Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.69.1-5.73.3)

[5.69.1] Ταῦτα μέν νυν ὁ Σικυώνιος Κλεισθένης ἐπεποιήκεε, ὁ δὲ δὴ Ἀθηναῖος Κλεισθένης, ἐὼν τοῦ Σικυωνίου τούτου θυγατριδέος καὶ τὸ οὔνομα ἐπὶ τούτου ἔχων, δοκέειν ἐμοὶ καὶ οὗτος ὑπεριδὼν Ἴωνας, ἵνα μὴ σφίσι αἱ αὐταὶ ἔωσι φυλαὶ καὶ Ἴωσι, τὸν ὁμώνυμον Κλεισθένεα ἐμιμήσατο. [5.69.2] ὡς γὰρ δὴ τὸν Ἀθηναίων δῆμον πρότερον ἀπωσμένον τότε πάντων πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν προσεθήκατο, τὰς φυλὰς μετωνόμασε καὶ ἐποίησε πλεῦνας ἐξ ἐλασσόνων. δέκα τε δὴ φυλάρχους ἀντὶ τεσσέρων ἐποίησε, δέκαχα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς. ἦν τε τὸν δῆμον προσθέμενος πολλῷ κατύπερθε τῶν ἀντιστασιωτέων. [5.70.1] ἐν τῷ μέρεϊ δὲ ἑσσούμενος ὁ Ἰσαγόρης ἀντιτεχνᾶται τάδε· ἐπικαλέεται Κλεομένεα τὸν Λακεδαιμόνιον, γενόμενον ἑωυτῷ ξεῖνον ἀπὸ τῆς Πεισιστρατιδέων πολιορκίης. τὸν δὲ Κλεομένεα εἶχε αἰτίη φοιτᾶν παρὰ τοῦ Ἰσαγόρεω τὴν γυναῖκα. [5.70.2] τὰ μὲν δὴ πρῶτα πέμπων ὁ Κλεομένης ἐς τὰς Ἀθήνας κήρυκα ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ἄλλους πολλοὺς Ἀθηναίων, τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγων. ταῦτα δὲ πέμπων ἔλεγε ἐκ διδαχῆς τοῦ Ἰσαγόρεω· οἱ μὲν γὰρ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτῶν εἶχον αἰτίην τοῦ φόνου τούτου, αὐτὸς δὲ οὐ μετεῖχε οὐδ᾽ οἱ φίλοι αὐτοῦ. [5.71.1] οἱ δ᾽ ἐναγέες Ἀθηναίων ὧδε ὠνομάσθησαν· ἦν Κύλων τῶν Ἀθηναίων ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης. οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε, προσποιησάμενος δὲ ἑταιρηίην τῶν ἡλικιωτέων καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν ἐπειρήθη, οὐ δυνάμενος δὲ ἐπικρατῆσαι ἱκέτης ἵζετο πρὸς τὸ ἄγαλμα. [5.71.2] τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες τῶν ναυκράρων, οἵ περ ἔνεμον τότε τὰς Ἀθήνας, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου· φονεῦσαι δὲ αὐτοὺς αἰτίη ἔχει Ἀλκμεωνίδας. ταῦτα πρὸ τῆς Πεισιστράτου ἡλικίης ἐγένετο.
[5.72.1] Κλεομένης δὲ ὡς πέμπων ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ τοὺς Ἐναγέας, Κλεισθένης μὲν αὐτὸς ὑπεξέσχε· μετὰ δὲ οὐδὲν ἧσσον παρῆν ἐς τὰς Ἀθήνας ὁ Κλεομένης οὐ σὺν μεγάλῃ χειρί, ἀπικόμενος δὲ ἀγηλατέει ἑπτακόσια ἐπίστια Ἀθηναίων, τά οἱ ὑπέθετο ὁ Ἰσαγόρης. ταῦτα δὲ ποιήσας δεύτερα τὴν βουλὴν καταλύειν ἐπειρᾶτο, τριηκοσίοισι δὲ τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς ἐνεχείριζε. [5.72.2] ἀντισταθείσης δὲ τῆς βουλῆς καὶ οὐ βουλομένης πείθεσθαι ὅ τε Κλεομένης καὶ ὁ Ἰσαγόρης καὶ οἱ στασιῶται αὐτοῦ καταλαμβάνουσι τὴν ἀκρόπολιν. Ἀθηναίων δὲ οἱ λοιποὶ τὰ αὐτὰ φρονήσαντες ἐπολιόρκεον αὐτοὺς ἡμέρας δύο· τῇ δὲ τρίτῃ ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται ἐκ τῆς χώρης ὅσοι ἦσαν αὐτῶν Λακεδαιμόνιοι. [5.72.3] ἐπετελέετο δὲ τῷ Κλεομένεϊ ἡ φήμη· ὡς γὰρ ἀνέβη ἐς τὴν ἀκρόπολιν μέλλων δὴ αὐτὴν κατασχήσειν, ἤιε ἐς τὸ ἄδυτον τῆς θεοῦ ὡς προσερέων· ἡ δὲ ἱερείη ἐξαναστᾶσα ἐκ τοῦ θρόνου πρὶν ἢ τὰς θύρας αὐτὸν ἀμεῖψαι εἶπε· Ὦ ξεῖνε Λακεδαιμόνιε, πάλιν χώρει μηδὲ ἔσιθι ἐς τὸ ἱρόν· οὐ γὰρ θεμιτὸν Δωριεῦσι παριέναι ἐνθαῦτα· ὁ δὲ εἶπε· Ὦ γύναι, ἀλλ᾽ οὐ Δωριεύς εἰμι ἀλλ᾽ Ἀχαιός. [5.72.4] ὁ μὲν δὴ τῇ κλεηδόνι οὐδὲν χρεώμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ τότε πάλιν ἐξέπιπτε μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων· τοὺς δὲ ἄλλους Ἀθηναῖοι κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ, ἐν δὲ αὐτοῖσι καὶ Τιμησίθεον τὸν Δελφόν, τοῦ ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος ἔχοιμ᾽ ἂν μέγιστα καταλέξαι. [5.73.1] οὗτοι μέν νυν δεδεμένοι ἐτελεύτησαν, Ἀθηναῖοι δὲ μετὰ ταῦτα Κλεισθένεα καὶ τὰ ἑπτακόσια ἐπίστια τὰ διωχθέντα ὑπὸ Κλεομένεος μεταπεμψάμενοι πέμπουσι ἀγγέλους ἐς Σάρδις, συμμαχίην βουλόμενοι ποιήσασθαι πρὸς Πέρσας· ἠπιστέατο γὰρ σφίσι [πρὸς] Λακεδαιμονίους τε καὶ Κλεομένεα ἐκπεπολεμῶσθαι. [5.73.2] ἀπικομένων δὲ τῶν ἀγγέλων ἐς τὰς Σάρδις καὶ λεγόντων τὰ ἐντεταλμένα Ἀρταφρένης ὁ Ὑστάσπεος Σαρδίων ὕπαρχος ἐπειρώτα τίνες ἐόντες ἄνθρωποι καὶ κοῦ γῆς οἰκημένοι δεοίατο Περσέων σύμμαχοι γενέσθαι, πυθόμενος δὲ πρὸς τῶν ἀγγέλων ἀπεκορύφου σφι τάδε· εἰ μὲν διδοῦσι βασιλέϊ Δαρείῳ Ἀθηναῖοι γῆν τε καὶ ὕδωρ, ὁ δὲ συμμαχίην σφι συνετίθετο, εἰ δὲ μὴ διδοῦσι, ἀπαλλάσσεσθαι αὐτοὺς ἐκέλευε. [5.73.3] οἱ δὲ ἄγγελοι ἐπὶ σφέων αὐτῶν βαλόμενοι διδόναι ἔφασαν, βουλόμενοι τὴν συμμαχίην ποιήσασθαι. οὗτοι μὲν δὴ ἀπελθόντες ἐς τὴν ἑωυτῶν αἰτίας μεγάλας εἶχον.

[5.69.1] Λοιπόν αυτά είχε κάνει ο Σικυώνιος Κλεισθένης, κι ο Αθηναίος Κλεισθένης, σαν γιος της θυγατέρας του κι έχοντας πάρει τ᾽ όνομά του από κείνον, καταπώς πιστεύω δείχνοντας περιφρόνηση κι αυτός προς τους Ίωνες, μιμήθηκε τον ομώνυμό του Κλεισθένη, για να μην έχουν τις ίδιες ονομασίες οι φυλές των Αθηναίων και των Ιώνων. [5.69.2] Γιατί, όταν τον αθηναϊκό λαό, που πρωτύτερα ήταν παραμερισμένος, ολόκληρο τον πήρε με το μέρος του, άλλαξε τα ονόματα των φυλών, κι από λίγες τις έκανε πολλές· δηλαδή, εκεί που οι φύλαρχοι ήταν τέσσερες, τους έκανε δέκα, και μοίρασε τους δήμους σε φυλές, δέκα στην καθεμία τους. Κι απ᾽ την ώρα που πήρε με το μέρος του το λαό, απόχτησε πολιτική δύναμη ασύγκριτα ανώτερη από τους αντιπάλους του.
[5.70.1] Τώρα ο Ισαγόρας, καθώς με τη σειρά του βγήκε νικημένος, βάζει σ᾽ ενέργεια μηχανορραφία απ᾽ τη δική του μεριά: καλεί σε βοήθεια τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο, με τον οποίο συνδέθηκε με δεσμό φιλίας απ᾽ την εποχή της πολιορκίας των Πεισιστρατιδών. Κατηγορήθηκε μάλιστα ο Κλεομένης ότι μπαινόβγαινε στον κοιτώνα της γυναίκας του Ισαγόρα. [5.70.2] Λοιπόν, πρώτη ενέργεια του Κλεομένη ήταν να στείλει κήρυκα στην Αθήνα, και ζητούσε να εξοριστεί ο Κλεισθένης και μαζί του και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, επειδή, όπως έλεγε, ήταν κριματισμένοι. Κι έστελνε αυτές τις εντολές καταπώς τον δασκάλεψε ο Ισαγόρας· γιατί η κατηγορία εκείνου του φονικού βάραινε τους Αλκμεωνίδες και τους οπαδούς τους, ενώ ο ίδιος κι οι φίλοι του ήταν αμέτοχοι.
[5.71.1] Και τ᾽ όνομα «κριματισμένοι» δόθηκε γι᾽ αυτό το λόγο σ᾽ ορισμένους Αθηναίους: ανάμεσα στους Αθηναίους πολίτες ήταν κι ο Κύλων, ολυμπιονίκης. Αυτουνού πήραν τα μυαλά αέρα και βάλθηκε να γίνει τύραννος· οργάνωσε λοιπόν μια συντροφική ομάδα από συνομηλίκους του κι επιχείρησε να κυριέψει την Ακρόπολη, όμως δεν μπόρεσε να επικρατήσει, και κάθισε ικέτης στο βάθρο του αγάλματος της Αθηνάς. [5.71.2] Λοιπόν οι δήμαρχοι που διοικούσαν τότε την Αθήνα τούς έπεισαν να εγκαταλείψουν το άσυλο, για να λογοδοτήσουν για την πράξη τους, με την υπόσχεση πως δε θα τους επιβληθεί η ποινή του θανάτου· όμως τους σκότωσαν, και υπαίτιοι θεωρήθηκαν οι Αλκμεωνίδες. Αυτά έγιναν πριν από την εποχή του Πεισιστράτου.
[5.72.1] Κι όταν ο Κλεομένης με τον απεσταλμένο του ζητούσε να εξοριστούν ο Κλεισθένης κι οι κριματισμένοι, ο Κλεισθένης από μόνος του αποσύρθηκε, αυτό όμως δεν εμπόδισε καθόλου τον Κλεομένη να εμφανιστεί στην Αθήνα με μια μικρή στρατιωτική δύναμη, και φτάνοντας στην πόλη έδιωχνε ως ιερόσυλους εφτακόσια αθηναϊκά νοικοκυριά, με υπόδειξη του Ισαγόρα. Δεύτερη ενέργειά του ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη του: να καταργήσει τη βουλή και να δώσει όλα τ᾽ αξιώματα στα χέρια τριακοσίων οπαδών του Ισαγόρα. [5.72.2] Συναντώντας την αντίσταση της βουλής, που αρνιόταν να υπακούσει, ο Κλεομένης κι ο Ισαγόρας κι οι οπαδοί τους κυριεύουν την Ακρόπολη. Αλλά όλοι οι άλλοι Αθηναίοι έγιναν ένα και τους πολιορκούσαν δυο μέρες· και την τρίτη βγαίνουν έξω από τη χώρα ύστερ᾽ από διαπραγματεύσεις όσοι απ᾽ αυτούς ήταν Λακεδαιμόνιοι· [5.72.3] κι έτσι ο προφητικός λόγος για τον Κλεομένη βγήκε αληθινός· γιατί, όταν ανέβηκε στην Ακρόπολη κι ήταν να την κυριέψει, τράβηξε κατευθείαν στο άδυτο του ναού της Αθηνάς, τάχα μου για να της προσευχηθεί· κι η ιέρεια σηκώθηκε απ᾽ το θρόνο της πριν αυτός διαβεί την πύλη και είπε: «Ξένε Λακεδαιμόνιε, πήγαινε απ᾽ όπου ήρθες και μη μπαίνεις στο άδυτο· γιατί η θεά δεν επιτρέπει να περάσει εδώ Δωριέας». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Όμως, κυρούλα, εγώ δεν είμαι Δωριέας, Αχαιός είμαι». [5.72.4] Λοιπόν, αυτός δεν έδωσε καμία σημασία στον προφητικό λόγο και συνέχισε το εγχείρημά του· και τότε νικημένος πήρε το δρόμο του γυρισμού μαζί με τους Λακεδαιμονίους, ενώ τους υπόλοιπους οι Αθηναίοι τους έβαλαν στη φυλακή για να τους σκοτώσουν, κι ανάμεσά τους τον Τιμησίθεο από τους Δελφούς, που θα μπορούσα να αραδιάσω έξοχες πράξεις που δείχνουν τη δύναμη και τη λεβεντιά του.
[5.73.1] Αυτοί λοιπόν σκοτώθηκαν στη φυλακή, ενώ οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ από αυτά, κάλεσαν στην πατρίδα τον Κλεισθένη και τα εφτακόσια νοικοκυριά που είχε εξορίσει ο Κλεομένης. Αργότερα στέλνουν αγγελιοφόρους στις Σάρδεις επιζητώντας τη συμμαχία των Περσών· γιατί ήξεραν πως οι Λακεδαιμόνιοι και ο Κλεομένης τούς είχαν κηρύξει πόλεμο. [5.73.2] Όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν στις Σάρδεις και μίλησαν σύμφωνα με την εντολή που είχαν, ο Αρταφρένης, ο γιος του Υστάσπη, αντιβασιλέας στις Σάρδεις, τους ρωτούσε ποιοί είναι και σε ποιόν τόπο κατοικούν κι ήρθαν να ζητήσουν τη συμμαχία των Περσών· κι όταν οι απεσταλμένοι τον κατατόπισαν, συγκεφαλαίωσε έτσι την απόκρισή του: Αν οι Αθηναίοι δίνουν γην και ύδωρ στο βασιλιά, δέχεται αυτός να συμμαχήσει μαζί τους· αν όμως δε δίνουν, να σηκωθούν να φύγουν, τους πρόσταζε. [5.73.3] Οι αγγελιοφόροι λοιπόν, κάνοντας του κεφαλιού τους, είπαν, ότι, ναι, τα δίνουν, καθώς ήθελαν να κλείσουν συμμαχία. Βέβαια, όταν αυτοί γύρισαν στην πόλη τους, δέχτηκαν βαριές κατηγορίες.