Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (11.1-11.42)

ΕΠΙΝΙΚΟΣ XI

ΑΛΕΞΙΔΑΜΩΙ ΜΕΤΑΠΟΝΤΙΝΩΙ

ΠΑΙΔΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ ΠΥΘΙΑ


Νίκα γλυκύδωρε, [κλυτὰν γὰρ [στρ. α]
σοὶ πατ[ὴρ τιμὰν ἔδωκεν
ὑψίζυ[γος Οὐρανίδας
ἐν πολυχρύσῳ ‹τ᾽› Ὀλύμπῳ
5 Ζηνὶ παρισταμένα
κρίνεις τέλος ἀθανάτοι-
σίν τε καὶ θνατοῖς ἀρετᾶς·
ἔλλαθι, [βαθυ]πλοκάμου
κούρα Σ[τυγὸς ὀρ]θοδίκου· σέθεν δ᾽ ἕκατι
10 καὶ νῦ[ν Μετ]απώντιον εὐ-
γυίων κ[ατέ]χουσι νέων
κῶμοί τε καὶ εὐφροσύναι θεώτιμον ἄστυ·
ὑμνεῦσι δὲ Πυθιώνικον
παῖδα θαητ[ὸ]ν Φαΐσκου.

15 ἵλεῴ [ν]ιν ὁ Δα[λ]ογενὴς υἱ- [αντ. α]
ὸς βαθυζώνο[ιο] Λατοῦς
δέκτ[ο] βλεφ[άρῳ]· πολέες
δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀλεξ[ίδα]μον ἀνθέων
ἐν πεδίῳ στέφανοι
20Κίρρας ἔπεσον κρατερᾶς
ἦρα παννίκοι‹ο› πάλας·
οὐκ ε[ἶ]δέ νιν ἀέλιος
κείνῳ γε σὺν ἄματι πρὸς γαίᾳ πεσώντα.
φάσω δὲ καὶ ἐν ζαθέοις
25ἁγνοῦ Πέλοπος δαπέδοις
Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρώαν, δίκας κέλευθον
εἰ μή τις ἀπέτραπεν ὀρθᾶς,
παγξένῳ χαίταν ἐλαίᾳ

γλαυκᾷ στεφανωσάμενον [επωδ. α]
30 πορτιτρώφον ‹ἂν› [πεδίον πάτ]ραν θ᾽ ἱκέσθαι.
[οὔτις ἐπιχθονίων]
παῖδ᾽ ἐν χθονὶ καλλιχώρῳ
ποικίλαις τέχναις πέλασσεν·
ἀ]λλ᾽ ἢ θεὸς αἴτιος, ἢ
35γ]νῶμαι πολύπλαγκτοι βροτῶν
ἄ]μερσαν ὑπέρτατον ἐκ χειρῶν γέρας.
νῦν δ᾽ Ἄρτεμις ἀγροτέρα
χρυσαλάκατος λιπαρὰν
Ἡμ]έρα τοξώκλυτος νίκαν ἔδωκε.
40 τ]ᾷ ποτ᾽ Ἀβαντιάδας
β]ωμὸν κατένασσε πολύλ-
λ[ι]στον εὔπεπλοί τε κοῦραι·

ΕΠΙΝΙΚΟΣ XI

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΙΔΗΜΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΝΤΙΟ,

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΠΑΛΗ ΠΑΙΔΙΩΝ, ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ


Δώρων γλυκών εσύ χαρίστρα, Νίκη, [στρ. α]
ο Δίας, που ᾽χει το θρόνο του στα ύψη,
των Ουρανίων πατέρας,
έχει υψηλό σ᾽ εσένα αξίωμα δώσει:
στο πλάι του στέκεις
στον πολύχρυσον Όλυμπο εκεί πάνω
και για θνητούς κι αθάνατους ορίζεις
ποιός το βραβείο θα πάρει της αντρείας·
κόρη της μαυροπλέξουδης
της Στύγας, που κρατάει ορθό
το δίκιο, ρίξε εδώ σ᾽ εμάς
καλόβουλο το βλέμμα σου.
10Και τώρα είν᾽ έργο σου κι αυτό, που νέοι γεροδεμένοι
με κώμους και χαρές υμνούν στο Μεταπόντιο μέσα,
την πόλη τη θεοτίμητη, τον άξιο του Φαΐσκου
γιο, νικητή στους Πυθικούς αγώνες.

Ο θεός, που η βαθύζωνη στη Δήλο [αντ. α]
τον γέννησε Λητώ, το νέο εδέχτη
με βλέμμα καλοσύνης·
και πολλά λουλουδόπλεχτα στεφάνια,
για τη μεγάλη
τη νίκη αυτή στο πάλεμα, έχουν πέσει
γύρω στον Αλεξίδημο, στον κάμπο
20πέρα της Κίρρας· την ημέρα εκείνη
δεν είδε ο ήλιος το παιδί
στη γη να πέφτει ούτε στιγμή.
Μα κι άλλο λόγο εγώ θα πω:
και στ᾽ αγιασμένα χώματα
του αγνού του Πέλοπα, κοντά στ᾽ Αλφειού τ᾽ ωραίο το ρέμα,
της γλαυκοπράσινης ελιάς, καλής φιλεύτρας για όλους,
θα ᾽βαζε στο κεφάλι του στεφάνι, και μ᾽ εκείνο
θα γύριζε στον τόπο του, στους κάμπους

που είναι τα πολλά γελάδια, [επωδ. α]
αν το δίκιο από τη στράτα
30τη σωστή δεν είχε φύγει.
Όχι πως στην Ολυμπία με τα πλατιά
χοροστάσια κάποιος
είχε βάλει στο παιδί τρικλοποδιά·
κάποιος θεός ο αίτιος θα ᾽ναι
ή και γνώμες των ανθρώπων σφαλερές
το βραβείο μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια του το πήραν.
Όμως τώρα μιαν υπέρλαμπρη έχει δώσει
νίκη η Άρτεμη, η σαϊτεύτρα, η κυνηγήτρα,
η θεά που ᾽χει τη ρόκα τη χρυσή.
40Είναι η Άρτεμη που κάποτε βωμό
πολυλάτρευτο της είχε στήσει ο Προίτος,
ο γιος του Άβαντα, κι οι κόρες του μαζί,
οι κοπέλες οι ωριοστόλιστες εκείνες.