Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (406-440)


ΚΡ. καὶ πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέθη;
ΦΥ. τοιοῦτον ἦν τὸ πρᾶγμ᾽. ὅπως γὰρ ἥκομεν,
πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπηπειλημένοι,
πᾶσαν κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν
410νέκυν, μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ,
καθήμεθ᾽ ἄκρων ἐκ πάγων ὑπήνεμοι,
ὀσμὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μὴ βάλῃ πεφευγότες,
ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ᾽ ἀνὴρ ἐπιρρόθοις
κακοῖσιν, εἴ τις τοῦδ᾽ ἀκηδήσοι πόνου.
415χρόνον τάδ᾽ ἦν τοσοῦτον, ἔστ᾽ ἐν αἰθέρι
μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος
καὶ καῦμ᾽ ἔθαλπε· καὶ τότ᾽ ἐξαίφνης χθονὸς
τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος,
πίμπλησι πεδίον, πᾶσαν αἰκίζων φόβην
420ὕλης πεδιάδος, ἐν δ᾽ ἐμεστώθη μέγας
αἰθήρ· μύσαντες δ᾽ εἴχομεν θείαν νόσον.
καὶ τοῦδ᾽ ἀπαλλαγέντος ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς
ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς
425εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος·
οὕτω δὲ χαὕτη, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν,
γόοισιν ἐξῴμωξεν, ἐκ δ᾽ ἀρὰς κακὰς
ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις.
καὶ χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν,
430ἔκ τ᾽ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου
χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει.
χἡμεῖς ἰδόντες ἱέμεσθα, σὺν δέ νιν
θηρώμεθ᾽ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην,
καὶ τάς τε πρόσθεν τάς τε νῦν ἠλέγχομεν
435πράξεις· ἄπαρνος δ᾽ οὐδενὸς καθίστατο,
ἅμ᾽ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα.
τὸ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐκ κακῶν πεφευγέναι
ἥδιστον, ἐς κακὸν δὲ τοὺς φίλους ἄγειν
ἀλγεινόν. ἀλλὰ τἄλλα πάνθ᾽ ἥσσω λαβεῖν
440ἐμοὶ πέφυκε τῆς ἐμῆς σωτηρίας.


ΚΡΕ. Και πώς την είδαν, πώς την πιάσανε
που το ᾽κανε; ΦΥΛ. Έτσι γένηκε το πράμα:
όταν γυρίσαμε έπειτα από κείνες
τις τρομερές φοβέρες σου, αφού πρώτα
σαρώσαμε καλά καλά τη σκόνη
που σκέπαζε όλο το νεκρό και τέλεια
410γυμνώσαμε το πτώμα που ᾽χε αρχίσει
να σαπίζει, καθίσαμε σε κάτι
βράχους ψηλά και που είχαμε από πίσω
τον άνεμο, έτσι που να μη μας φέρνει
τη βρώμ᾽ απ᾽ το νεκρό· κι ο ένας τον άλλο
κεντούσε με κακές φοβέρες να ᾽χει
τα μάτια του ανοιχτά, μην τύχει πάρει
στ᾽ αψήφιστα κανείς αυτό τον κόπο.
Έτσι το πράμα πήγαινε, ώσπου ο ήλιος
λαμπερός ήρθε στ᾽ ουρανού τη μέση
κι έκαψε λάβρα· μα νά ξάφνου τότε
μια ρουφαλιά απ᾽ τη γη σηκώνοντας
θεϊκό κακό, ένα σίφουνα, γιομίζει
τον κάμπο, αλύπητα σουρομαδώντας
τις φυλλωσιές των δέντρων μες στο λόγγο.
420Ο ουρανός όλος φούντωσε απ᾽ τη σκόνη,
και μεις πια με τα μάτια μας κλεισμένα
τη θεϊκιά υπομέναμε κατάρα·
μα όταν μετά καιρό λούφαξε τέλος,
φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους
σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες
που την άδεια φωλιά του ορφανεμένη
θα βρει από τα μικρά του· έτσι και τούτη
σαν είδε το νεκρό ξεγυμνωμένο,
να σκούζει αρχίζει και να καταριέται
μ᾽ άγριες κατάρες κείνους που το κάμαν·
και φέρνει μες στα χέρια της αμέσως
χώμα στεγνό και μ᾽ ένα ροδοκάνι
430από κρουστό χαλκό χύνει αποπάνω
στο νεκρό τρίσπονδες χοές· μα ευτύς
κι εμείς μόλις την είδαμε όλοι ορμούμε
μαζί και την αρπάζουμε, χωρίς
καθόλου αυτή να δείξει ταραγμένη,
και για ό,τι έκαμε πριν και για αυτά τώρα
την ξετάζαμε· αυτή τίποτ᾽ απ᾽ όλα
δεν αρνιόντανε, πράμα που για μένα
μου ᾽φερνε και χαρά μαζί και θλίψη·
γιατ᾽ άλλο πιο γλυκό δεν είναι, ή να ᾽χεις
γλιτώσει ο ίδιος, μα είναι πάλι πόνος
τους φίλους να οδηγάς στη συφορά τους·
μα όπως και να ᾽χει, τίποτα δε βάζω
440μπρος στη δικιά μου εγώ τη σωτηρία.


ΚΡΕ. Και πώς φανερώθηκε κι επάνω στην πράξη πιάσθηκε;
ΦΥΛ. Νά πώς έγινε το πράμα· άμα ξαναπήγαμε, καθώς
ήμαστε από τα σένα φοβερισμένοι
μ᾽ εκείνα σου τα τρομερά τα λόγια, σαρώσαμε πρώτα όλο το χώμα το ριγμένο απάνου στον νεκρό
410και γδύναμε τσίτσιδο το σώμα που σάπιζε, κι επήγαμε να καθίσομε μακριά
στις πέτρες στο βουνό, που δεν μας έπιανε ο άνεμος, για να ξεφύγομε μην βγάλει αποφορά,
κρατώντας ξύπνιον ο ένας τον άλλο με φωνές για το κακό που θα μας εύρισκε
αν κανένας μας ήθελε ξαστοχήσει σ᾽ ετούτη τη δουλειά.
Και μ᾽ αυτά πέρασε τόσος καιρός, που ήρθε κι εμεσουράνησε
ο φλογερός ο δίσκος του ήλιου
κι έψηνε η κάψα. Τότες ξάφνου σηκώθηκε από τη γης ένας ανεμοστρόβιλος
με βουητό, να φάει τα ουράνια, κι άπλωσε στην πεδιάδα
420κι εξεμάλλιαζε τα δένδρα όλου του κάμπου κι εγέμισ᾽ από σκόνη ο αιθέρας.
Εμείς με κλειστά μάτια και ρουθουνίζοντας
καρτερούσαμε να περάσει το θεϊκό κακό, και σαν έπαψε,
έπειτ᾽ από πολύ, φάνηκε το κορίτσι να σκούζει με στριγκιά φωνή
σαν του πουλιού που πικραμένο βλέπει την αδειανή φωλιά χωρίς τα μικρά του που ᾽χε μέσα.
Έτσι κι αυτή καθώς είδε τον νεκρό ξεσκέπαστο έβαλε τις φωνές
και μ᾽ άσχημες κατάρες καταριόταν εκείνους που το κάνανε.
Κι αμέσως πάει και κουβαλεί στα χέρια της χώμα στεγνό.
430Κι από τη χάλκινή της στάμνα την ομορφοχτυπημένη
χύνει από ψηλά τρεις φορές για τρεις σπονδές έναν γύρο απάνω στον νεκρό.
Εμείς καθώς την είδαμε τρέχομε κι όλοι μαζί αμέσως την τσακώνομε,
χωρίς να δείξει αυτή διόλου απορία, και της λέμε όσα πρωτύτερα κι αυτά που τώρα είχε κάνει.
Και τίποτα δεν απαρνήθηκε. Αυτό εμένα κι ευχάριστο μου είναι και λυπηρό αντάμα,
γιατί να ξεφεύγει κανείς ο ίδιος τις συμφορές είναι πολύ γλυκό.
Αλλά και πάλι εκείνους π᾽ αγαπάει να τους φέρνει σε δυστυχία,
κάνει λύπη.
440Αυτά όμως όλα εγώ —έτσι είναι το φυσικό μου— δεν τα βάζω ίσα με το δικό μου τον γλιτωμό.


ΚΡΕ. Και πώς εφανερώθηκε λοιπόν, και πώς επιάστη;
ΦΥΛ. Άκουσε πώς εγίνηκε. Μόλις είχαμε φτάσει,
απ᾽ τις φοβέρες τις κακές ακόμη φοβισμένοι,
410τη σκόνη αφού σαρώσαμε που τον νεκρό σκεπάζει,
καθόμαστε σ᾽ απάνεμο στις κορυφές των βράχων,
κι όλο παρακινιούμαστε με δυνατό βρισίδι
κανείς ετούτη τη δουλειά μην τύχει κι αμελήσει.
Έτσι ήτανε τα πράματα, ώσπου να φτάσει ο ήλιος
ψηλά, στη μέση τ᾽ ουρανού, κι η ζέστη να μας καίει.
Κι έξαφνα τότε σίφουνας σηκώνεται απ᾽ το χώμα,
απλώνεται ως τα σύννεφα, τον κάμπο πλημμυρίζει,
420άγρια τη χαίτη δέρνοντας του φουντωμένου δάσου.
Κι εμείς τα μάτια εκλείσαμεν, ώσπου να ξεθυμάνει
αυτό το θεϊκό κακό. Μα αφού κι αυτό περνάει,
η κόρη ετούτη φαίνεται, και κλαίγει και φωνάζει
με μια σπαραχτική φωνή, σαν το πουλί που κλαίγει,
όταν στη μαύρη του φωλιά δεν βρίσκει τα πουλιά του.
Έτσι λοιπόν κι ετούτη εδώ, σαν είδε γυμνωμένο
τον αδερφό της, δέρνεται, κλαίγει και ξεφωνίζει
και λέει κατάρες φοβερές γι᾽ αυτούς που το ᾽χουν κάμει.
Και φέρνει με τα χέρια της αμέσως ξερή σκόνη,
430και χύνει κι από χάλκινο καλόφτιαστο κροντήρι,
και με τριπλές σπονδές τιμά καλά τον πεθαμένο.
Μα εμείς, άμα την είδαμεν, απάνω της ορμώντας,
την πιάνομε, χωρίς αυτή καθόλου να τρομάξει.
Και την κατηγορούσαμε και για τα περασμένα
και για τα τωρινά. Και αυτή τίποτε δεν αρνιέται,
κι είναι για μένανε χαρά, μα πάλι και λυπούμαι.
Γιατί κανείς απ᾽ τα κακά γλυκό ᾽ναι να γλιτώσει,
αλλά πικρό ᾽ναι στο κακό τους φίλους του να σέρνει.
440Μα μπρος στη σωτηρία μου αυτά δεν λογαριάζουν.