Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (603a-604d)

[603a] Τὸ παρὰ τὰ μέτρα ἄρα δοξάζον τῆς ψυχῆς τῷ κατὰ τὰ μέτρα οὐκ ἂν εἴη ταὐτόν.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ἀλλὰ μὴν τὸ μέτρῳ γε καὶ λογισμῷ πιστεῦον βέλτιστον ἂν εἴη τῆς ψυχῆς.
Τί μήν;
Τὸ ἄρα τούτῳ ἐναντιούμενον τῶν φαύλων ἄν τι εἴη ἐν ἡμῖν.
Ἀνάγκη.
Τοῦτο τοίνυν διομολογήσασθαι βουλόμενος ἔλεγον ὅτι ἡ γραφικὴ καὶ ὅλως ἡ μιμητικὴ πόρρω μὲν τῆς ἀληθείας ὂν τὸ αὑτῆς ἔργον ἀπεργάζεται, πόρρω δ᾽ αὖ φρονήσεως ὄντι τῷ [603b] ἐν ἡμῖν προσομιλεῖ τε καὶ ἑταίρα καὶ φίλη ἐστὶν ἐπ᾽ οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ᾽ ἀληθεῖ.
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς.
Φαύλη ἄρα φαύλῳ συγγιγνομένη φαῦλα γεννᾷ ἡ μιμητική.
Ἔοικεν.
Πότερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ κατὰ τὴν ὄψιν μόνον, ἢ καὶ κατὰ τὴν ἀκοήν, ἣν δὴ ποίησιν ὀνομάζομεν;
Εἰκός γ᾽, ἔφη, καὶ ταύτην.
Μὴ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῷ εἰκότι μόνον πιστεύσωμεν ἐκ τῆς γραφικῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπ᾽ αὐτὸ αὖ ἔλθωμεν τῆς διανοίας [603c] τοῦτο ᾧ προσομιλεῖ ἡ τῆς ποιήσεως μιμητική, καὶ ἴδωμεν φαῦλον ἢ σπουδαῖόν ἐστιν.
Ἀλλὰ χρή.
Ὧδε δὴ προθώμεθα· πράττοντας, φαμέν, ἀνθρώπους μιμεῖται ἡ μιμητικὴ βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις, καὶ ἐκ τοῦ πράττειν ἢ εὖ οἰομένους ἢ κακῶς πεπραγέναι, καὶ ἐν τούτοις δὴ πᾶσιν ἢ λυπουμένους ἢ χαίροντας. μή τι ἄλλο ἦν παρὰ ταῦτα;
Οὐδέν.
Ἆρ᾽ οὖν ἐν ἅπασι τούτοις ὁμονοητικῶς ἄνθρωπος διάκειται; [603d] ἢ ὥσπερ κατὰ τὴν ὄψιν ἐστασίαζεν καὶ ἐναντίας εἶχεν ἐν ἑαυτῷ δόξας ἅμα περὶ τῶν αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν ταῖς πράξεσι στασιάζει τε καὶ μάχεται αὐτὸς αὑτῷ; ἀναμιμνῄσκομαι δὲ ὅτι τοῦτό γε νῦν οὐδὲν δεῖ ἡμᾶς διομολογεῖσθαι· ἐν γὰρ τοῖς ἄνω λόγοις ἱκανῶς πάντα ταῦτα διωμολογησάμεθα, ὅτι μυρίων τοιούτων ἐναντιωμάτων ἅμα γιγνομένων ἡ ψυχὴ γέμει ἡμῶν.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Ὀρθῶς γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὃ τότε ἀπελίπομεν, νῦν μοι [603e] δοκεῖ ἀναγκαῖον εἶναι διεξελθεῖν.
Τὸ ποῖον; ἔφη.
Ἀνήρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπιεικὴς τοιᾶσδε τύχης μετασχών, ὑὸν ἀπολέσας ἤ τι ἄλλο ὧν περὶ πλείστου ποιεῖται, ἐλέγομέν που καὶ τότε ὅτι ῥᾷστα οἴσει τῶν ἄλλων.
Πάνυ γε.
Νῦν δέ γε τόδ᾽ ἐπισκεψώμεθα, πότερον οὐδὲν ἀχθέσεται, ἢ τοῦτο μὲν ἀδύνατον, μετριάσει δέ πως πρὸς λύπην.
Οὕτω μᾶλλον, ἔφη, τό γε ἀληθές.
[604a] Τόδε νῦν μοι περὶ αὐτοῦ εἰπέ· πότερον μᾶλλον αὐτὸν οἴει τῇ λύπῃ μαχεῖσθαί τε καὶ ἀντιτείνειν, ὅταν ὁρᾶται ὑπὸ τῶν ὁμοίων, ἢ ὅταν ἐν ἐρημίᾳ μόνος αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν γίγνηται;
Πολύ που, ἔφη, διοίσει, ὅταν ὁρᾶται.
Μονωθεὶς δέ γε οἶμαι πολλὰ μὲν τολμήσει φθέγξασθαι, ἃ εἴ τις αὐτοῦ ἀκούοι αἰσχύνοιτ᾽ ἄν, πολλὰ δὲ ποιήσει, ἃ οὐκ ἂν δέξαιτό τινα ἰδεῖν δρῶντα.
Οὕτως ἔχει, ἔφη.
Οὐκοῦν τὸ μὲν ἀντιτείνειν διακελευόμενον λόγος καὶ νόμος [604b] ἐστίν, τὸ δὲ ἕλκον ἐπὶ τὰς λύπας αὐτὸ τὸ πάθος;
Ἀληθῆ.
Ἐναντίας δὲ ἀγωγῆς γιγνομένης ἐν τῷ ἀνθρώπῳ περὶ τὸ αὐτὸ ἅμα, δύο φαμὲν αὐτὼ ἀναγκαῖον εἶναι.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν τὸ μὲν ἕτερον τῷ νόμῳ ἕτοιμον πείθεσθαι, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται;
Πῶς;
Λέγει που ὁ νόμος ὅτι κάλλιστον ὅτι μάλιστα ἡσυχίαν ἄγειν ἐν ταῖς συμφοραῖς καὶ μὴ ἀγανακτεῖν, ὡς οὔτε δήλου ὄντος τοῦ ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ τῶν τοιούτων, οὔτε εἰς τὸ πρόσθεν οὐδὲν προβαῖνον τῷ χαλεπῶς φέροντι, οὔτε τι τῶν [604c] ἀνθρωπίνων ἄξιον ὂν μεγάλης σπουδῆς, ὅ τε δεῖ ἐν αὐτοῖς ὅτι τάχιστα παραγίγνεσθαι ἡμῖν, τούτῳ ἐμποδὼν γιγνόμενον τὸ λυπεῖσθαι.
Τίνι, ἦ δ᾽ ὅς, λέγεις;
Τῷ βουλεύεσθαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, περὶ τὸ γεγονὸς καὶ ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα, ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ᾽ ἂν ἔχειν, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας καθάπερ παῖδας ἐχομένους τοῦ πληγέντος ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἐθίζειν τὴν ψυχὴν ὅτι [604d] τάχιστα γίγνεσθαι πρὸς τὸ ἰᾶσθαί τε καὶ ἐπανορθοῦν τὸ πεσόν τε καὶ νοσῆσαν, ἰατρικῇ θρηνῳδίαν ἀφανίζοντα.
Ὀρθότατα γοῦν ἄν τις, ἔφη, πρὸς τὰς τύχας οὕτω προσφέροιτο.
Οὐκοῦν, φαμέν, τὸ μὲν βέλτιστον τούτῳ τῷ λογισμῷ ἐθέλει ἕπεσθαι.
Δῆλον δή.
Τὸ δὲ πρὸς τὰς ἀναμνήσεις τε τοῦ πάθους καὶ πρὸς τοὺς ὀδυρμοὺς ἄγον καὶ ἀπλήστως ἔχον αὐτῶν ἆρ᾽ οὐκ ἀλόγιστόν τε φήσομεν εἶναι καὶ ἀργὸν καὶ δειλίας φίλον;
Φήσομεν μὲν οὖν.

[603a] Το μέρος λοιπόν της ψυχής μας που σχηματίζει γνώμη χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το μέτρημα δεν μπορεί να είναι το ίδιο μ᾽ εκείνο που κρίνει σύμφωνα με τα μέτρα.
Δεν μπορεί βέβαια.
Αλλά το μέρος που στηρίζεται στο μέτρημα και στον λογαριασμό είναι το καλύτερο της ψυχής.
Πώς όχι;
Και επομένως το αντίθετό του θα είναι κάποιο από τα ταπεινότερα στοιχεία μέσα μας.
Κατ᾽ ανάγκη.
Σ᾽ αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ήθελα να καταλήξομε, όταν έλεγα ότι η ζωγραφική και γενικά η μιμητική τέχνη έργο της έχει κάτι που απέχει πολύ από την αλήθεια, καθώς και ότι [603b] αναστρέφεται και συγγενεύει και σχετίζεται με το μέρος εκείνο της ψυχής που βρίσκεται μακριά από τη φρόνηση, χωρίς απ᾽ αυτόν τον δεσμό να παράγεται κάτι το υγιές ή το αληθινό.
Συμφωνότατος.
Φαύλη επομένως και με φαύλον παντρευόμενη η μιμητική γεννάει και παιδιά φαύλα.
Έτσι φαίνεται.
Και τάχα αυτό αληθεύει μόνο για τη μιμητική κατά την όψη ή και για τη μιμητική κατά την ακοή, που την ονομάζομε ποίηση;
Εύλογο είναι και γι᾽ αυτήν ν᾽ αληθεύει το ίδιο.
Ας μην εμπιστευθούμε όμως στην αναλογία μόνο που έχει προς τη ζωγραφική, αλλ᾽ ας προχωρήσομε και στην ακριβή εξέταση του μέρους της ψυχής [603c] με το οποίον αναστρέφεται η ποίηση, και ας ιδούμε αν αυτό το μέρος έχει ή δεν έχει καμιάν αξία.
Αυτό πρέπει να κάμομε.
Ας θεωρήσομε λοιπόν το πράγμα κατά τον εξής τρόπο: η ποιητική μίμηση, λέμε, μιμείται ανθρώπους που πράττουν αναγκαστικές ή εκούσιες πράξεις, πιστεύουν ότι από τις πράξεις αυτές ευτυχούν ή δυστυχούν και πράττοντας αισθάνονται λύπη ή χαρά. Μήπως είναι και τίποτ᾽ άλλο εκτός απ᾽ αυτά;
Όχι, τίποτα.
Τάχα σ᾽ όλες αυτές τις περιστάσεις ο άνθρωπος μονοιάζει με τον εαυτό του; [603d] ή μήπως, όπως κατά την όραση αντιμαχότανε και σχημάτιζε μέσα του συγχρόνως αντίθετες δοξασίες για τα ίδια πράγματα, έτσι και στις πράξεις στασιάζει και μάχεται ο ίδιος με τον εαυτό του; Μάλιστα μου έρχεται τώρα στον νου ότι δεν είναι καν ανάγκη να συζητήσομε για να συμφωνήσομε στο σημείο τούτο, γιατί στους παραπάνω λόγους μας μείναμε εντελώς σύμφωνοι σε όλ᾽ αυτά, ότι δηλαδή η ψυχή μας είναι γεμάτη από μύριες τέτοιες αντιθέσεις που συμβαίνουν μέσα της συγχρόνως.
Σωστά.
Βέβαια και σωστά· αλλά μου φαίνεται ότι είναι ανάγκη [603e] τώρα να εξετάσομε εκείνο που τότε παραλείψαμε.
Ποιό πράγμα;
Λέγαμε, καθώς θυμάσαι, και τότε ότι ένας άνθρωπος μετρημένος, όταν του συμβεί καμιά ατυχία, χάσει παραδείγματος χάρη τον γιο του ή τίποτ᾽ άλλο που πάρα πολύ το λογαριάζει, θα υποφέρει αυτή την απώλεια με περισσότερην υπομονή από κάθε άλλον.
Βεβαιότατα.
Τώρα ας εξετάσομε και τούτο: δεν θα αισθανθεί τάχα καμιά λύπη, ή αυτό είναι αδύνατον και απλώς θα μετριάσει τη θλίψη του;
Αυτό μάλλον μου φαίνεται ότι είναι το αληθές.
[604a] Πες μου ακόμη και τούτο: πότε νομίζεις ότι περισσότερο θα προσπαθήσει να πολεμήσει και να κατανικήσει τη λύπη του, όταν τον βλέπουν οι όμοιοί του ή όταν βρεθεί μόνος του χωρίς την παρουσία κανενός;
Πολύ βέβαια θα διαφέρει το πράγμα, όταν τον βλέπουν άλλοι.
Ενώ, όταν είναι μόνος του, θ᾽ αφήσει, υποθέτω, τον εαυτό του να ξεσπάσει σε θρήνους πολλούς, που πολύ θα ντρεπόταν αν τους άκουγε κανείς, και πολλά θα έκανε, που δεν θα δεχόταν να τον έβλεπε κανείς να το κάνει.
Έτσι είναι.
Εκείνο λοιπόν που τον προστάζει ν᾽ αντιστέκεται στη λύπη δεν είναι ο ορθός λόγος και ο νόμος; [604b] και απεναντίας, εκείνο που τον σέρνει προς αυτήν δεν είναι το πάθος;
Αληθινά.
Και όταν ο άνθρωπος δοκιμάζει συγχρόνως δύο αντίθετες παρορμήσεις προς το ίδιο πράγμα, λέμε ότι κατ᾽ ανάγκην αποτελείται από δύο μέρη.
Πώς όχι;
Το ένα απ᾽ αυτά δεν είναι έτοιμο να υπακούσει στον νόμο και ν᾽ ακολουθήσει τις υποδείξεις του;
Πώς;
Λέγει, υποθέτω, ο νόμος ότι το ωραιότερο απ᾽ όλα είναι να μένει κανείς όσο γίνεται περισσότερο ήσυχος στις συμφορές και να μην αγανακτεί, γιατί ούτε μπορούμε να ξέρομε τί είναι το καλό και το κακό σ᾽ αυτές, ούτε κερδίζει κανείς τίποτα όταν στεναχωριέται, ούτε [604c] αξίζει ν᾽ αποδίνομε μεγάλη σπουδαιότητα σε κανένα από τ᾽ ανθρώπινα· η λύπη μάλιστα γίνεται εμπόδιο να ᾽ρθεί πάρα πολύ γρήγορα να μας βοηθήσει εκείνο που μας είναι απαραίτητο σ᾽ αυτές τις περιστάσεις.
Και ποιό είναι αυτό;
Το λογικό, για να κρίνομε ψύχραιμα τη συμφορά που μας βρήκε, και, όπως όταν στους κύβους μάς τύχει καμιά στραβή ριξιά, να κοιτάζομε να κανονίζομε τα πράγματα σύμφωνα με την περίσταση, καθώς δηλαδή μας δείχνει το λογικό πως θα είναι καλύτερα, και να μην κάνομε όπως τα παιδιά που, όταν τύχει να πέσουν, κρατούν το μέρος που χτύπησαν και εξακολουθούν να ξεφωνίζουν, αλλά πάντοτε να συνηθίζομε την ψυχή μας να καταπιάνεται όσο το δυνατόν [604d] γρηγορότερα τη θεραπεία του νοσήματος και την επανόρθωση του ατυχήματος κάνοντας έτσι περιττές τις θρηνωδίες.
Αυτό πραγματικά είναι το καλύτερο που έχομε να κάνομε στις συμφορές μας.
Λέμε λοιπόν ότι είναι το καλύτερο μέρος του εαυτού μας εκείνο που θέλει ν᾽ ακολουθεί αυτό τον λογισμό.
Φανερό.
Ενώ εκείνο το άλλο μέρος που μας τραβά διαρκώς προς τις αναμνήσεις του παθήματός μας και προς τους θρήνους και δεν μπορεί να τους χορτάσει, δεν έχομε όλα μας τα δίκια να το ειπούμε αλόγιστο και ανωφέλευτο και δειλό;
Βέβαια θα έχομε.