[611e] Στη φιλοσοφική της έφεση, και να στοχαστούμε τα όσα εγγίζει και επιζητεί μαζί τους να επικοινωνήσει, σα συγγενής που είναι με ό,τι θείο και αθάνατο και αιώνιο, για να καταλάβομε τί μπορεί να γίνει, άμα ακολουθώντας καθ᾽ ολοκληρίαν αυτό το θείο και αθάνατο και αιώνιο και με αυτή την ορμή πηδώντας έξω από τα βάθη της θάλασσας, όπου βρίσκεται τώρα, κατορθώσει ν᾽ αποτινάξει πέτρες [612a] και κοχύλια που τώρα είναι κολλημένα απάνω της, επειδή τρέφεται από τη γη με πολλά πράγματα γαιώδη και πετρώδη και άγρια στα μακαριστά από τους πολλούς θεωρούμενα γεύματά της. Και τότε θα ήταν δυνατόν να ιδεί κανείς την αληθινή της φύση, είτε είναι πολυειδής ή μονοειδής, είτε οποιαδήποτε άλλη είναι η ουσία και η σύνθεσή της· για την ώρα μού φαίνεται ότι αρκετά καλά έχομε εκθέσει τα πάθη και τις μορφές της κατά τον ανθρώπινο βίο της. Με το παραπάνω. Δεν κάναμε λοιπόν καλά που σ᾽ αυτή μας την έρευνα και τ᾽ άλλα επιχειρήματα ανασκευάσαμε [612b] και αποφύγαμε να επαινέσομε της δικαιοσύνης τις αμοιβές και τις δόξες που κατά τη γνώμη σας αναφέρει ο Ησίοδος και ο Όμηρος; Δεν αποδείξαμε ότι καθεαυτήν η δικαιοσύνη είναι το μεγαλύτερο αγαθό της ψυχής αυτής καθεαυτήν, και ότι η ψυχή πρέπει να πράττει τα δίκαια, είτε κατέχει το δαχτυλίδι του Γύγη είτε όχι, ακόμη κι αν έχει, μαζί μ᾽ αυτό το δαχτυλίδι, την περικεφαλαία του Άδη; Αληθέστατα. Οι αμοιβές του δικαίου ανθρώπου στην τωρινή ζωή Θα μπορούσε τάχα κανείς από φθόνο να μη μας επιτρέψει, φίλε Γλαύκων, να ειπούμε τώρα για τη δικαιοσύνη και τις [612c] άλλες αρετές, κοντά στα πλεονεκτήματα που έχουν καθεαυτές, ποιές και πόσες ανταμοιβές εξασφαλίζουν στην ψυχή από ανθρώπους και θεούς, και στη ζωή και μετά θάνατον; Καθόλου, νομίζω. Θέλετε λοιπόν να μου επιστρέψετε εκείνα που σας δάνεισα στην αρχή της συζήτησής μας; Τί πράγμα; Δέχτηκα να σας παραχωρήσω ότι μπορεί να θεωρείται ο δίκαιος άνθρωπος άδικος, και ο άδικος δίκαιος, γιατί σεις το ζητήσατε· αν και δεν είναι δυνατόν να ξεγελάσει κανείς σ᾽ αυτά τα πράγματα θεούς και ανθρώπους, ας κάμομε μολαταύτα αυτή την υπόθεση για χάρη του λόγου, για να εξετασθεί η δικαιοσύνη καθεαυτήν στη σύγκρισή της με την αδικία καθεαυτήν πάλι. [612d] Ή δεν το θυμάσαι; Θα είχα άδικο να μην το θυμάμαι. Αφού λοιπόν εκρίθηκαν και οι δύο, απαιτώ τώρα υπέρ της δικαιοσύνης να της αναγνωρίσουμε κι εμείς ότι, όπως τη λογαριάζουν θεοί και άνθρωποι, τέτοια είναι και η πραγματική της αξία, ώστε να κερδίσει και τα βραβεία της νίκης, αφού όσα έχει αποκτήσει από τη φήμη της, αυτά παραχωρεί σ᾽ εκείνους που την έχουν· έγινε δα φανερό ότι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την πραγματική φύση της, εκείνη τα προσφέρει σ᾽ όσους πραγματικά τη δέχονται και δεν τους εξαπατά. [612e] Δίκαιο είναι ό,τι απαιτείς γι᾽ αυτήν. Πρώτο λοιπόν θα μου παραχωρήσετε τούτο, ότι είναι αδύνατον να γελαστούν οι θεοί για το ποιός είναι δίκαιος άνθρωπος και ποιός άδικος; Σου το παραχωρούμε. Και αφού δεν μπορούν να γελαστούν, δεν θα είναι στους θεούς αγαπητός ο πρώτος και ο άλλος μισητός, όπως και το παραδεχτήκαμε εξαρχής; Έτσι είναι. Έπειτα δεν θα ομολογήσομε ότι ο άνθρωπος που αγαπούν οι θεοί [613a] θα έχει να περιμένει τα μεγαλύτερα αγαθά, όσα δίνονται από τους θεούς, εκτός πια αν έχει να πληρώσει καμιά προγενέστερη αμαρτία; Βεβαιότατα. Πρέπει λοιπόν να έχομε τη βεβαιότητα για τον δίκαιο άνθρωπο, είτε φτώχεια τον βασανίζει είτε αρρώστια είτε κανέν᾽ άλλο από τα νομιζόμενα κακά, ότι στο τέλος όλ᾽ αυτά θα του βγουν σε καλό, ενόσω ακόμα ζει ή μετά τον θάνατό του. Γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπεται από τους θεούς εκείνος που προθυμοποιείται να γίνει δίκαιος και ασκώντας [613b] την αρετή να εξομοιωθεί με τον θεό, όσο τούτο είναι δυνατόν στον άνθρωπο. Εύλογο είναι ο τέτοιος άνθρωπος να μην εγκαταλείπεται από τον όμοιό του. Όσο για τον άδικο, δεν πρέπει να σκεφθούμε τα αντίθετα απ᾽ αυτά; Με το παραπάνω. Ώστε λοιπόν από μέρος των θεών ο στέφανος της νίκης θα είναι για τον δίκαιο; Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη μου. Και από μέρος των ανθρώπων; Δεν συμβαίνει τάχα το εξής, αν πρέπει να ειπούμε το τί πραγματικά γίνεται; δεν παθαίνουν το ίδιο οι δόλιοι και οι άδικοι ό,τι και οι δρομείς εκείνοι που τρέχουν καλά από τα κάτω προς τα πάνω, όχι όμως και από τα πάνω προς τα κάτω; Στην αρχή χύνονται με μεγάλη ορμή, στο τέλος [613c] όμως γίνονται καταγέλαστοι, όταν με κρεμασμένα τ᾽ αυτιά στους ώμους αποσύρονται αστεφάνωτοι· ενώ οι αληθινοί δρομείς φτάνουν στο τέρμα, παίρνουν τα βραβεία και στεφανώνονται. Το ίδιο δεν συμβαίνει συχνά και με τους δίκαιους; Στο τέλος κάθε πράξης και συνεργασίας με άλλους και της ζωής τους δεν παίρνουν από τους ανθρώπους την αναγνώριση και τα βραβεία που τους ανήκουν; Βεβαιότατα. Θα δεχτείς λοιπόν να εφαρμόσω στους δίκαιους όσα συ ο ίδιος έλεγες [613d] για τους άδικους; Θα ειπώ δηλαδή ότι οι δίκαιοι, όταν φτάσουν στην ώριμη ηλικία, παίρνουν στην πόλη τους όσα αξιώματα επιθυμήσουν, παίρνουν γυναίκα απ᾽ όπου θέλουν, παντρεύουν επίσης τα παιδιά τους όπου θέλουν· και όλα όσα εσύ έλεγες για τους άδικους, τα λέγω εγώ τώρα γι᾽ αυτούς. Απεναντίας οι άδικοι, και αν στα νιάτα τους κατορθώσουν να μην τους πάρουν είδηση οι άνθρωποι, ξεσκεπάζονται στο τέλος του δρόμου των και γίνονται καταγέλαστοι, περιφρονούνται στα γερατειά τους και βρίζονται από τους ξένους [613e] και από τους πολίτες και, για να μεταχειριστώ τις εκφράσεις που τις έβρισκες πολύ χοντρές —και είχες δίκιο— όταν τις έλεγες για τον δίκαιο, θα υποστούν και μαστιγώσεις και στρεβλώσεις και καυτηριασμούς, και μ᾽ έναν λόγο φαντάσου πως ακούς από το στόμα μου όλα τα είδη των βασανισμών που ανέφερες τότε. Αλλ᾽ όπως σου είπα, κοίταξε αν θα τα παραδεχτείς αυτά. Και πολύ πρόθυμα, γιατί αναγνωρίζω ότι έχεις δίκιο. Τέτοια λοιπόν είναι τα βραβεία, οι μισθοί και τα δώρα [614a] που έχει ο δίκαιος στο διάστημα της ζωής του από θεούς και ανθρώπους, κοντά στα πλεονεκτήματα που, καθώς είπαμε, του παρέχει αυτή καθεαυτήν η δικαιοσύνη. Πολύ ωραία και ασφαλή. Και όμως τίποτα δεν είν᾽ αυτά, ούτε κατά το πλήθος ούτε κατά το μέγεθος, μπροστά σ᾽ εκείνα που περιμένουν και τον έναν και τον άλλο μετά θάνατον· πρέπει κι αυτά να ειπωθούν, για να πάρει ο καθένας τους εντελώς όσα από τη συζήτησή μας του πρέπει να τ᾽ ακούσει. [614b] Λέγε λοιπόν, γιατί λίγα πράγματα υπάρχουν που θα τ᾽ άκουα με περισσότερη ευχαρίστηση. Οι αμοιβές του δικαίου ανθρώπου μετά θάνατον. Αφήγηση «Ηρός του Αρμενίου» Θ᾽ ακούσεις λοιπόν τώρα τη διήγηση όχι του Αλκίνου αλλά ενός αλκίμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτ᾽ από δέκα μέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρίσκονταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο· τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν και, ενώ τη δωδέκατη μέρα από τον θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε ν᾽ ανιστορεί όσα είχε ιδεί στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε [614c] με πολλούς άλλους κι έφτασαν σ᾽ έναν θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους ν᾽ ακολουθήσουν τον δρόμο που πήγαινε δεξιά και πάνω μέσ᾽ απ᾽ τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τί απόφαση είχαν βγάλει γι᾽ αυτούς στη δίκη· τους άδικους τους έστελναν να πάρουν τον δρόμο προς τ᾽ αριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σ᾽ αυτούς, αλλ᾽ από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες [614d] τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος, του είπαν να φέρει στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήσει και ν᾽ ακούσει όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο. Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δύο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τ᾽ άλλα δύο πάλι, από το ένα της γης ν᾽ ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από τ᾽ άλλο τ᾽ ουρανού να κατεβαίνουν άλλες [614e] καθαρές. Όλες έδιναν την εντύπωση πως έρχονται από δρόμο μακρινό, και μ᾽ ευχαρίστηση πήγαιναν να κατασκηνώσουν στο λιβάδι, όπως γίνεται στο πανηγύρι· όσες απ᾽ αυτές γνωρίζονταν χαιρετιούνταν μεταξύ τους και ζητούσαν πληροφορίες, όσες έφταναν από τη γη από τις άλλες για τα εκεί, και όσες από τον ουρανό από τις άλλες για τα δικά τους πάλι περιστατικά. Και ιστορούσαν από τις αναμνήσεις τους μεταξύ τους [615a] οι πρώτες με θρήνους και με δάκρυα όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω απ᾽ τη γη —η διάρκεια της πορείας ήταν χίλια χρόνια—, όσες πάλι έφταναν από τον ουρανό έλεγαν τις ηδονές που δοκίμασαν και το άφραστο κάλλος των θεαμάτων που είδαν. Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθίσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες· των αφηγήσεών του η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές —η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, [615b] όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής— για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμή κάθε αδικήματος. Έτσι, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων ή στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαμαν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς έπαιρναν με την ίδιαν αναλογία [615c] την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. Όσο για κείνους που πέθαιναν λίγο χρόνο ύστερ᾽ από τη γέννησή τους έλεγε άλλα που δεν αξίζει τον κόπο να τ᾽ αναφέρω. Υπήρχαν ακόμη ανταμοιβές πολύ μεγαλύτερες για όσους σέβονταν τους θεούς και τιμούσαν τους γονείς τους, καθώς και βασανιστήρια μεγαλύτερα για τους ασεβείς και τους πατροκτόνους, καθώς και για όσους με το χέρι τους έκαμαν φόνους. Έλεγε μάλιστα ότι ήταν παρών εκεί, όταν κάποιος ερώτησε έναν άλλο πού βρίσκεται ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός ο Αρδιαίος είχε χρηματίσει τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, χίλια χρόνια πριν, είχε σκοτώσει τον γέρο πατέρα του [615d] και τον μεγαλύτερο αδερφό του και άλλα πολλά και ανόσια έργα είχε κάμει, καθώς έλεγαν. Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε· «Δεν έφτασε» είπε «και ούτε θα φτάσει ποτέ εδώ. Είδαμε όμως ένα από τα φοβερότερα εκεί θεάματα. Όταν βρισκόμασταν πια κοντά στο υπόγειο χάσμα, έτοιμοι ν᾽ ανεβούμε, αφού είχαμε συμπληρώσει όλες τις τιμωρίες μας, βλέπομε ξαφνικά εκείνο τον Αρδιαίο και άλλους πολλούς —σχεδόν οι περισσότεροί τους υπήρξαν επίσης τύραννοι, ήσαν όμως και μερικοί ιδιώτες που [615e] είχαν διαπράξει μεγάλα κακουργήματα— που, όταν ενόμιζαν πια ότι θα βγουν, το στόμιο του χάσματος δεν τους επέτρεπε να περάσουν, αλλ᾽ άρχισε να μουγκρίζει, όπως έκανε κάθε φορά που δοκίμαζε να βγει ένας από κείνους που τ᾽ αμαρτήματά του ήσαν ανίατα ή δεν είχε ακόμα υποστεί ολόκληρη την τιμωρία του. Την ώρα εκείνη έτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, κατακόκκινοι από τη φλόγα, που κατάλαβαν τί εσήμαινε το μουγκρητό, και τους άλλους τούς άρπαξαν και τους επήραν από κει, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς ακόμη τους έδεσαν [616a] χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έριξαν καταγής, τους έγδαραν και άρχισαν να τους σέρνουν έξω από τον δρόμο απάνω σε ασπάλαθους, όπου ξεσκίζονταν οι σάρκες τους· και σ᾽ όσους συναντούσαν εξηγούσαν το γιατί τους μεταχειρίζονταν έτσι κι έλεγαν ότι πήγαιναν να τους πετάξουν στον Τάρταρο». Απ᾽ όλους, είπε, τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που δοκίμασαν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μ᾽ αυτόν, μήπως δηλαδή, την ώρα που πρόκειται πια να περάσουν το στόμιο, ακουστεί εκείνο το μουγκρητό, και απερίγραπτη είναι η χαρά εκείνου που μπορεί ν᾽ ανεβεί, χωρίς ν᾽ αντηχήσει το στόμιο. Αυτές λοιπόν περίπου είναι οι κρίσεις και οι τιμωρίες [616b] και οι αντίστοιχες αμοιβές που ιστορούσε. Αφού δε έμειναν σ᾽ εκείνο το λιβάδι επτά ημέρες, έπρεπε την όγδοη να ξεκινήσουν κι έπειτα από τέσσερων ημερών πορεία έφταναν σ᾽ έναν τόπο, όθε έβλεπαν ψηλά ένα φως που απλωνόταν σ᾽ ολόκληρο τον ουρανό και τη γη, ευθύ ως στήλη και όμοιο με την Ίριδα αλλά λαμπρότερο και καθαρότερο· στο φως τούτο έφτασαν ύστερ᾽ από πορεία άλλης μιας ημέρας· εκεί είδαν, στη [616c] μέση του φωτός, να είναι από τον ουρανό τεντωμένες οι άκρες των δεσμών του —το φως χρησίμευε ως σύνδεσμος του ουρανού και συγκρατούσε ολόκληρο τον περιστρεφόμενο ουρανό, απαράλλακτα όπως τα υποζώματα των πλοίων— και στις άκρες ήταν στερεωμένο της Ανάγκης το αδράχτι που έδινε την κίνηση σε όλες τις ουράνιες περιστροφές· το στέλεχος και τ᾽ αγκίστρι του ήταν από χάλυβα, το σφοντύλι όμως από μίγμα χάλυβα και άλλων μετάλλων. [616d] Η φύση του σφοντυλιού ήταν η εξής: ως προς το σχήμα έμοιαζε με τα δικά μας εδώ· και για να έχεις ακριβέστερην ιδέα πώς το παράσταινε, πρέπει να φαντασθείς ένα μεγάλο σφοντύλι κοίλο και φαγωμένο από μέσα εντελώς· μέσα σ᾽ αυτό προσαρμοζόταν ένα άλλο μικρότερο, όπως οι κάδοι που μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλο· μέσα στο δεύτερο άλλο τρίτο, και πάλι ένα τέταρτο, και ακόμη άλλα τέσσαρα· γιατί όλα ήσαν οκτώ, το ένα βαλμένο μέσα στο άλλο· [616e] από πάνω φαίνονταν του καθενός τα χείλη σαν κύκλοι και απέξω παρουσίαζαν επιφάνεια συνεχή, σα να ήταν ένα μόνο σφοντύλι γύρω από το στέλεχος· αυτό το στέλεχος πέρναγε καταμεσής από το κέντρο του όγδοου σφοντυλιού. Το πρώτο προς τα έξω σφοντύλι είχε τον κύκλο του χείλους πλατύτερον απ᾽ όλους, δεύτερο στο πλάτος ερχόταν το χείλος του έκτου σφοντυλιού, τρίτο του τέταρτου, τέταρτο του όγδοου, πέμπτο του έβδομου, έκτο του πέμπτου, έβδομο του τρίτου και όγδοο του δεύτερου. Ο κύκλος που σχηματιζότανε από το χείλος του πιο μεγάλου σφοντυλιού είχε ποικίλα χρώματα, του έβδομου ήταν λαμπρότατος, [617a] ο όγδοος έπαιρνε από τον έβδομο το χρώμα και τη λάμψη του, ο δεύτερος και ο πέμπτος είχαν τα ίδια χρώματα αλλά προς το ξανθότερο, του τρίτου το χρώμα ήταν το πιο άσπρο απ᾽ όλα, του τέταρτου κοκκινωπό και του έκτου δεύτερο στην ασπράδα. Ολόκληρο το αδράχτι στρεφόταν γύρω στον άξονά του κατά την ίδια φορά, ενώ εσωτερικά οι επτά συγκεντρικοί κύκλοι περιστρέφονταν ήρεμα κατά την αντίθετη διεύθυνση· απ᾽ αυτούς πάλι πάρα πολύ γρήγορα περιστρεφόταν ο όγδοος, κατά δεύτερο λόγο και ισόχρονα [617b] ο ένας με τον άλλο ο έβδομος, ο έκτος και ο πέμπτος· ο τέταρτος, όπως τους φαινότανε, ήταν τρίτος στην ταχύτητα, ο τρίτος τέταρτος και ο δεύτερος πέμπτος. Τούτο το αδράχτι στρεφότανε απάνω στα γόνατα της Ανάγκης. Απάνω σε καθέν᾽ από τους κύκλους του στεκότανε από μια Σειρήνα που περιστρεφότανε κι αυτή κι έψαλλε με φωνή απάνω σ᾽ έναν και τον ίδιο τόνο πάντοτε κανονισμένη, έτσι ώστε από τις οκτώ που ήσαν σχηματιζότανε μία και αρμονική συμφωνία. [617c] Γύρω από το αδράχτι και σε ίσες αποστάσεις κάθονταν απάνω σε θρόνο οι τρεις Μοίρες, θυγατέρες της Ανάγκης, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος, με άσπρα φορέματα μια με στέμματα στο κεφάλι· συνόδευαν με το τραγούδι τους την αρμονία των Σειρήνων ψάλλοντας η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μέλλοντα. Η Κλωθώ αγγίζοντας κατά διαλείμματα με το δεξί της χέρι βοηθούσε στην εξωτερική περιστροφή του αδραχτιού, η Άτροπος πάλι με το αριστερό της χέρι βοηθούσε στις εσωτερικές περιστροφές· και η Λάχεση [617d] πιάνοντας πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό της χέρι βοηθούσε και στα δύο είδη των περιστροφών. Μόλις έφτασαν εκεί, έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως μπροστά στη Λάχεση. Τότε, πρώτα ένας προφήτης έδειξε στον καθένα τη θέση του και τη σειρά του και, αφού πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα ανθρώπινων βίων, ανέβηκε πάνω σ᾽ ένα ψηλό βήμα και είπε: «Αυτά εδώ τα λέγει η Λάχεση η παρθένος, της Ανάγκης η θυγατέρα. Ψυχές εφήμερες, τώρ᾽ αρχίζει άλλη περίοδος ζωής για το θνητό γένος με απόληξη πάλι τον θάνατο. [617e] Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Ο πρώτος που θα τον υποδείξει ο κλήρος θα εκλέξει πρώτος τον βίο του που θα τον ζήσει κατ᾽ ανάγκη. Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, και καθένας θα πάρει απ᾽ αυτή το μερδικό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του· ο θεός ανεύθυνος». Αφού είπε αυτά, έριξε απάνω σ᾽ όλους τούς κλήρους και καθένας έπαιρνε εκείνον που έπεσε μπροστά του, εκτός απ᾽ αυτόν εδώ [τον Ήρα], γιατί εκείνον δεν τον άφησε· ήξερε λοιπόν καθένας απ᾽ τον κλήρο του ποιά ήταν η σειρά του να διαλέξει. [618a] Αμέσως έπειτα ο προφήτης έβαλε μπροστά τους καταγής τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα από τον αριθμό των βρισκόμενων εκεί. Και ήσαν κάθε λογής· βίοι των ζώων όλων και όλων των ανθρώπων. Υπήρχαν λοιπόν μεταξύ τους τυραννίες, άλλες ισόβιες και άλλες που καταλύονταν στο μεταξύ και καταντούσαν σε πενία, εξορία και επαιτεία· υπήρχαν επίσης βίοι ανδρών επιφανών, άλλων για τις μορφές και τα κάλλη και για την άλλη δύναμη [618b] και την αγωνιστική τους ικανότητα, άλλων πάλι για την καταγωγή τους και για τις αρετές των προγόνων τους· υπήρχαν ακόμη βίοι ανδρών άσημων από τις απόψεις αυτές, και γυναικών ομοίως. Τάξη όμως ορισμένη για τις επιδόσεις της κάθε ψυχής δεν υπήρχε καμιά, γιατί έπρεπε η καθεμιά κατ᾽ ανάγκη να γίνει αλλιώτικη, ανάλογα με την εκλογή που θα ᾽κανε· τα άλλα παραδείγματα ήσαν ανακατωμένα μεταξύ τους και με πλούτη και φτώχειες, άλλα με αρρώστιες, άλλα με υγείες και άλλα με μέσες καταστάσεις. — Εδώ λοιπόν, αγαπητέ μου Γλαύκων, φαίνεται πως βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον άνθρωπο· και γι᾽ αυτό [618c] πρέπει ο καθένας μας, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλο μάθημα, ν᾽ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε κείνο μόνο που θα τον κάνει ικανό ν᾽ αναζητήσει και να βρει τον άνθρωπο που θα μπορέσει να του μάθει να ᾽ναι σε θέση να διακρίνει με τέλεια γνώση τον βίο τον χρηστό και τον πονηρό και να προτιμά παντού και πάντοτε από τους δυνατούς τον καλύτερο, και ζυγίζοντας στον νου του όλα όσα είπαμε τώρα δα να κρίνει κατά πόσον αυτά, είτε συνδυαζόμενα το ένα με το άλλο είτε χωριστά θεωρούμενα, οδηγούν στην ορθή αντίληψη για την αρετή του βίου· έτσι, παραδείγματος χάρη, θα γνωρίζει πόση ομορφιά, άμα ανακατωθεί με κάποιον βαθμό φτώχειας ή πλούτου και [618d] με ορισμένη διάθεση της ψυχής, κάνει τον άνθρωπο καλό ή κακό· ποιό αποτέλεσμα μπορούν να έχουν η ευγενής και η ταπεινή καταγωγή και ο ιδιωτικός βίος και τα αξιώματα, οι σωματικές δυνάμεις και ασθένειες, η ευμάθεια και η δυσμάθεια, και μ᾽ έναν λόγο οι διάφορες της ψυχής φυσικές ή επίκτητες ιδιότητες, συναρμοζόμενες μεταξύ τους· ώστε, αφού τα λογαριάσει όλ᾽ αυτά, να είναι σε θέση, αποβλέποντας στη φύση της ψυχής, να κάνει την εκλογή του ανάμεσα στον χειρότερο και στον καλύτερο [618e] τρόπο ζωής, με τη βεβαιότητα ότι χειρότερος είναι εκείνος που πάει να κάνει την ψυχή αδικότερη, και καλύτερος όποιος πάει να την κάνει δικαιότερη. Όλα τ᾽ άλλα δεν θα τα λογαριάσει για τίποτα, γιατί είδαμε ότι αυτή είναι η καλύτερη εκλογή που έχει να κάμει, είτε γι᾽ αυτή τη ζωή είτε για την άλλη. [619a] Πρέπει ακόμη να κατεβεί στον Άδη, κρατώντας αδιάσειστη αυτή την πεποίθηση, ώστε κι εκεί να μην τον θαμπώσουν πλούτη και άλλα τέτοια κακά, κι έτσι πέφτοντας σε τυραννίες και άλλες όμοιες πράξεις προξενήσει πολλές και ανεπανόρθωτες συμφορές στους άλλους, και στον εαυτό του ακόμη μεγαλύτερα παθήματα, αλλ᾽ αντίθετα να μάθει πάντα να διαλέγει τρόπο ζωής που να στέκεται στο μέσον των όσων είπαμε και ν᾽ αποφεύγει τα άκρα, από το ένα και από τ᾽ άλλο μέρος, και σ᾽ αυτή τη ζωή, όσο το δυνατόν, και σ᾽ όλη την άλλη έπειτα· γιατί μόνο έτσι [619b] γίνεται ευτυχέστατος ο άνθρωπος. Και τότε λοιπόν, καθώς διηγόταν ο από τον κόσμον εκείνο σταλμένος αγγελιοφόρος, είπε ο προφήτης: «Ακόμη και γι᾽ αυτόν που θα ᾽ρθεί τελευταίος, αρκεί να κάμει με περίσκεψη την εκλογή του, και να ζει αυστηρά, υπάρχει εδώ βίος ευχάριστος, όχι κακός. Ας προσέξει λοιπόν ο πρώτος που θα κάμει εκλογή, και ο τελευταίος ας μην απελπίζεται». Αφού είπε αυτά, εκείνος στον οποίο έλαχε ο πρώτος κλήρος ευθύς όρμησε και, χωρίς να υπολογίσει αρκετά τα πάντα, διάλεξε την πιο μεγάλη τυραννία· η αφροσύνη τον παράσυρε και η απληστία κι έτσι [619c] δεν είδε ότι μέσα κει πεπρωμένο ήταν να φάει τα ίδια του τα παιδιά και άλλα εγκλήματα να κάμει· όταν όμως ήσυχα κάθισε και τα στοχάσθηκε αυτά, άρχισε να χτυπιέται και να οδύρεται για την εκλογή του ξεχνώντας τα όσα είχε ειπεί ο προφήτης· δεν κατηγορούσε δηλαδή για τη συμφορά τον εαυτό του αλλά την τύχη και τους δαίμονες και κάθε άλλον παρά τον εαυτό του. Εντούτοις αυτός ήταν από κείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει την προγενέστερη ζωή του μέσα σε πολιτεία καλά οργανωμένη, [619d] κι αρετήν είχε, αλλά τη χρωστούσε μάλλον στη συνήθεια παρά στη φιλοσοφία. Πρέπει άλλωστε να ειπωθεί ότι δεν ήσαν λιγότεροι όσοι έφταναν από τον δρόμο του ουρανού, και όμως έπεφταν έξω στην εκλογή τους, γιατί δεν είχαν πείρα των κακών της ζωής· ενώ απεναντίας πολλοί από κείνους που έρχονταν από τη γη, επειδή και οι ίδιοι είχαν υποφέρει πολλά και άλλους είχαν ιδεί να υποφέρουν, δεν έκαναν απερίσκεπτα την εκλογή τους. Γι᾽ αυτό τον λόγο και από την τύχη ακόμη του κλήρου συνέβαινε πολλές ψυχές ν᾽ αλλάξουν ζωή, από τα καλά να πάνε στα κακά και ανάποδα· γιατί άμα κανένας, κάθε φορά που έρχεται σε τούτη τη ζωή, αφοσιώνεται στην υγιή φιλοσοφία, [619e] αρκεί μόνο να μην πέφτει από τον κλήρο ανάμεσα στους τελευταίους στη σειρά της εκλογής, είναι πάρα πολύ πιθανό, κατά τα λεγόμενα του Ηρός του Αρμενίου, όχι μόνο εδώ να ζήσει ευτυχής, αλλά και κατά την πορεία του από εδώ προς τα εκεί, και πάλι από εκεί προς τα εδώ, να πάρει τον ομαλό δρόμο του ουρανού και όχι τον τραχύ της γης. Άξιζε λοιπόν, καθώς έλεγε, να ιδεί κανείς το θέαμα εκείνο, πώς [620a] διάλεγε κάθε ψυχή τον βίο της· το θέαμα ήταν άξιο οίκτου αλλά και γελοίο κάποτε, καθώς και θαυμαστό. Γιατί ως επί το πλείστον έκαναν την εκλογή τους οδηγούμενες από τις συνήθειες του προγενέστερου βίου. Είδεν έξαφνα μια ψυχή, που ήταν άλλοτε του Ορφέα, να διαλέγει τον βίο του κύκνου από μίσος προς το γυναικείο γένος, γιατί, επειδή βρήκε από γυναίκες τον θάνατο, δεν ήθελε να χρωστάει τη γέννησή της σε γυναίκα· είδε και του Θαμύρου την ψυχή να διαλέγει βίον αηδονιού· έναν κύκνο πάλι ν᾽ ανταλλάσσει τον δικό του με ανθρώπινο βίο, καθώς και άλλα ωδικά πτηνά να κάνουν το ίδιο. [620b] Μια ψυχή που έλαχε τον εικοστό κλήρο διάλεξε βίο λεονταριού· και αυτή ήταν του Αίαντα, του γιου τού Τελαμώνα, που απόστεργε να γίνει πάλι άνθρωπος, επειδή θυμότανε την κρίση για τα όπλα. Εκείνη που ερχόταν ύστερα ήταν του Αγαμέμνονα· και αυτή από έχθρα προς το ανθρώπινο γένος, για όσα είχε πάθει, προτίμησε βίο αϊτού. Η ψυχή της Αταλάντης, που είχε λάχει έναν από τους μεσαίους κλήρους, στοχαζόμενη τις μεγάλες τιμές των αθλητών, δεν μπόρεσε ν᾽ αντισταθεί στην επιθυμία της να διαλέξει κι αυτή έναν τέτοιο βίο. Έπειτ᾽ [620c] απ᾽ αυτήν είδε την ψυχή του Επειού, του υιού τού Πανοπέα, να προτιμά φύση γυναίκας επιτήδειας στα έργα του χεριού· μακριά, ανάμεσα στους τελευταίους, είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτη να ντύνεται το σχήμα πιθήκου. Κατά τύχη, και η ψυχή του Οδυσσέα που της έλαχε ο τελευταίος κλήρος απ᾽ όλους, ήρθε κι αυτή να κάμει την εκλογή της· αναθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και απαυδισμένη πια από τη φιλοδοξία, τριγύριζε και αναζητούσε πολύν καιρό έναν ήσυχο βίο απλού ιδιώτη· επιτέλους τον ανακάλυψε κάπου καταφρονεμένον [620d] από τους άλλους και μόλις τον είδε είπε ότι, και αν ακόμα ο κλήρος τής επέτρεπε να διαλέξει πρώτη, το ίδιο θα έκανε, και τον επήρε με χαρά μεγάλη. Και από τα άλλα ζώα πολλά επίσης άλλαξαν τον βίο τους με τον ανθρώπινο και μεταξύ τους, τα άδικα επήραν των άγριων τον βίο και τα δίκαια των ήμερων κι έτσι γίνονταν όλων των ειδών οι αναμείξεις. Και αφού όλες οι ψυχές διάλεξαν τους βίους των κατά τη σειρά που έδειχνε ο κλήρος τους, με την ίδια τάξη παρουσιάσθηκαν μπροστά στη Λάχεση· εκείνη έδωκε συνοδό στον καθένα τον δαίμονα που διάλεξε, για να του χρησιμεύει ως φύλακας [620e] στη νέα του ζωή και βοηθός στην εκπλήρωση του προορισμού της εκλογής του. Αυτός οδηγούσε πρώτα την ψυχή προς την Κλωθώ, για να επικυρώσει εκείνη τη μοίρα που της έλαχε με το χέρι της και με μια περιστροφή που έδινε στο περιδινούμενο αδράχτι· αφού ερχόταν σ᾽ επαφή με το αδράχτι, την έφερνε έπειτα στο γνέσιμο της Ατρόπου κάνοντας έτσι ανέκκλητα όσα είχε κλώσει η Κλωθώ. Και αποκεί, χωρίς να επιτρέπεται πια να στρέψουν πίσω, πήγαιναν και περνούσαν κάτω από τον [621a] θρόνο της Ανάγκης, από το ένα μέρος στο άλλο, και, αφού περνούσαν και οι άλλοι, άρχιζαν όλοι να πορεύονται προς την πεδιάδα της Λήθης μέσ᾽ από φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε εκεί ούτε δέντρο ούτε τίποτ᾽ απ᾽ όσα φυτρώνουν στη γη. Όταν τέλος βράδιαζε, κατασκήνωναν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να το κρατήσει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει ορισμένη ποσότητα απ᾽ αυτό το νερό, μερικοί όμως δεν είχαν αρκετή φρόνηση να συγκρατηθούν και να μην πιουν περισσότερο· και τότε έχαναν για πάντα [621b] κάθε ανάμνηση των προηγουμένων. Έπειτα έπεσαν στον ύπνο και κατά τα μεσάνυχτα έγινε βροντή και σεισμός, και τότε ξαφνικά εκσφενδονίστηκαν προς τα πάνω, σαν αστέρες διάττοντες, άλλος εδώ άλλος εκεί, όπου έμελλε ν᾽ αρχίσει η νέα τους ζωή. Αυτόν [τον Ήρα τον Αρμένιο] τον εμπόδισαν, καθώς έλεγε, να πιει από το νερό εκείνο· από πού όμως και πώς έφτασε πάλι στο σώμα η ψυχή του δεν ήξερε, αλλά ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του την αυγή και είδε ότι βρισκότανε ξαπλωμένος απάνω στη φωτιά. Και έτσι, Γλαύκων, εσώθηκε ως εμάς ο μύθος αυτός και δεν εχάθηκε· [621c] μπορεί μάλιστα και μας να σώσει, αν δώσομε πίστη σ᾽ αυτόν· και τότε και τον ποταμό της Λήθης θα περάσομε καλά και την ψυχή μας θα διαφυλάξομε καθαρήν από κάθε μίασμα. Αν λοιπόν ακολουθώντας τη γνώμη μου παραδεχτούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ικανή να υποφέρει όλα τα κακά και όλα τα καλά, θα μείνομε πάντα μέσα στον δρόμο που οδηγεί προς τα άνω και με κάθε τρόπο θα εκτελούμε τα έργα της ζωής με δικαιοσύνη μαζί και φρόνηση, έτσι ώστε και με τον εαυτό μας να είμαστε πάντα φίλοι και με τους θεούς, και, αφού κερδίσομε, κατά την εδώ διαμονή μας, τα βραβεία [621d] της αρετής, θριαμβευτικά περιερχόμενοι, όπως οι νικηφόροι αθλητές, να ευτυχούμε και εδώ και κατά τη χιλιόχρονη πορεία μας.
|