Μιλώντας, έπιασε κι έδειξε με το μάτι του κάτω από το τραπέζι
410το σκαμνί όπου γλεντοκοπώντας άπλωνε τα κάτασπρά του πόδια.
Οι άλλοι όμως, όλοι, όλο και κάτι πρόσφεραν, γέμισε το δισάκι
κρέατα και ψωμί.
Έτοιμος πια, γυρίζοντας και πάλι στο κατώφλι,
τη δωρεά τους να γευτεί, ο Οδυσσέας σταμάτησε
και στον Αντίνοο μπροστά, κι έτσι του μίλησε:
«Φίλε, δώσε κάτι κι εσύ. Δεν φαίνεσαι ο χειρότερος μέσα στους Αχαιούς,
θα ᾽λεγα ο καλύτερος, αν κρίνω απ᾽ τη βασιλική θωριά σου.
Πρέπει λοιπόν να δώσεις, δόσιμο μάλιστα ακριβότερο
από των άλλων το ψωμί — τότε κι εγώ στης γης τα πέρατα
τη δόξα σου θα ομολογήσω.
Εγώ, που κάποτε, σε σπίτι ανθρώπινο, άνετος κατοικούσα
420και με πλούτη, κι έδινα σε κάθε πλάνητα ζητιάνο, χωρίς φειδώ,
ό,τι είχε ανάγκη, όποιος κι αν ήταν ο φτωχός
την πόρτα μου χτυπώντας.
Είχα, στ᾽ αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά,
όσα οι καλοζωισμένοι έχουν — οι πλούσιοι, που λένε.
Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
που μ᾽ έσπρωξε με πειρατές πολυταξιδεμένους να πάω
στην Αίγυπτο (δρόμος μακρύς) για να χαθώ.
Έστησα εκεί στον Νείλο ποταμό τα αμφίκυρτα καράβια,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
εκεί να μείνουν στα πλεούμενα κοντά, να ᾽χουν τον νου τους στ᾽ άρμενα —
430έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε.
Εκείνοι όμως το πήρανε ψηλά, ενέδωσαν στο θράσος τους,
κι αμέσως καταπάτησαν των Αιγυπτίων τα πανέμορφα χωράφια,
άρπαξαν τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά, κι έσφαξαν τους άντρες.
Γρήγορα ωστόσο ανέβηκε το βουητό στην πόλη, κι αυτοί ακούγοντας
φωνές που τους καλούσαν, μόλις ξημέρωσε, κατέφθασαν.
Όλος ο κάμπος γέμισε πεζούς και καβαλάρηδες,
άστραψαν όπλα χάλκινα. Τότε κι ο Δίας κεραυνοβόλος
φύτεψε στους συντρόφους μου τον άγριο πανικό, και πια κανείς
δεν βρήκε δύναμη ν᾽ αντισταθεί — ο χαλασμός από παντού τους κύκλωσε.
440Εκεί πολλούς δικούς μας τους θανάτωσε ο ανελέητος χαλκός,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς, να τους δουλεύουνε σαν σκλάβοι.
Μόνο εμένα με παρέδωσαν σ᾽ ένα φιλόξενο (βρέθηκε κατά τύχη εκεί),
για να με πάει στην Κύπρο, στον Ιασίδη Δμήτορα,
που αφέντευε στην Κύπρο.
Από όπου κι έφτασα τώρα στα μέρη σας, στα πάθη μου πνιγμένος.»
Απάντησε ο Αντίνοος με φωνή υψωμένη:
«Ποιος δαίμονας μας έφερε ετούτο το συφοριασμένο πράμα,
την αηδία αυτή, για να χαλάσει το φαΐ μας;
Στη μέση παραμέρισε, μακριά από το τραπέζι μου.
Μήπως και βρεις μιαν άλλη Αίγυπτο και Κύπρο πιο πικρή,
που ζήτουλας θρασύς μας βγήκες κι αναιδής.
450Τους πήρες όλους στη σειρά, κι αυτοί αψήφιστα σου δίνουν·
τίποτε δεν τους σταματά, αλύπητα χαρίζοντας
ξένα αγαθά — έχει ο καθένας τους πολλά μπροστά του.»
Υποχωρώντας του αντιμίλησε πολύστροφος ο Οδυσσέας:
«Ουαί κι αλίμονο, δεν φαίνεται στα κάλλη σου να ταίριαξε
και το μυαλό σου. Απ᾽ τα δικά σου εσύ δεν θα ᾽δινες σε κάποιον άλλο
μήτε σπυρί αλάτι· που τώρα καθισμένος
σε τραπέζι ξενικό, δεν δέχτηκες να μου προσφέρεις καν
λίγο ψωμί, κι ας έχεις τόσα φαγητά μπροστά σου.»
Είπε, και φρένιασε ακόμα πιο πολύ ο Αντίνοος,
τον λοξοκοίταξε άγρια, προφέροντας τα λόγια του,
που σαν πουλιά πετούσαν:
460«Ε, τώρα πια δεν το νομίζω σώος ν᾽ αφήσεις τούτο το παλάτι,
που τόλμησες να ξεστομίσεις και βρισιές.»
Μιλώντας, πιάνει το σκαμνί και ρίχνοντας τον βρήκε
στον ώμο τον δεξή, ψηλά στην πλάτη. Έμεινε εκείνος
ασάλευτος σαν βράχος, κι ενώ τον πέτυχε του Αντινόου
η βολή, μιλιά δεν έβγαλε, μόνο κουνώντας το κεφάλι
βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
Γύρισε πίσω στο κατώφλι, κάθησε κάτω, κι ακουμπώντας
το σακούλι του γιομάτο, μίλησε κι είπε στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας,
τι μέσα μου η ψυχή με σπρώχνει να σας πω:
470βάρος δεν νιώθει στην καρδιά μήτε κι ασήκωτο καημό
όποιος χτυπήθηκε την ώρα που διαφέντευε το βιος του —
τα βόδια του, τ᾽ άσπρα του πρόβατα.
Εμένα όμως ο Αντίνοος μου ρίχτηκε για την κοιλιά,
αναθεματισμένη κι έρμη, που τόσες συμφορές φέρνει στον άνθρωπο.
Αν όμως κάπου υπάρχουν και για τους φτωχούς θεοί και ερινύες,
να τον πετύχει τον Αντίνοο, πριν απ᾽ τον γάμο του,
το τέλος του θανάτου.»
|