίοι ήξεραν τί έμελλε να γίνει την νύχτα εκείνη. [4.67.3] Οι συνωμότες αυτοί, που έπρεπε να παραδώσουν τα Μέγαρα, λίγο πριν χαράξει έκαναν τα ακόλουθα. Από καιρό είχαν προετοιμαστεί για να εξασφαλίσουν ότι θα ανοίγονταν οι πύλες. Είχαν πείσει, δηλαδή, τον αρχηγό της φρουράς —με πρόφαση ότι κάνουν ληστρικές επιδρομές— να τους αφήνει να μεταφέρουν, νύχτα, μια δίκωπη βάρκα επάνω σ᾽ ένα κάρο και, βαδίζοντας παράλληλα με την τάφρο, να την ρίχνουν στην θάλασσα και να πηγαίνουν στ᾽ ανοιχτά. Γύριζαν προτού ξημερώσει και περνούσαν πάλι από την πύλη την βάρκα με το κάρο, ώστε —έλεγαν— να μην καταλάβει τίποτε η φρουρά των Αθηναίων στην Μινώα, αφού δεν θα έβλεπαν κανένα πλεούμενο μέσα στο λιμάνι. [4.67.4] Την νύχτα εκείνη, λοιπόν, όταν το κάρο βρέθηκε μπροστά στην πύλη, που άνοιξε όπως πάντα για να περάσει η βάρκα κι έγιναν τα συμφωνημένα συνθήματα, οι Αθηναίοι έτρεξαν από την ενέδρα για να προφτάσουν προτού κλείσει η πύλη, και όσο το κάρο ήταν ακόμα στο άνοιγμά της κι εμπόδιζε τα θυρόφυλλα να κλείσουν. Την ίδια στιγμή οι Μεγαρείς που ήσαν συνεννοημένοι με τους Αθηναίους, σκότωσαν τους φύλακες της πύλης. [4.67.5] Πρώτοι μπήκαν, τρέχοντας, οι Πλαταιείς και οι νεοσύλλεκτοι του Δημοσθένη απ᾽ το σημείο όπου βρίσκεται και σήμερα ακόμα το τρόπαιο. Μόλις μπήκαν μέσα στα τείχη, τους κατάλαβαν ευθύς οι Πελοποννήσιοι που ήσαν πολύ κοντά, άρχισαν αμέσως οι Πλαταιείς να πολεμούν με όσους έτρεχαν προς τα εκεί, τους απώθησαν και εξασφάλισαν την είσοδο των Αθηναίων οπλιτών που ορμούσαν κι αυτοί πίσω τους. [4.68.1] Έπειτα, όσοι Αθηναίοι στρατιώτες έμπαιναν, προχωρούσαν προς το τείχος. [4.68.2] Οι Πελοποννήσιοι φρουροί αντιστάθηκαν στην αρχή και μερικοί σκοτώθηκαν, αλλά οι περισσότεροι φοβήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας επειδή τους είχε χτυπήσει ο εχθρός νύχτα μαζί με τους Μεγαρείς προδότες. Τούτο τους έκανε να πιστέψουν ότι όλοι οι κάτοικοι τούς είχαν προδώσει. [4.68.3] Κατά σύμπτωση έτυχε ο Αθηναίος κήρυκας, από δική του πρωτοβουλία, να φωνάξει ότι, όποιος Μεγαρεύς θέλει να πάει με το μέρος των Αθηναίων, μπορεί να καταθέσει τα όπλα. Όταν τ᾽ άκουσαν οι Πελοποννήσιοι, δεν περίμεναν άλλο και, νομίζοντας ότι τους χτυπούσαν και οι Αθηναίοι και οι Μεγαρείς, κατέφυγαν στην Νίσαια. [4.68.4] Όταν ξημέρωσε, και ενώ είχαν κιόλας κυριευτεί τα τείχη και οι κάτοικοι των Μεγάρων ήσαν φοβισμένοι, όσοι είχαν συνωμοτήσει με τους Αθηναίους και πολλοί άλλοι μαζί τους, που ήξεραν τί γίνεται, έλεγαν ότι έπρεπε ν᾽ ανοίξουν τις πύλες και να βγουν να δώσουν μάχη. [4.68.5] Είχε συμφωνηθεί, μόλις ανοίξουν οι πύλες, να ορμήσουν μέσα οι Αθηναίοι και ν᾽ αλειφτούν με πάχος οι συνωμότες για να τους διακρίνουν οι Αθηναίοι και να μην τους σκοτώσουν. Ανοίγοντας τις πύλες, οι συνωμότες δεν διατρέξαν κανέναν κίνδυνο, γιατί καθώς είχε συμφωνηθεί, είχαν φτάσει από την Ελευσίνα τέσσερις χιλιάδες οπλίτες και εξακόσιοι ιππείς Αθηναίοι, που είχαν βαδίσει όλη νύχτα. [4.68.6] Ενώ, λοιπόν, οι συνωμότες είχαν αλειφτεί και είχαν συγκεντρωθεί κοντά στις πύλες, κάποιος που ήξερε τί ετοιμαζόταν, φανέρωσε στους άλλους την συνωμοσία. Οι άλλοι, τότε, μαζεύτηκαν και πήγαν και είπαν ότι ούτε πρέπει να επιχειρήσουν έξοδο —γιατί ποτέ δεν είχαν ακόμα αποτολμήσει τέτοιο πράμα, ακόμα κι όταν ήσαν πιο δυνατοί— ούτε να εκθέσουν την πολιτεία σε φανερό κίνδυνο. Είπαν ότι αν οι άλλοι δεν πείθονταν, τότε η σύγκρουση θα γινόταν εκεί, επιτόπου, μεταξύ τους. Δεν άφησαν να φανεί ότι ήξεραν τίποτε για την συνωμοσία, αλλά επιμέναν ότι αυτό που έλεγαν ήταν το σωστότερο. Δεν έφευγαν, όμως, κι από κοντά από τις πύλες, για να τις φρουρούν, κι έτσι οι συνωμότες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν τα σχέδιά τους. [4.69.1] Οι στρατηγοί των Αθηναίων κατάλαβαν ότι έτυχε κάποιο εμπόδιο και ότι δεν ήσαν σε θέση να κυριέψουν την πολιτεία με την βία. Άρχισαν αμέσως ν᾽ απομονώνουν με τείχος την Νίσαια θεωρώντας ότι, αν μπορέσουν να την κυριέψουν προτού φτάσουν ενισχύσεις, τότε και τα Μέγαρα θα παραδίνονταν γρήγορα. [4.69.2] Τους έστειλαν αμέσως από την Αθήνα και σιδερένια εργαλεία και εργάτες πετροπελεκητές και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Άρχισαν να χτίζουν απ᾽ το σημείο που είχαν κυριέψει και κατασκεύασαν ένα εγκάρσιο τείχος απ᾽ την πλευρά που βλέπει προς τα Μέγαρα. Από εκεί άρχισαν να χτίζουν τείχος και να σκάβουν τάφρο κι από τις δυο μεριές της Νίσαιας, έως την θάλασσα. Ο στρατός μοιράστηκε σε συνεργεία και μεταχειρίζονταν πέτρες, τούβλα από το προάστιο των Μεγάρων, και ξύλα, από δέντρα που έκοβαν, για να ενισχύουν, όπου χρειαζόταν, την τοιχοδομή με σταυρωσιές. Ενίσχυσαν και σπίτια του προαστίου χτίζοντας πολεμίστρες. Εργάστηκαν ολόκληρη την ημέρα. [4.69.3] Την επομένη, κατά το δειλινό, το τείχος είχε σχεδόν τελειώσει. Η φρουρά της Νίσαιας φοβήθηκε, τόσο επειδή δεν είχε τρόφιμα (γιατί τους έφερναν κάθε μέρα τις καθημερινές προμήθειες απ᾽ την απάνω πόλη) όσο κι επειδή πίστευαν ότι οι Πελοποννήσιοι δεν θα έφταναν σύγκαιρα. Νόμιζαν, επίσης, ότι οι Μεγαρείς είχαν μεταστραφεί εναντίον τους. Συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους με όρο να παραδώσουν τα όπλα και ν᾽ απελευθερωθούν, ο καθένας για ορισμένο χρηματικό ποσό. Όσο για τους Λακεδαιμονίους, δηλαδή τον αρχηγό τους και όποιον άλλο Λακεδαιμόνιο βρισκόταν στην Νίσαια, αυτοί θα ήσαν στην διάκριση των Αθηναίων. [4.69.4] Αφού έκαναν την συμφωνία, βγήκαν από την πόλη. Οι Αθηναίοι γκρέμισαν μέρος των μακρών τειχών που συνέδεε την Νίσαια με τα Μέγαρα, απομονώνοντας έτσι την πόλη, κι εξακολούθησαν να παίρνουν όλα τ᾽ αναγκαία μέτρα. |