Και το Βριάρεω, τον Κόττο και το Γύγη, απαρχής
μες στην καρδιά του τους μίσησε ο πατέρας τους, τους έδεσε με ισχυρά δεσμά,
γιατί φθονούσε την υπερβολικά ανδρεία τους, το ανάστημα,
620τον όγκο τους. Και κάτω από τη γη τούς εγκατέστησε με τους πλατιούς τους δρόμους.
Εκεί μένανε αυτοί κάτω απ᾽ τη γη υποφέροντας
και κάθονταν στα έσχατα, στα πέρατα της μεγάλης γης
καιρό πολύ θλιμμένοι, κι είχανε πένθος μέγα στην καρδιά τους.
Μα αυτούς ο γιος του Κρόνου και οι αθάνατοι θεοί οι άλλοι,
που γέννησε η Ρέα η καλλίκομη από τον έρωτα του Κρόνου,
και πάλι τους ανέβασαν στο φως με συμβουλές της Γης.
Γιατί αυτή λεπτομερώς τους τα εξέθεσε όλα,
πως δηλαδή μ᾽ αυτούς τη νίκη και τη δόξα τη λαμπρή θα πάρουν.
Γιατί καιρό πολέμαγαν κι είχανε πόλεμο που θλίβει την ψυχή,
ενάντια μεταξύ τους σε μάχες κρατερές,
630οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
οι ένδοξοι Τιτάνες από την Όθρη την ψηλή,
κι από τον Όλυμπο οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
αυτοί που η Ρέα γέννησε σαν πλάγιασε με τον Κρόνο.
Κι εκείνοι πολέμαγαν μεταξύ τους συνεχώς για δέκα ολόκληρα χρόνια
κι είχανε μάχη που θλίβει την ψυχή.
Της φοβερής της έριδας λύση καμία και τέλος δεν υπήρχε
και για τις δυο πλευρές, και του πολέμου η έκβαση ήταν ισόρροπη.
Μα όταν πια σ᾽ εκείνους ο Δίας πρόσφερε όλα τα απαραίτητα,
640νέκταρ και αμβροσία, αυτά που και οι ίδιοι οι θεοί τα τρώνε,
και σ᾽ όλων τα στήθη η καρδιά δυνάμωσε η γενναία,
[σαν φάγανε νέκταρ και ποθητή αμβροσία,]
τότε τους είπε των θεών και των ανθρώπων ο πατέρας:
«Ακούστε με τέκνα λαμπρά της Γης και τ᾽ Ουρανού,
για να σας πω αυτά που μες στα στήθη μου η καρδιά προστάζει.
Γιατί είναι πια καιρός πολύς που ενάντια μεταξύ μας
την κάθε μέρα για τη νίκη και την εξουσία πολεμάμε,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι εμείς από τον Κρόνο γεννηθήκαμε.
Μα εσείς τη μεγάλη δύναμη και τ᾽ απλησίαστα τα χέρια σας
650να δείξετε ενάντια στους Τιτάνες μες στην ολέθρια μάχη,
την προσηνή φιλία μας έχοντας στο νου και πόσα αφού υποφέρατε
ήρθατε ξανά στο φως απ᾽ τα ανήλεα δεσμά σας,
από το νεφελώδη ζόφο, με τη δική μας θέληση.»
Έτσι είπε. Κι αμέσως του απάντησε ο άψογος ο Κόττος:
«Θεϊκέ, πράγματα άγνωστα δε μας φανερώνεις. Κι εμείς
οι ίδιοι ξέρουμε ότι πολλή είναι η σοφία, πολύς και ο νους σου,
πως έγινες προστάτης στους αθάνατους από την παγερή τη συμφορά,
και πως με τη δική σου σύνεση από το νεφελώδη ζόφο
και πάλι πίσω ήρθαμε από τ᾽ αμείλικτα δεσμά μας,
660βασιλιά, του Κρόνου γιε, καλό ανέλπιστο παθαίνοντας.
Γι᾽ αυτό και τώρα με νου ακλόνητο και πρόθυμη ψυχή
θα προασπίσουμε την εξουσία σου στο φοβερό αγώνα,
με τους Τιτάνες πολεμώντας στις κρατερές τις μάχες.»
Έτσι είπε. Κι επαίνεσαν οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
το λόγο σαν ακούσανε. Και η ψυχή τους ακόμη πιο πολύ από πριν
τον πόλεμο ποθούσε. Και μάχη αζήλευτη σηκώσανε όλοι,
αρσενικοί και θηλυκοί θεοί, τη μέρα εκείνη,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
μα κι όσοι ο Δίας απ᾽ το έρεβος, κάτω απ᾽ τη γη, στο φως τούς έφερε,
670δεινοί και κρατεροί, που δύναμη υπερβολική κατείχαν.
Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,
σε όλους όμοια, και στον καθένα κεφαλές πενήντα
φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Και τότε αυτοί ενάντια στους Τιτάνες στάθηκαν μες στην ολέθρια μάχη
και βράχια απόκρημνα στα στιβαρά τα χέρια τους βαστούσαν.
Μα οι Τιτάνες πρόθυμα απ᾽ την άλλη τις φάλαγγές τους δυναμώνανε.
Κι οι δυο πλευρές φανέρωναν της δύναμης και των χεριών τους
κατορθώματα κι ο πόνος ο απέραντος ολόγυρα φοβερά αντηχούσε,
αντιβοούσε δυνατά η γη και στέναζε μαζί κι ο ουρανός ο ευρύς
680καθώς σειόταν, κι απ᾽ τα θεμέλια τιναζότανε ο ψηλός ο Όλυμπος
απ᾽ την ορμή των αθανάτων, και των ποδιών η δόνηση ισχυρή
στο νεφελώδη Τάρταρο έφτανε και η βοή η οξεία
από την άφατη την καταδίωξη κι από τις δυνατές ριξιές.
Έτσι ο ένας στον άλλο έριχναν βλήματα που φέρνουν στεναγμούς.
Κι έφτανε και των δυο η φωνή στον έναστρο ουρανό
καθώς φωνάζανε. Και με μεγάλο αλαλαγμό συγκρούστηκαν.
|