[604e] Το αγανακτητικό λοιπόν ήθος παρέχει πολλές και ποικίλες αφορμές στη μίμηση, ενώ απεναντίας τον φρόνιμο και ήσυχο χαρακτήρα, που μένει πάντα όμοιος με τον εαυτό του, ούτε εύκολο είναι να τον μιμηθεί κανείς ούτε εύκολο είναι με τη μίμηση να τον καταλάβει, μάλιστα εκείνο το πολυποίκιλο πλήθος που μαζεύεται στα πανηγύρια και στα θέατρα· γιατί είναι ολωσδιόλου ξένη προς αυτούς η μίμηση μιας τέτοιας ψυχικής διάθεσης. [605a] Πραγματικά ολωσδιόλου. Φανερά άλλωστε ο μιμητικός ποιητής δεν είναι από τη φύση πλασμένος να παρασταίνει αυτό το μέρος της ψυχής και η σοφία του δεν είναι προορισμένη ν᾽ αρέσκεται σ᾽ αυτό, αν θέλει ν᾽ αποκτήσει φήμη στο πλήθος, αλλά ν᾽ απεικονίζει το αγανακτητικό και παρδαλό ήθος που εύκολα προσφέρεται στη μίμηση. Φανερό. Θα είχαμε λοιπόν δίκιο να τον καταδικάσομε κι αυτόν και να τον βάλομε σε ανάλογη θέση με τον ζωγράφο· γιατί έχει μαζί του κοινά γνωρίσματα το ότι συνθέτει πράγματα δίχως αξία ως προς την αλήθεια, και το ότι εργάζεται [605b] για ν᾽ αρέσει στο χειρότερο και όχι στο καλύτερο μέρος της ψυχής. Και έτσι θα έχομε εντελώς δίκιο να μην τον παραδεχτούμε μέσα σε μια πόλη που πρόκειται να ευνομείται, γιατί διεγείρει και τρέφει τούτο το κακό μέρος της ψυχής και δυναμώνοντάς το καταστρέφει το λογιστικόν· και όπως όταν σε μια πόλη κάνει κανείς τους κακούς δυνατότερους, παραδίνει σ᾽ αυτούς την κυβέρνηση και εξαφανίζει τους χρηστότερους, το ίδιο θα ειπούμε και για τον μιμητικό ποιητή, ότι ιδρύει μέσα στου καθενός την ψυχή μια κακή πολιτεία, γιατί χαρίζεται [605c] στο ανόητο μέρος της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τα μεγαλύτερα ούτε τα μικρότερα, αλλά τα ίδια πράγματα νομίζει άλλοτε μεγάλα άλλοτε μικρά και ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια. Αυτό είναι βέβαιο. Μολαταύτα ακόμη δεν είπαμε το μεγαλύτερο κακό που προξενεί η ποίηση. Γιατί είναι πραγματικά φοβερότατο το ότι είναι ικανή να διαφθείρει και τους χρηστούς ανθρώπους, εκτός από πάρα πολύ λίγες εξαιρέσεις. Πώς να μην είναι φοβερή, αφού πραγματικά κατορθώνει κι αυτό; Άκουσε και θα κρίνεις. Ξέρεις, υποθέτω, ότι και οι καλύτεροι ακόμη από μας, όταν ακούμε τον Όμηρο ή κανέναν άλλο τραγικό ποιητή ν᾽ απεικονίζει [605d] έναν ήρωα που βρίσκεται σε μεγάλη λύπη και μέσα στους οδυρμούς του απαγγέλλει μακρό λόγο, ή και ανθρώπους που μοιρολογούν και δέρνονται, αισθανόμαστε ευχαρίστηση που ασυναίσθητα την αφήνομε να μας κυριέψει, και, ενώ από το ένα μέρος συμπάσχομε με τον ήρωα, από το άλλο με όλη μας τη σοβαρότητα επαινούμε τον ποιητή που μας δίνει πλούσια αυτή τη συγκίνηση. Το ξέρω· πώς όχι; Και όμως, όταν συμβεί σε κανέν᾽ από μας καμιά συμφορά, ξέρεις επίσης ότι φιλοτιμούμαστε να φερνόμαστε με τρόπον αντίθετο, να δείχνομε δηλαδή ησυχία [605e] και υπομονή, αν μπορούμε, γιατί αυτή η διαγωγή αρμόζει σε άντρα, ενώ εκείνο που επαινούσαμε τότε ταιριάζει μόνο σε γυναίκα. Το ξέρω κι αυτό. Είναι λοιπόν ορθός αυτός ο έπαινος, να βλέπομε έναν τέτοιον άντρα, που κανείς δεν θα καταδεχότανε αλλά και θα ντρεπότανε να είναι στη θέση του, χωρίς να αισθανόμαστε αποτροπιασμό, αλλ᾽ απεναντίας να χαίρομε και να τον επαινούμε; Όχι, μά τον Δία, καθόλου δεν φαίνεται εύλογο το πράγμα. [606a] Χωρίς αμφιβολία, αν μάλιστα το θεωρήσεις απ᾽ αυτήν εδώ την άποψη. Ποιάν; Εάν σκεφθείς ότι το μέρος εκείνο της ψυχής μας που διά της βίας το συγκρατούμε στις συμφορές και που είναι πεινασμένο για δάκρυα και οδυρμούς και ποτέ δεν τα χορταίνει αρκετά, επειδή αυτή είναι η φύση του να τα επιθυμεί, αυτό, λέγω, το μέρος το γεμίζουν οι ποιηταί με ικανοποίηση και το ευχαριστούν· το άλλο που είναι από τη φύση το καλύτερο, επειδή δεν είναι αρκετά μορφωμένο από τον λόγο και τον εθισμό, αφήνει ελεύθερο τον χαλινό [606b] εκείνου του θρηνητικού, με τη δικαιολογία ότι είναι απλώς θεατής ξένων δυστυχιών και δεν είναι καθόλου ντροπή γι᾽ αυτό να επαινεί και να ελεεί έναν άλλο, που, μολονότι έχει να καυχιέται για την ανδρεία του και την υπεροχή του, παραδίνεται σε άκαιρους θρήνους· έτσι θεωρεί τουλάχιστον κέρδος την ευχαρίστηση που δοκιμάζει και δεν θα δεχότανε να τη στερηθεί καταδικάζοντας ολόκληρο το ποίημα. Γιατί πάρα πολύ λίγοι είναι σε θέση να σκεφθούν πόσο τα ξένα αισθήματα επιδρούν απάνω στα δικά μας, αφού, όταν δυναμώσει κανείς την ευαισθησία του με τη θέα των δυστυχιών του άλλου, είναι δύσκολο να τη συγκρατεί στις δικές του. [606c] Αυτό είναι πάρα πολύ αληθές. Δεν ταιριάζει τάχα ο ίδιος λόγος και στο γελοίο; Όσο κι αν ντρέπεσαι ο ίδιος να κάνεις τον γελωτοποιό, όταν βρίσκεις μεγάλη ευχαρίστηση στη μίμηση του γελοίου, είτε στο θέατρο είτε στις ιδιαίτερες συναναστροφές, και δεν το αποστρέφεσαι ως πρόστυχο πράγμα, θα σου συμβεί το ίδιο ό,τι και με τις τραγικές συγκινήσεις· την τάση δηλαδή που αισθανόσουν μέσα σου να κάνεις τον γελωτοποιό και που τη συγκρατούσες με τον ορθό λόγο, από φόβο μήπως χαρακτηρισθείς βωμολόχος, τότε πια την αφήνεις ελεύθερη και αφού τη θρέψεις αρκετά στα κωμικά θεάματα, χωρίς να το καταλαβαίνεις, παρασύρεσαι στις ιδιαίτερες συναναστροφές σου, ώστε να καταντήσεις σωστός γελωτοποιός. Και με το παραπάνω. |