Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (20.1-20.4)


20. ΧΑΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ


ΧΑΡΩΝ
[20.1] Ἀκούσατε ὡς ἔχει ὑμῖν τὰ πράγματα. μικρὸν μὲν ὑμῖν, ὡς ὁρᾶτε, τὸ σκαφίδιον καὶ ὑπόσαθρόν ἐστιν καὶ διαρρεῖ τὰ πολλά, καὶ ἢν τραπῇ ἐπὶ θάτερα, οἰχήσεται περιτραπέν, ὑμεῖς δὲ τοσοῦτοι ἅμα ἥκετε πολλὰ ἐπιφερόμενοι ἕκαστος. ἢν οὖν μετὰ τούτων ἐμβῆτε, δέδια μὴ ὕστερον μετανοήσητε, καὶ μάλιστα ὁπόσοι νεῖν οὐκ ἐπίστασθε.
ΕΡΜΗΣ
Πῶς οὖν ποιήσαντες εὐπλοήσομεν;
ΧΑΡΩΝ
Ἐγὼ ὑμῖν φράσω· γυμνοὺς ἐπιβαίνειν χρὴ τὰ περιττὰ ταῦτα πάντα ἐπὶ τῆς ἠϊόνος καταλιπόντας· μόλις γὰρ ἂν καὶ οὕτως δέξαιτο ὑμᾶς τὸ πορθμεῖον. σοὶ δέ, ὦ Ἑρμῆ, μελήσει τὸ ἀπὸ τούτου μηδένα παραδέχεσθαι αὐτῶν, ὃς ἂν μὴ ψιλὸς ᾖ καὶ τὰ ἔπιπλα, ὥσπερ ἔφην, ἀποβαλών. παρὰ δὲ τὴν ἀποβάθραν ἑστὼς διαγίνωσκε αὐτοὺς καὶ ἀναλάμβανε γυμνοὺς ἐπιβαίνειν ἀναγκάζων.
ΕΡΜΗΣ
[20.2] Εὖ λέγεις, καὶ οὕτω ποιήσωμεν. —Οὑτοσὶ τίς ὁ πρῶτός ἐστιν;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Μένιππος ἔγωγε. ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἡ πήρα μοι, ὦ Ἑρμῆ, καὶ τὸ βάκτρον εἰς τὴν λίμνην ἀπερρίφθων, τὸν τρίβωνα δὲ οὐδὲ ἐκόμισα εὖ ποιῶν.
ΕΡΜΗΣ
Ἔμβαινε, ὦ Μένιππε ἀνδρῶν ἄριστε, καὶ τὴν προεδρίαν ἔχε παρὰ τὸν κυβερνήτην ἐφ᾽ ὑψηλοῦ, ὡς ἐπισκοπῇς ἅπαντας. [20.3] ὁ καλὸς δ᾽ οὗτος τίς ἐστιν;
ΧΑΡΜΟΛΕΩΣ
Χαρμόλεως ὁ Μεγαρικὸς ἐπέραστος, οὗ τὸ φίλημα διτάλαντον ἦν.
ΕΡΜΗΣ
Ἀπόδυθι τοιγαροῦν τὸ κάλλος καὶ τὰ χείλη αὐτοῖς φιλήμασι καὶ τὴν κόμην τὴν βαθεῖαν καὶ τὸ ἐπὶ τῶν παρειῶν ἐρύθημα καὶ τὸ δέρμα ὅλον. ἔχει καλῶς, εὔζωνος εἶ, ἐπίβαινε ἤδη. [20.4] ὁ δὲ τὴν πορφυρίδα οὑτοσὶ καὶ τὸ διάδημα ὁ βλοσυρὸς τίς ὢν τυγχάνεις;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Λάμπιχος Γελῴων τύραννος.
ΕΡΜΗΣ
Τί οὖν, ὦ Λάμπιχε, τοσαῦτα ἔχων πάρει;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Τί οὖν; ἐχρῆν, ὦ Ἑρμῆ, γυμνὸν ἥκειν τύραννον ἄνδρα;
ΕΡΜΗΣ
Τύραννον μὲν οὐδαμῶς, νεκρὸν δὲ μάλα· ὥστε ἀπόθου ταῦτα.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Ἰδού σοι ὁ πλοῦτος ἀπέρριπται.
ΕΡΜΗΣ
Καὶ τὸν τῦφον ἀπόρριψον, ὦ Λάμπιχε, καὶ τὴν ὑπεροψίαν· βαρήσει γὰρ τὸ πορθμεῖον συνεμπεσόντα.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Οὐκοῦν ἀλλὰ τὸ διάδημα ἔασόν με ἔχειν καὶ τὴν ἐφεστρίδα.
ΕΡΜΗΣ
Οὐδαμῶς, ἀλλὰ καὶ ταῦτα ἄφες.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Εἶεν. τί ἔτι; πᾶν γὰρ ἀφῆκα, ὡς ὁρᾷς.
ΕΡΜΗΣ
Καὶ τὴν ὠμότητα καὶ τὴν ἄνοιαν καὶ τὴν ὕβριν καὶ τὴν ὀργήν, καὶ ταῦτα ἄφες.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Ἰδού σοι ψιλός εἰμι.


20. ΧΑΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΧΑΡΟΝΤΑΣ
[20.1] Ακούστε πώς διαμορφώνεται η κατάσταση. Το καραβάκι, όπως βλέπετε, είναι μικρό για σας και μισοσαπισμένο και μπάζει νερά από παντού, κι αν γείρει από τη μια μεριά, θα αναποδογυρίσει και θα το χάσουμε, κι από την άλλη μεριά εσείς ήρθατε τόσοι πολλοί μαζί, κουβαλώντας πολλά ο καθένας. Αν λοιπόν επιβιβαστείτε με όλα αυτά, φοβάμαι μήπως αργότερα μετανοήσετε, και ιδιαίτερα όσοι δεν ξέρετε να κολυμπάτε.
ΕΡΜΗΣ
Τί να κάνουμε λοιπόν, για να είμαστε καλοτάξιδοι;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Θα σας πω εγώ. Πρέπει να επιβιβαστείτε γυμνοί, αφήνοντας όλα αυτά τα παραπανίσια στην ακρογιαλιά. Μόλις και μετά βίας θα μπορέσει να σας χωρέσει το καράβι, ακόμη κι έτσι. Κι εσύ, Ερμή, θα φροντίσεις από δω και πέρα να μην αφήνεις να μπει κανένας, αν δεν είναι ολόγυμνος κι αν δεν έχει πετάξει, όπως είπα, τα πράγματά του. Να σταθείς λοιπόν κοντά στη σανιδόσκαλα, να τους αναγνωρίζεις και να τους παραλαμβάνεις, αναγκάζοντάς τους να επιβιβάζονται γυμνοί.
ΕΡΜΗΣ
[20.2] Καλά τα λες, κι έτσι ας κάνουμε. — Αυτός εδώ ο πρώτος ποιός είναι;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ο Μένιππος είμαι. Νά, Ερμή, το σακούλι μου και το ραβδί ας πεταχτούν στη λίμνη, ενώ το τριμμένο πανωφόρι μου ούτε που το έφερα μαζί μου, και καλά έκανα.
ΕΡΜΗΣ
Μπες μέσα, Μένιππε, αξιοθαύμαστε άνθρωπε, και κάθισε στην τιμητική θέση κοντά στον καπετάνιο, εκεί ψηλά, για να τους επιβλέπεις όλους. [20.3] Αυτός πάλι ο όμορφος ποιός είναι;
ΧΑΡΜΟΛΑΟΣ
Ο Χαρμόλαος, ο γοητευτικός από τα Μέγαρα, που το φίλημά του κόστιζε δύο τάλαντα.
ΕΡΜΗΣ
Ξεντύσου λοιπόν την ομορφιά και τα χείλη, μαζί με τα φιλήματα, και την πλούσια κόμμωση και το ροδοκοκκίνισμα στα μάγουλα και το δέρμα σου ολόκληρο. Ωραία, τώρα είσαι ανάλαφρος, μπορείς να επιβιβαστείς. [20.4] Κι εσύ εκεί με το πορφυρό ένδυμα και το διάδημα, ο επιβλητικός, ποιός τάχα είσαι;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Ο Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων.
ΕΡΜΗΣ
Γιατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήρθες κουβαλώντας τόσα πράγματα;
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Μα γιατί; Θα έπρεπε, Ερμή, ένας τύραννος σαν κι εμένα να έρθει εδώ γυμνός;
ΕΡΜΗΣ
Ένας τύραννος όχι βέβαια, ένας νεκρός όμως ασφαλώς. Άφησέ τα λοιπόν κάτω όλα αυτά.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Νά, πέταξα για χάρη σου τον πλούτο μου.
ΕΡΜΗΣ
Να πετάξεις και τη ματαιοδοξία σου, Λάμπιχε, και την υπεροψία. Γιατί αλλιώς θα υπερφορτώσουν το καράβι, αν μπούνε όλα αυτά μαζί.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Πάντως το διάδημα άφησέ με να το κρατήσω και τον μανδύα μου.
ΕΡΜΗΣ
Σε καμιά περίπτωση. Άφησέ τα κι αυτά.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Ας είναι. Τί άλλο; Άφησα τα πάντα, όπως βλέπεις.
ΕΡΜΗΣ
Και την ωμότητα και την απερισκεψία και την αλαζονεία και την οργή, κι αυτά να τα αφήσεις.
ΛΑΜΠΙΧΟΣ
Νά λοιπόν, τώρα είμαι ολόγυμνος.