Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (606d-608b)

[606d] Καὶ περὶ ἀφροδισίων δὴ καὶ θυμοῦ καὶ περὶ πάντων τῶν ἐπιθυμητικῶν τε καὶ λυπηρῶν καὶ ἡδέων ἐν τῇ ψυχῇ, ἃ δή φαμεν πάσῃ πράξει ἡμῖν ἕπεσθαι, ὅτι τοιαῦτα ἡμᾶς ἡ ποιητικὴ μίμησις ἐργάζεται· τρέφει γὰρ ταῦτα ἄρδουσα, δέον αὐχμεῖν, καὶ ἄρχοντα ἡμῖν καθίστησιν, δέον ἄρχεσθαι αὐτὰ ἵνα βελτίους τε καὶ εὐδαιμονέστεροι ἀντὶ χειρόνων καὶ ἀθλιωτέρων γιγνώμεθα.
Οὐκ ἔχω ἄλλως φάναι, ἦ δ᾽ ὅς.
[606e] Οὐκοῦν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅταν Ὁμήρου ἐπαινέταις ἐντύχῃς λέγουσιν ὡς τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητὴς καὶ πρὸς διοίκησίν τε καὶ παιδείαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἄξιος ἀναλαβόντι μανθάνειν τε καὶ κατὰ τοῦτον τὸν ποιητὴν πάντα τὸν αὑτοῦ βίον κατασκευασάμενον ζῆν, [607a] φιλεῖν μὲν χρὴ καὶ ἀσπάζεσθαι ὡς ὄντας βελτίστους εἰς ὅσον δύνανται, καὶ συγχωρεῖν Ὅμηρον ποιητικώτατον εἶναι καὶ πρῶτον τῶν τραγῳδοποιῶν, εἰδέναι δὲ ὅτι ὅσον μόνον ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς ποιήσεως παραδεκτέον εἰς πόλιν· εἰ δὲ τὴν ἡδυσμένην Μοῦσαν παραδέξῃ ἐν μέλεσιν ἢ ἔπεσιν, ἡδονή σοι καὶ λύπη ἐν τῇ πόλει βασιλεύσετον ἀντὶ νόμου τε καὶ τοῦ κοινῇ ἀεὶ δόξαντος εἶναι βελτίστου λόγου.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
[607b] Ταῦτα δή, ἔφην, ἀπολελογήσθω ἡμῖν ἀναμνησθεῖσιν περὶ ποιήσεως, ὅτι εἰκότως ἄρα τότε αὐτὴν ἐκ τῆς πόλεως ἀπεστέλλομεν τοιαύτην οὖσαν· ὁ γὰρ λόγος ἡμᾶς ᾕρει. προσείπωμεν δὲ αὐτῇ, μὴ καί τινα σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν καταγνῷ, ὅτι παλαιὰ μέν τις διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιητικῇ· καὶ γὰρ ἡ «λακέρυζα πρὸς δεσπόταν κύων» ἐκείνη «κραυγάζουσα» καὶ «μέγας ἐν ἀφρόνων κενεαγορίαισι» [607c] καὶ ὁ «τῶν διασόφων ὄχλος κρατῶν» καὶ οἱ «λεπτῶς μεριμνῶντες,» ὅτι ἄρα «πένονται,» καὶ ἄλλα μυρία σημεῖα παλαιᾶς ἐναντιώσεως τούτων. ὅμως δὲ εἰρήσθω ὅτι ἡμεῖς γε, εἴ τινα ἔχοι λόγον εἰπεῖν ἡ πρὸς ἡδονὴν ποιητικὴ καὶ ἡ μίμησις, ὡς χρὴ αὐτὴν εἶναι ἐν πόλει εὐνομουμένῃ, ἅσμενοι ἂν καταδεχοίμεθα, ὡς σύνισμέν γε ἡμῖν αὐτοῖς κηλουμένοις ὑπ᾽ αὐτῆς· ἀλλὰ γὰρ τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι. ἦ γάρ, ὦ φίλε, οὐ κηλῇ ὑπ᾽ αὐτῆς [607d] καὶ σύ, καὶ μάλιστα ὅταν δι᾽ Ὁμήρου θεωρῇς αὐτήν;
Πολύ γε.
Οὐκοῦν δικαία ἐστὶν οὕτω κατιέναι, ἀπολογησαμένη ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ;
Πάνυ μὲν οὖν.
Δοῖμεν δέ γέ που ἂν καὶ τοῖς προστάταις αὐτῆς, ὅσοι μὴ ποιητικοί, φιλοποιηταὶ δέ, ἄνευ μέτρου λόγον ὑπὲρ αὐτῆς εἰπεῖν, ὡς οὐ μόνον ἡδεῖα ἀλλὰ καὶ ὠφελίμη πρὸς τὰς πολιτείας καὶ τὸν βίον τὸν ἀνθρώπινόν ἐστιν· καὶ εὐμενῶς ἀκουσόμεθα. [607e] κερδανοῦμεν γάρ που ἐὰν μὴ μόνον ἡδεῖα φανῇ ἀλλὰ καὶ ὠφελίμη.
Πῶς δ᾽ οὐ μέλλομεν, ἔφη, κερδαίνειν;
Εἰ δέ γε μή, ὦ φίλε ἑταῖρε, ὥσπερ οἱ ποτέ του ἐρασθέντες, ἐὰν ἡγήσωνται μὴ ὠφέλιμον εἶναι τὸν ἔρωτα, βίᾳ μέν, ὅμως δὲ ἀπέχονται, καὶ ἡμεῖς οὕτως, διὰ τὸν ἐγγεγονότα μὲν ἔρωτα τῆς τοιαύτης ποιήσεως ὑπὸ τῆς τῶν καλῶν [608a] πολιτειῶν τροφῆς, εὖνοι μὲν ἐσόμεθα φανῆναι αὐτὴν ὡς βελτίστην καὶ ἀληθεστάτην, ἕως δ᾽ ἂν μὴ οἵα τ᾽ ᾖ ἀπολογήσασθαι, ἀκροσαόμεθ᾽ αὐτῆς ἐπᾴδοντες ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον, ὃν λέγομεν, καὶ ταύτην τὴν ἐπῳδήν, εὐλαβούμενοι πάλιν ἐμπεσεῖν εἰς τὸν παιδικόν τε καὶ τὸν τῶν πολλῶν ἔρωτα. ᾀσόμεθα δ᾽ οὖν ὡς οὐ σπουδαστέον ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ ποιήσει ὡς ἀληθείας τε ἁπτομένῃ καὶ σπουδαίᾳ, ἀλλ᾽ εὐλαβητέον [608b] αὐτὴν ὂν τῷ ἀκροωμένῳ, περὶ τῆς ἐν αὑτῷ πολιτείας δεδιότι, καὶ νομιστέα ἅπερ εἰρήκαμεν περὶ ποιήσεως.
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς, σύμφημι.
Μέγας γάρ, ἔφην, ὁ ἀγών, ὦ φίλε Γλαύκων, μέγας, οὐχ ὅσος δοκεῖ, τὸ χρηστὸν ἢ κακὸν γενέσθαι, ὥστε οὔτε τιμῇ ἐπαρθέντα οὔτε χρήμασιν οὔτε ἀρχῇ οὐδεμιᾷ οὐδέ γε ποιητικῇ ἄξιον ἀμελῆσαι δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς.
Σύμφημί σοι, ἔφη, ἐξ ὧν διεληλύθαμεν· οἶμαι δὲ καὶ ἄλλον ὁντινοῦν.

[606d] Το ίδιο αποτέλεσμα γεννά μέσα στην ψυχή μας η μιμητική ποίηση και ως προς τον έρωτα και τον θυμό και όλες τις επιθυμίες και ως προς τα λυπηρά ή ηδονικά συναισθήματα που λέμε ότι μας παρακολουθούν σε κάθε μας πράξη, γιατί αυτά τα ποτίζει και τα αναπτύσσει, αντί να τ᾽ αφήνει να ξεραθούν, και τους παραδίνει κάθε εξουσία απάνω μας, ενώ το ορθό είναι εμείς να τα εξουσιάζομε, για να γινόμαστε καλύτεροι κι ευτυχέστεροι από χειρότεροι και αθλιότεροι.
Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω εντελώς μαζί σου.
[606e] Λοιπόν, φίλε μου Γλαύκων, όταν τύχει ν᾽ ακούσεις τους θαυμαστές του Ομήρου να λένε ότι ο ποιητής αυτός έχει εκπαιδεύσει την Ελλάδα και ότι αξίζει να τον πάρεις για να σου μάθει πώς να κυβερνάς και να εξευγενίζεις ανθρώπινα πράγματα, και να συμμορφώσεις όλο σου τον βίο κατά τα υποδείγματα τούτου του ποιητή, [607a] πρέπει βέβαια να τους αγαπάς και να τους υπολήπτεσαι για τη μεγάλην αξία που μπορεί να έχουν, και να παραδέχεσαι μαζί τους ότι ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος των ποιητών και ο πρώτος των τραγικών, να ξέρεις όμως ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή στην πόλη μας καμιά άλλη ποίηση παρά ύμνοι για τους θεούς και εγκώμια για τους μεγάλους άντρες· αν πάλι παραδεχτείς και τη Μούσα που δίνει τέρψη, τη λυρική ή την επική, η ηδονή και η λύπη θα βασιλεύουν στην πόλη σου αντί για τον νόμο και τον ορθό λόγο που την υπεροχή του αναγνώρισαν πάντα όλοι οι άνθρωποι.
Αυτά είναι εντελώς αληθινά.
[607b] Αφού λοιπόν η περίσταση το έφερε να κάμομε πάλι λόγο για την ποίηση, αυτά είναι που είχαμε να ειπούμε απολογούμενοι γιατί την αποπέμψαμε τότε από την πόλη μας· τέτοια που είναι, ο ορθός λόγος μάς υποχρέωσε να το κάμομε. Μολαταύτα, για να μη μας κατηγορήσει ως σκληρούς και αγροίκους, ας της ειπούμε ότι από παλαιά χρόνια υπάρχει μια διένεξη ανάμεσα στην ποίηση και στη φιλοσοφία· γιατί και εκείνη «η αλύχτρα σκύλα που γαβγίζει το αφεντικό της» και «ο μεγάλος ανάμεσα στα κούφια λόγια των μωρών» [607c] και «ο όχλος των πάνσοφων κεφαλών» και «οι λεπτεπίλεπτοι στη σκέψη από φτώχεια» και μύρια άλλα τέτοια αποφθέγματα μαρτυρούν την παλαιά εκείνη αντίθεση. Όμως πάλι εμείς δηλώνουμε ότι, αν η για ευχαρίστηση καμωμένη ποίηση και μίμηση μπορεί να μας παρουσιάσει κάποιον επαρκή λόγο για ν᾽ αποδείξει πως έχει θέση μέσα σε μιαν ευνομούμενη πόλη, είμαστε πρόθυμοι να της επιτρέψομε να ξαναγυρίσει, επειδή ξέρουμε τη γοητεία που εξασκεί απάνω σ᾽ εμάς τους ίδιους· αλλά είναι ανόσιο να προδώσομε εκείνο που πιστεύομε ως αληθινό· πραγματικά και συ ο ίδιος, καλέ μου φίλε, δεν γοητεύεσαι απ᾽ αυτήν, [607d] και μάλιστα όταν σου την παρουσιάζει ο Όμηρος;
Και πολύ μάλιστα.
Είναι λοιπόν δίκαιο να την αφήσομε να επιστρέψει από την εξορία, αφού απολογηθεί με κανένα λυρικό ή με οποιοδήποτε άλλο ποίημα θέλει;
Βεβαιότατα.
Μπορούμε βέβαια να δώσομε την άδεια και στους συνηγόρους της, που δεν είναι οι ίδιοι ποιητές, αγαπούν όμως την ποίηση, ν᾽ αναλάβουν την υπεράσπισή της όχι έμμετρα αλλά με πεζό λόγο, για να μας αποδείξουν ότι όχι μόνο ευχάριστη είναι αλλά και ωφέλιμη στις πολιτείες και τον ανθρώπινο βίο· και θα τους ακούσομε με ευμένεια. [607e] Γιατί και μεις θα κερδίσομε, αν αποδειχτεί ότι είναι όχι μόνο τερπνή αλλά και ωφέλιμη.
Και βέβαια θα κερδίσομε και μεις.
Ειδεμή, αγαπητέ μου φίλε, θα κάμομε και μεις όπως οι εραστές, που με πολλή βέβαια δυσκολία, όμως επιτέλους κατορθώνουν να βγάλουν τον έρωτα από την καρδιά τους, εάν βεβαιωθούν ότι δεν τους είναι ωφέλιμος· έτσι και μεις προς χάρη του παλαιού μας έρωτα για την ποίηση, που τον χρωστούμε στην ανατροφή που πήραμε από τα λαμπρά μας [608a] πολιτεύματα, θα ευχόμαστε βέβαια ν᾽ αποδειχτεί άριστη και αληθέστατη, ενόσω όμως δεν κατορθώνει ν᾽ απολογηθεί όπως πρέπει, θα την ακούμε, ενώ μέσα μας θα λέμε σαν εξορκισμό στις μαγγανείες της τα επιχειρήματα που είπαμε, από φόβο μήπως πέσομε και πάλι στον έρωτα που ο όχλος έχει γι᾽ αυτήν και που ταιριάζει μόνο σε παιδιά. Θα λέμε λοιπόν ότι δεν πρέπει να παίρνομε στα σοβαρά μια τέτοια ποίηση, σα να ᾽χει τάχα σχέση με την αλήθεια και να ᾽ναι αξιόλογη, και ότι [608b] κάθε άνθρωπος που φοβάται για το μέσα στην ψυχή του πολίτευμα πρέπει να την ακούει παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις και να θεωρεί σωστά όσα είπαμε για την ποίηση.
Κι εγώ είμαι καθ᾽ ολοκληρίαν σύμφωνος.
Γιατί είναι μεγάλος ο αγώνας, φίλε μου Γλαύκων, πολύ περισσότερο μεγάλος απ᾽ ό,τι τον φαντάζονται, να γίνει κανείς καλός ή κακός· και ούτε δόξα, ούτε πλούτη, ούτε αξιώματα, ούτε αυτή η ποίηση αξίζουν για να μας κάμουν να παραμελήσομε τη δικαιοσύνη και την αρετή.
Συμφωνώ κι εγώ μαζί σου ύστερ᾽ απ᾽ όσα είπαμε· πιστεύω δε και οποιοσδήποτε άλλος θα κάνει το ίδιο.