Ραψωδία σ Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή
Βραδιάζοντας, εισβάλλει στο παλάτι άλλος ζητιάνος,
πασίγνωστος σε όλη την πόλη της Ιθάκης ψωμοζήτης,
αχόρταγη κοιλιά, ο νους του πάντα στο φαΐ και στο πιοτό,
αδύναμος και μάλλον μαλακός στο σώμα, παρότι μεγαλόσωμος,
μ᾽ ένα σκαρί που χτύπαγε στο μάτι.
Αρναίος τ᾽ όνομά του — έτσι τον είπε η καλή του μάνα,
τη μέρα που τον γέννησε. Οι άλλοι, ωστόσο, νέοι αυτοί και ωραίοι,
όλοι τού κόλλησαν το παρατσούκλι Ίρος (Ίρις αρσενική),
έτσι που πάνω κάτω τρέχοντας μετέφερε μηνύματα,
κάθε φορά που κάποιος κάτι του ζητούσε.
Αυτός λοιπόν, με το που μπήκε, γύρευε με το ζόρι τον Οδυσσέα να διώξει
μέσα απ᾽ το ίδιο του το σπίτι, με λόγια βάναυσα
κι απανωτά, που σαν πουλιά πετούσαν:
10«Μακριά, γεράκο, από τούτο το κατώφλι, αλλιώς σερνάμενος θα βγεις
από το πόδι· τάχα δεν άκουσες πως όλοι εδώ
μου κλείνουνε το μάτι, με σπρώχνουν να σε κάνω καροτσάκι;
Κι όμως εγώ κομμάτι ντρέπομαι, γι᾽ αυτό σήκω και πάρε δρόμο
μόνος σου· αλλιώς το βλέπω μεταξύ μας να μαλώνουμε,
στα χέρια θα πιαστούμε.»
Λοξά τον κοίταξε κι έτσι αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αλλόκοτε, εγώ μήτε κακό σου κάνω μήτε και λόγον άσχημο
ξεστόμισα. Κανένα δεν ζηλεύω που του δίνουν κι άλλα
στα πολλά που πήρε· όσο για το κατώφλι αυτό,
χωράει νομίζω και τους δυο. Αλλά κι ελόγου σου δεν πρέπει να φθονείς
τα ξένα πράγματα· είσαι ένας ψωμοζήτης, όπως κι εγώ,
πλούτη οι θεοί θ᾽ αργήσουν να μας δώσουν.
20Και μη με προκαλείς εμένα, μην κορδώνεσαι για πάλη,
μήπως φουντώσω από θυμό, και τότε, μ᾽ όλα τα γεράματά μου,
στήθος και χείλια θα σου τα ζυμώσω με αίμα.
Έτσι, ίσως βρω την ησυχία μου αύριο· γιατί δεν βλέπω
να γυρίζεις δεύτερη φορά στου Οδυσσέα το σπιτικό,
που τον εγέννησε ο Λαέρτης.»
Ο Ίρος όμως φουρκισμένος, μιλώντας είπε ο αλιτήριος:
«Κοίτα ο λιμάρης, πάει ροδάνι η γλώσσα του, στόμα γριάς
στην κάπνα βουτηγμένης. Αν όμως το αποφάσιζα
να τον ξυλοφορτώσω με τα δυο μου χέρια, ξεδοντιασμένος πια
θα μάζευε απ᾽ το χώμα όλα τα δόντια του, τέτοιο γουρούνι που ᾽ναι
ρημάζοντας το ξένο καλαμπόκι.
30Εμπρός λοιπόν, ανασκουμπώσου, να δουν που θα παλέψουμε
όλοι τους ένα γύρο. Όμως το σκέφτηκες καλά πώς θα τα βγάλεις πέρα
με κάποιον που έχει τα μισά σου χρόνια;»
Έτσι, μπροστά στις θύρες τις ψηλές, πατώντας το γυαλιστερό κατώφλι,
οι δυο τους, ξαναμμένοι κιόλας, έδειχναν τον θυμό τους.
Τότε ο Αντίνοος, αγέρωχη ψυχή, τους πήρε είδηση κι αμέσως,
ξεκαρδισμένος με το θέαμα, γύρισε στους υπόλοιπους μνηστήρες:
«Φίλοι, μοναδική ευκαιρία, άλλη δεν έγινε ποτέ ως τώρα.
Ένας θεός μάς έφερε σ᾽ αυτό το σπίτι τέτοιο γλέντι·
Ίρος και ξένος συνερίζονται, έτοιμοι πια να ᾽ρθουν
στα χέρια· εμπρός λοιπόν, κι εμείς γρήγορα να τους σπρώξουμε.»
40Τόσα τους είπε, κι όλοι τους πάνω πετάχτηκαν γελώντας,
μαζεύτηκαν γύρω απ᾽ τους κουρελήδες ψωμοζήτες,
οπότε ο Αντίνοος πήρε ξανά τον λόγο, του Ευπείθη ο γιος:
«Αγέρωχοι μνηστήρες, ακούσετε τι σκέφτηκα και θα το πω:
ψήνονται κιόλας στην πυρά κοιλιές γιδίσιες — εμείς τις βάλαμε
για το δικό μας δείπνο, ξίγκι γεμάτες κι αίμα.
Λοιπόν, όποιος νικήσει από τους δυο κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
όποια κοιλιά θελήσει, να σηκωθεί και να την πάρει μερτικό του.
Κι ακόμη, αυτός και μόνο θα συμμερίζεται εφεξής τα γεύματά μας·
κανέναν άλλο δεν θα αφήσουμε ζητιάνο να ανακατεύεται στα πόδια μας,
για να γυρέψει φαγητό.»
50Όπως τους μίλησε ο Αντίνοος, άρεσε ο λόγος του πολύ.
Πανούργος τότε ο Οδυσσεύς, μπήκε στη μέση ο πολυμήχανος:
«Αλήθεια, φίλοι, δεν είναι λογικό, άνθρωπος γέρος και συφοριασμένος,
να μάχεται νεότερό του· εμένα ωστόσο η άτιμη κοιλιά,
αυτή με σπρώχνει να χτυπηθώ μαζί του, κι ας τις φάω.
Αλλά, παρακαλώ σας, ορκιστείτε τώρα τον μεγάλο όρκο·
κανείς, το μέρος παίρνοντας του Ίρου, να μη σηκώσει το βαρύ του χέρι
πάνω μου, κι έτσι, με δύναμη παράνομη, να με συντρίψει.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι δίνουν τον όρκο που τους ζήτησε.
Όταν ορκίστηκαν κι έμειναν ορκισμένοι,
60πήρε τον λόγο ο γενναίος Τηλέμαχος, στον Οδυσσέα μιλώντας:
«Ξένε, αν πράγματι το λέει η καρδιά σου, αν η περήφανη ψυχή σου το ποθεί,
να μετρηθείς μ᾽ αυτόν, μη φοβηθείς κανέναν παρόντα Αχαιό·
γιατί, ένας αυτός, θα ᾽χει να κάνει με πολλούς, όποιος τολμήσει
ν᾽ απλώσει χέρι πάνω σου.
Είμαι ο φιλόξενος εγώ οικοδεσπότης κι εσύ φιλοξενούμενος,
θα σεβαστούν λοιπόν τη γνώμη μου οι ευγενείς,
Ευρύμαχος κι Αντίνοος, γιατί έχουν φρόνιμο μυαλό.»
Τελειώνοντας, όλοι συμφώνησαν μαζί του. Στο μεταξύ
τα ράκη του ο Οδυσσέας έζωσε τριγύρω στ᾽ αχαμνά του, κι αμέσως φάνηκαν
ωραίοι μηροί και στιβαροί, φάνηκαν οι φαρδιές του πλάτες,
το στέρνο, τα γερά του μπράτσα — η Αθηνά
βρέθηκε πλάι του κι αυτή του στέριωσε τα μέλη του,
70ν᾽ αναδειχτεί η ηγεμονική ομορφιά του.
Βλέποντας τότε οι μνηστήρες, όλοι αποσβολώθηκαν, ένας στον άλλο έλεγε:
«Γρήγορα ο Ίρος Άιρος θα γίνει, αλλά την πάτησε γυρεύοντας·
δες τι μεριά φανέρωσε μέσα απ᾽ τα ράκη ο γέρος.»
|