Πήρε ξανά τον λόγο ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη κι αποκρίθηκε:
«Σκάσε και τρώγε, ξένε, στη γωνιά σου· ή τράβα αλλού.
Αλλιώς οι νέοι εδώ μπορεί και να σε σύρουν χειροπόδαρα
στο πάτωμα, και τότε ολόκληρος γδαρμένος έξω θα βγεις,
480μ᾽ αυτά που αγορεύει η γλώσσα σου.»
Οι άλλοι, όλοι, με τα λόγια του βαριά αγανάχτησαν,
και κάποιος νιούτσικος, ανάμεσα στους φαντασμένους, είπε:
«Αντίνοε, καλά δεν έκανες που βάρεσες έναν ταλαίπωρο ζητιάνο·
μπορεί, κακόψυχε, να ᾽ναι επουράνιος θεός.
Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας ολότελα,
μοιάζοντας με θνητούς αλλόξενους, γυρνούν αγνώριστοι από τη μια
στην άλλη πόλη, αναγνωρίζοντας όσους το δίκιο αλαζονικά πατούν
κι εκείνους που το σέβονται.»
Έτσι του μίλησαν οι υπόλοιποι μνηστήρες, εκείνος όμως
δεν ψήφησε τα λόγια τους. Όσο για τον Τηλέμαχο, ένιωσε μέσα του
490την πίκρα να φουσκώνει, αλλά δεν άφησε από τα βλέφαρά του να κυλήσει
δάκρυ· κουνώντας μόνο το κεφάλι, βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
Κι η Πηνελόπη, γνωστική και φρόνιμη, ακούγοντας
πως χτύπησαν στο σπίτι της τον ξένο, γύρισε κι είπε στις θεραπαινίδες της:
«Άμποτε ο Απόλλων, ένδοξος τοξότης, έτσι να ρίξει και σ᾽ αυτόν το βέλος του.»
Στη μέση μπήκε η οικονόμος Ευρυνόμη, λέγοντας:
«Αν πιάσουν οι κατάρες μας και βρουν το τέλος τους,
κανένας απ᾽ αυτούς δεν θα ξημερωθεί, να δει μιαν άλλη Αυγή καλλίθρονη.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη και πρόσθεσε συλλογισμένη:
«Μανούλα μου, όλοι τους μου είναι μισητοί, που μηχανεύονται
500μονάχα το κακό· ο Αντίνοος όμως περισσότερο, μου μοιάζει σαν τον μαύρο χάρο.
Μέσα στο σπίτι κάποιος ξένος τριγυρίζει δύσμοιρος
ψωμοζητώντας — η φτώχεια τον στριμώχνει· κι ενώ οι άλλοι, όλοι,
τον γέμισαν δοσίματα, αυτός του ρίχνει ένα σκαμνί στον ώμο τον δεξή,
ψηλά στην πλάτη.»
Όσο μιλούσε εκείνη με τις παρακόρες της, στην κάμαρή της
καθισμένη, ο θείος Οδυσσέας έτρωγε.
Τότε κοντά της φώναξε τον θεϊκό χοιροβοσκό για να του πει:
«Πήγαινε, τίμιε Εύμαιε, και κάλεσε τον ξένο να ᾽ρθει·
να τον καλωσορίσω πρώτα και μετά να τον ρωτήσω
510ανίσως κάτι κι άκουσε για τον καρτερικό Οδυσσέα,
μήπως τον είδε με τα μάτια του — φαίνεται
να ᾽ναι κοσμογυρισμένος.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ας ήτανε, βασίλισσά μου, να ᾽μεναν λίγο σιωπηλοί
οι Αχαιοί· με όσα ιστορεί εκείνος, σίγουρα θα γοήτευε
και τη δική σου την ψυχή.
Εγώ τον κράτησα τρεις νύχτες στο καλύβι μου, τον φύλαξα
τρεις μέρες· γιατί σ᾽ εμένα πρώτα κούρνιασε, ξεφεύγοντας
απ᾽ το καράβι. Κι όμως δεν πρόλαβε διηγώντας
ν᾽ αποτελειώσει τη βασανισμένη μοίρα του.
Πώς κάποιος προσηλώνεται σ᾽ έναν αοιδό, που από θεού γνωρίζει
να τραγουδά για τους ανθρώπους συναρπαστικά τραγούδια,
520και λαχταρούν ακούγοντας οι άλλοι ποτέ να μην τελειώσει
το τραγούδι που άρχισε· έτσι κι αυτός εμένα, καθισμένος
στο μαντρί, με μάγεψε.
Είπε πως είναι του Οδυσσέα φίλος γονικός,
πως κατοικεί στην Κρήτη (όπου οι βλαστοί του Μίνωα),
πως από κει παραδαρμένος έφτασε εδώ βασανισμένος·
και επιμένει, τ᾽ άκουσε, λέει, με τ᾽ αφτιά του, πως είναι ο Οδυσσέας
κοντά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα· πως ζει
και φέρνει πίσω στο παλάτι δώρα πολύτιμα κι αμέτρητα.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη, με φρόνηση και γνώση:
«Πήγαινε, τώρα, φώναξε τον ξένο, αντικριστά να μου μιλήσει.
530Όσο γι᾽ αυτούς, ας ξεφαντώνουν στις αυλόθυρες ή καθισμένοι εδώ
στην αίθουσα, αφού τους κάνει κέφι.
Έτσι κι αλλιώς απείραχτα στο σπιτικό τους μένουν τα δικά τους,
το στάρι τους και το γλυκό πιοτό τους τα γεύονται οι σύνοικοι.
Κι αυτοί στο σπίτι το δικό μου μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα,
σφάζοντας βόδια, πρόβατα, θρεμμένες γίδες,
αμέριμνοι γλεντοκοπώντας με το κρασί μας που σπιθίζει —
η ασωτεία τους δεν έχει τελειωμό.
Γιατί μας λείπει ο άντρας, ωσάν τον Οδυσσέα, που θα μπορούσε
την κατάρα αυτή να διώξει από το σπίτι.
Αν όμως έφτανε μια μέρα εκείνος, αν το χώμα της πατρίδας του πατούσε,
γρήγορα τότε, με τον γιο του παραστάτη, θα πάρει εκδίκηση
540για την παράνομή τους βία.»
|