Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (609e-611d)

[609e] Ἐννόει γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ᾽ ὑπὸ τῆς τῶν σιτίων πονηρίας, ἣ ἂν ᾖ αὐτῶν ἐκείνων, εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῦν οὖσα, οὐκ οἰόμεθα δεῖν σῶμα ἀπόλλυσθαι· ἀλλ᾽ ἐὰν μὲν ἐμποιῇ ἡ αὐτῶν πονηρία τῶν σιτίων τῷ σώματι σώματος μοχθηρίαν, φήσομεν αὐτὸ δι᾽ ἐκεῖνα ὑπὸ τῆς αὑτοῦ κακίας νόσου οὔσης ἀπολωλέναι· ὑπὸ [610a] δὲ σιτίων πονηρίας ἄλλων ὄντων ἄλλο ὂν τὸ σῶμα, ὑπ᾽ ἀλλοτρίου κακοῦ μὴ ἐμποιήσαντος τὸ ἔμφυτον κακόν, οὐδέποτε ἀξιώσομεν διαφθείρεσθαι.
Ὀρθότατ᾽ αὖ, ἔφη, λέγεις.
Κατὰ τὸν αὐτὸν τοίνυν λόγον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐὰν μὴ σώματος πονηρία ψυχῇ ψυχῆς πονηρίαν ἐμποιῇ, μή ποτε ἀξιῶμεν ὑπὸ ἀλλοτρίου κακοῦ ἄνευ τῆς ἰδίας πονηρίας ψυχὴν ἀπόλλυσθαι, τῷ ἑτέρου κακῷ ἕτερον.
Ἔχει γάρ, ἔφη, λόγον.
Ἢ τοίνυν ταῦτα ἐξελέγξωμεν ὅτι οὐ καλῶς λέγομεν, ἢ [610b] ἕως ἂν ᾖ ἀνέλεγκτα, μή ποτε φῶμεν ὑπὸ πυρετοῦ μηδ᾽ αὖ ὑπ᾽ ἄλλης νόσου μηδ᾽ αὖ ὑπὸ σφαγῆς, μηδ᾽ εἴ τις ὅτι σμικρότατα ὅλον τὸ σῶμα κατατέμοι, ἕνεκα τούτων μηδὲν μᾶλλόν ποτε ψυχὴν ἀπόλλυσθαι, πρὶν ἄν τις ἀποδείξῃ ὡς διὰ ταῦτα τὰ παθήματα τοῦ σώματος αὐτὴ ἐκείνη ἀδικωτέρα καὶ ἀνοσιωτέρα γίγνεται· ἀλλοτρίου δὲ κακοῦ ἐν ἄλλῳ γιγνομένου, τοῦ δὲ ἰδίου ἑκάστῳ μὴ ἐγγιγνομένου, [610c] μήτε ψυχὴν μήτε ἄλλο μηδὲν ἐῶμεν φάναι τινὰ ἀπόλλυσθαι.
Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη, τοῦτό γε οὐδείς ποτε δείξει, ὡς τῶν ἀποθνῃσκόντων ἀδικώτεραι αἱ ψυχαὶ διὰ τὸν θάνατον γίγνονται.
Ἐὰν δέ γέ τις, ἔφην ἐγώ, ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι καὶ λέγειν ὡς πονηρότερος καὶ ἀδικώτερος γίγνεται ὁ ἀποθνῄσκων, ἵνα δὴ μὴ ἀναγκάζηται ἀθανάτους τὰς ψυχὰς ὁμολογεῖν, ἀξιώσομέν που, εἰ ἀληθῆ λέγει ὁ ταῦτα λέγων, τὴν ἀδικίαν εἶναι θανάσιμον τῷ ἔχοντι ὥσπερ νόσον, καὶ ὑπ᾽ [610d] αὐτοῦ, τοῦ ἀποκτεινύντος τῇ ἑαυτοῦ φύσει, ἀποθνῄσκειν τοὺς λαμβάνοντας αὐτό, τοὺς μὲν μάλιστα θᾶττον, τοὺς δ᾽ ἧττον σχολαίτερον, ἀλλὰ μὴ ὥσπερ νῦν διὰ τοῦτο ὑπ᾽ ἄλλων δίκην ἐπιτιθέντων ἀποθνῄσκουσιν οἱ ἄδικοι.
Μὰ Δί᾽, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἄρα πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, εἰ θανάσιμον ἔσται τῷ λαμβάνοντι —ἀπαλλαγὴ γὰρ ἂν εἴη κακῶν— ἀλλὰ μᾶλλον οἶμαι αὐτὴν φανήσεσθαι πᾶν τοὐναντίον [610e] τοὺς ἄλλους ἀποκτεινῦσαν, εἴπερ οἷόν τε, τὸν δ᾽ ἔχοντα καὶ μάλα ζωτικὸν παρέχουσαν, καὶ πρός γ᾽ ἔτι τῷ ζωτικῷ ἄγρυπνον· οὕτω πόρρω που, ὡς ἔοικεν, ἐσκήνηται τοῦ θανάσιμος εἶναι.
Καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις. ὁπότε γὰρ δὴ μὴ ἱκανὴ ἥ γε οἰκεία πονηρία καὶ τὸ οἰκεῖον κακὸν ἀποκτεῖναι καὶ ἀπολέσαι ψυχήν, σχολῇ τό γε ἐπ᾽ ἄλλου ὀλέθρῳ τεταγμένον κακὸν ψυχὴν ἤ τι ἄλλο ἀπολεῖ, πλὴν ἐφ᾽ ᾧ τέτακται.
Σχολῇ γ᾽, ἔφη, ὥς γε τὸ εἰκός.
Οὐκοῦν ὁπότε μηδ᾽ ὑφ᾽ ἑνὸς ἀπόλλυται κακοῦ, μήτε [611a] οἰκείου μήτε ἀλλοτρίου, δῆλον ὅτι ἀνάγκη αὐτὸ ἀεὶ ὂν εἶναι· εἰ δ᾽ ἀεὶ ὄν, ἀθάνατον.
Ἀνάγκη, ἔφη.
Τοῦτο μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὕτως ἐχέτω· εἰ δ᾽ ἔχει, ἐννοεῖς ὅτι ἀεὶ ἂν εἶεν αἱ αὐταί. οὔτε γὰρ ἄν που ἐλάττους γένοιντο μηδεμιᾶς ἀπολλυμένης, οὔτε αὖ πλείους· εἰ γὰρ ὁτιοῦν τῶν ἀθανάτων πλέον γίγνοιτο, οἶσθ᾽ ὅτι ἐκ τοῦ θνητοῦ ἂν γίγνοιτο καὶ πάντα ἂν εἴη τελευτῶντα ἀθάνατα.
Ἀληθῆ λέγεις.
Ἀλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, μήτε τοῦτο οἰώμεθα —ὁ γὰρ λόγος οὐκ [611b] ἐάσει— μήτε γε αὖ τῇ ἀληθεστάτῃ φύσει τοιοῦτον εἶναι ψυχήν, ὥστε πολλῆς ποικιλίας καὶ ἀνομοιότητός τε καὶ διαφορᾶς γέμειν αὐτὸ πρὸς αὑτό.
Πῶς λέγεις; ἔφη.
Οὐ ῥᾴδιον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀίδιον εἶναι σύνθετόν τε ἐκ πολλῶν καὶ μὴ τῇ καλλίστῃ κεχρημένον συνθέσει, ὡς νῦν ἡμῖν ἐφάνη ἡ ψυχή.
Οὔκουν εἰκός γε.
Ὅτι μὲν τοίνυν ἀθάνατον ψυχή, καὶ ὁ ἄρτι λόγος καὶ οἱ ἄλλοι ἀναγκάσειαν ἄν· οἷον δ᾽ ἐστὶν τῇ ἀληθείᾳ, οὐ λελωβημένον [611c] δεῖ αὐτὸ θεάσασθαι ὑπό τε τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας καὶ ἄλλων κακῶν, ὥσπερ νῦν ἡμεῖς θεώμεθα, ἀλλ᾽ οἷόν ἐστιν καθαρὸν γιγνόμενον, τοιοῦτον ἱκανῶς λογισμῷ διαθεατέον, καὶ πολύ γε κάλλιον αὐτὸ εὑρήσει καὶ ἐναργέστερον δικαιοσύνας τε καὶ ἀδικίας διόψεται καὶ πάντα ἃ νῦν διήλθομεν. νῦν δὲ εἴπομεν μὲν ἀληθῆ περὶ αὐτοῦ, οἷον ἐν τῷ παρόντι φαίνεται· τεθεάμεθα μέντοι διακείμενον αὐτό, ὥσπερ οἱ τὸν [611d] θαλάττιον Γλαῦκον ὁρῶντες οὐκ ἂν ἔτι ῥᾳδίως αὐτοῦ ἴδοιεν τὴν ἀρχαίαν φύσιν, ὑπὸ τοῦ τά τε παλαιὰ τοῦ σώματος μέρη τὰ μὲν ἐκκεκλάσθαι, τὰ δὲ συντετρῖφθαι καὶ πάντως λελωβῆσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἄλλα δὲ προσπεφυκέναι, ὄστρεά τε καὶ φυκία καὶ πέτρας, ὥστε παντὶ μᾶλλον θηρίῳ ἐοικέναι ἢ οἷος ἦν φύσει, οὕτω καὶ τὴν ψυχὴν ἡμεῖς θεώμεθα διακειμένην ὑπὸ μυρίων κακῶν. ἀλλὰ δεῖ, ὦ Γλαύκων, ἐκεῖσε βλέπειν.
Ποῖ; ἦ δ᾽ ὅς.

[609e] Πραγματικά συλλογίσου, αγαπητέ μου Γλαύκων, ότι και για το σώμα δεν παραδεχόμαστε ότι η καταστροφή του είναι το άμεσο αποτέλεσμα της κακής ποιότητας των τροφών, που οφείλεται είτε στην πολυκαιρία, είτε στην αποσύνθεση, είτε σε οποιαδήποτε άλλη αιτία· αλλ᾽ εάν η κακή ποιότητα των τροφών γεννήσει στο σώμα την αρρώστια που του προσιδιάζει, θα ειπούμε ότι εξαιτίας εκείνων το σώμα καταστράφηκε από το δικό του κακό, την αρρώστια· [610a] και ποτέ δεν θα ισχυριστούμε ότι οι τροφές, που είναι κάτι διαφορετικό από το σώμα, μπορούν με την κακή τους ποιότητα να φέρουν την καταστροφή του, εκτός αν τούτο το ξένο κακό γεννήσει το σύμφυτο του σώματος κακό.
Πάρα πολύ σωστά τα λες.
Κατά τον ίδιο λοιπόν λόγο, εάν η αρρώστια του σώματος δεν γεννήσει την αρρώστια της ψυχής, ας μην ισχυριστούμε ποτέ ότι αυτή είναι δυνατόν να καταστραφεί από ξένο κακό, χωρίς να μεσολαβήσει το δικό της το νόσημα.
Το πράγμα είναι λογικό.
Ή λοιπόν πρέπει με τον έλεγχο να αποδείξομε αυτά μας τα επιχειρήματα μη λογικά, ή, [610b] ενόσω μένουν ανεξέλεγκτα, ας μη τολμήσομε να ειπούμε ότι είτε από τον πυρετό, είτε απ᾽ οποιαδήποτε άλλη αρρώστια, είτε από τη σφαγή, ακόμη κι όταν κατακόψει κανείς το σώμα σε μικρότατα κομμάτια, είναι ποτέ δυνατόν απ᾽ αυτές τις αιτίες να καταστραφεί η ψυχή· εκτός αν κανείς μάς αποδείξει ότι απ᾽ αυτά τα παθήματα του σώματος γίνεται και αυτή η ίδια η ψυχή αδικότερη και ανοσιότερη· και ας μην επιτρέψομε να μας ειπούν ότι [610c] είτε η ψυχή είτε οποιοδήποτε άλλο πράγμα αφανίζεται από ξένο κακό, χωρίς να επισυμβεί το κακό που του προσιδιάζει.
Αυτό όμως βέβαια κανείς δεν θα μπορέσει να το αποδείξει, ότι οι ψυχές των ανθρώπων που πεθαίνουν γίνονται αδικότερες εξαιτίας του θανάτου.
Εάν μολαταύτα κανείς έχει την τόλμη να προσβάλει αυτήν την αλήθεια και να ισχυριστεί ότι ο θάνατος κάνει τον άνθρωπο χειρότερο και αδικότερο, για να μην αναγκαστεί να ομολογήσει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, θα τον υποχρεώσομε να παραδεχτεί ότι, εάν είναι αληθινά αυτά που λέγει, η αδικία οδηγεί στον θάνατο όπως η αρρώστια, και [610d] ότι αυτή θανατώνει, με τη δύναμη που έχει από τη φύση της, όσους τη δέχονται, άλλους γρηγορότερα και άλλους αργότερα, ανάλογα με τον βαθμό της αδικίας, και όχι, όπως συμβαίνει τώρα, ότι αιτία του θανάτου των αδίκων είναι η τιμωρία που τους επιβάλλουν άλλοι.
Μά την αλήθεια, αν η αδικία θανατώνει εκείνους που τη δέχονται, δεν θα έδινε την εντύπωση τόσο πολύ φοβερού πράγματος — γιατί τότε θα μας γλίτωνε από τους κακούς· απεναντίας νομίζω ότι μάλλον [610e] τους άλλους πάει να σκοτώσει, εάν μπορεί, εκείνον δε που την έχει τον κάνει πάρα πολύ ζωτικό και άγρυπνο· τόσο πολύ, φαίνεται, βρίσκεται μακριά από το να επιφέρει τον θάνατο.
Πολύ σωστά τα λες. Γιατί, αν της ψυχής η δική της αρρώστια και το δικό της κακό δεν μπορεί να τη θανατώσει και να την καταστρέψει, δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να φέρει αυτό το αποτέλεσμα απάνω στην ψυχή ή απάνω σε οποιοδήποτε άλλο πράγμα όχι το δικό τους κακό αλλά εκείνο που είναι καμωμένο για να προξενεί την καταστροφή ενός άλλου.
Αδύνατο βέβαια· το λέγει η λογική.
Επομένως, αφού ένα πράγμα δεν καταστρέφεται από κανένα κακό, ούτε [611a] δικό του ούτε ξένο, είναι φανερό ότι κατ᾽ ανάγκη θα υπάρχει πάντοτε και, αφού θα υπάρχει πάντοτε, είναι αθάνατο.
Κατ᾽ ανάγκη.
Ας δεχτούμε λοιπόν ότι αυτό είναι έτσι· αν όμως έτσι έχει το πράγμα, καταλαβαίνεις βέβαια ότι οι ψυχές θα είναι πάντοτε αριθμητικώς οι ίδιες· γιατί, αφού καμιά δεν χάνεται, δεν μπορούν ούτε λιγότερες να γίνουν ούτε περισσότερες· και πραγματικά, αν μεγάλωνε ο αριθμός των αθάνατων πραγμάτων, αυτά τα νέα όντα θα γίνονταν από κάτι θνητό κι έτσι στο τέλος όλα θα γίνονταν αθάνατα.
Έχεις δίκιο.
Αλλ᾽ ούτε τούτο θα μας επιτρέψει ο ορθός λόγος να πιστέψομε [611b] ούτε ακόμη να παραδεχτούμε ότι η ψυχή, θεωρούμενη κατά την αληθέστατη φύση της, είναι κάτι ποικιλόμορφο και γεμάτο από ανομοιότητα και διαφορά, αυτό απέναντι στον εαυτό του.
Πώς λες;
Δεν είναι εύκολο κάτι που αποτελείται από τη σύνθεση πολλών μερών, εκτός αν η σύνθεση είναι τόσο τέλεια, να είναι συνάμα αιώνιο, όπως δείξαμε ότι είναι η ψυχή.
Φυσικά όχι.
Το επιχείρημα λοιπόν που αναφέραμε πριν και άλλα μάς αναγκάζουν να παραδεχτούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη· αλλά για να γνωρίσομε την αληθινή φύση της, [611c] δεν πρέπει να την ιδούμε όπως τη βλέπομε σήμερα, στην κατάσταση της διαφθοράς από την ένωσή της με το σώμα και από τα άλλα κακά, αλλά πρέπει να τη μελετήσομε προσεκτικά με τον λογισμό, ποιά είναι καθεαυτήν και καθαρή από κάθε ξένο στοιχείο, και τότε θα εννοήσομε πόσο πολύ ωραιότερη είναι, και τότε ακόμη θα γνωρίσομε ακριβέστερα τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας και όλων των άλλων, για όσα μιλήσαμε ήδη. Αυτά που είπαμε για κείνην είναι βέβαια αληθινά αλλά σχετικά με την τωρινή της κατάσταση· την είδαμε καθώς εκείνοι [611d] που βλέπουν τον θαλάσσιο Γλαύκο και δεν μπορούν ν᾽ αναγνωρίσουν εύκολα την πρώτη του μορφή, επειδή τα παλαιά μέρη του σώματός του είναι άλλα σπασμένα, άλλα πάλι φαγωμένα και εντελώς παραμορφωμένα από τα κύματα, κι απάνω του έχουν άλλα προσκολληθεί, κοχύλια και φύκια και πέτρες, ώστε με κάθε άλλο θηρίο να μοιάζει μάλλον παρά όπως ήταν η αρχική του φύση· έτσι παρουσιάζεται και σε μας η ψυχή, παραμορφωμένη από μύρια κακά. Αλλά πρέπει, Γλαύκων, εκεί ν᾽ αποβλέπομε.
Πού;