ΚΡΕ. Και πώς εφανερώθηκε λοιπόν, και πώς επιάστη;
ΦΥΛ. Άκουσε πώς εγίνηκε. Μόλις είχαμε φτάσει,
απ᾽ τις φοβέρες τις κακές ακόμη φοβισμένοι,
410τη σκόνη αφού σαρώσαμε που τον νεκρό σκεπάζει,
καθόμαστε σ᾽ απάνεμο στις κορυφές των βράχων,
κι όλο παρακινιούμαστε με δυνατό βρισίδι
κανείς ετούτη τη δουλειά μην τύχει κι αμελήσει.
Έτσι ήτανε τα πράματα, ώσπου να φτάσει ο ήλιος
ψηλά, στη μέση τ᾽ ουρανού, κι η ζέστη να μας καίει.
Κι έξαφνα τότε σίφουνας σηκώνεται απ᾽ το χώμα,
απλώνεται ως τα σύννεφα, τον κάμπο πλημμυρίζει,
420άγρια τη χαίτη δέρνοντας του φουντωμένου δάσου.
Κι εμείς τα μάτια εκλείσαμεν, ώσπου να ξεθυμάνει
αυτό το θεϊκό κακό. Μα αφού κι αυτό περνάει,
η κόρη ετούτη φαίνεται, και κλαίγει και φωνάζει
με μια σπαραχτική φωνή, σαν το πουλί που κλαίγει,
όταν στη μαύρη του φωλιά δεν βρίσκει τα πουλιά του.
Έτσι λοιπόν κι ετούτη εδώ, σαν είδε γυμνωμένο
τον αδερφό της, δέρνεται, κλαίγει και ξεφωνίζει
και λέει κατάρες φοβερές γι᾽ αυτούς που το ᾽χουν κάμει.
Και φέρνει με τα χέρια της αμέσως ξερή σκόνη,
430και χύνει κι από χάλκινο καλόφτιαστο κροντήρι,
και με τριπλές σπονδές τιμά καλά τον πεθαμένο.
Μα εμείς, άμα την είδαμεν, απάνω της ορμώντας,
την πιάνομε, χωρίς αυτή καθόλου να τρομάξει.
Και την κατηγορούσαμε και για τα περασμένα
και για τα τωρινά. Και αυτή τίποτε δεν αρνιέται,
κι είναι για μένανε χαρά, μα πάλι και λυπούμαι.
Γιατί κανείς απ᾽ τα κακά γλυκό ᾽ναι να γλιτώσει,
αλλά πικρό ᾽ναι στο κακό τους φίλους του να σέρνει.
440Μα μπρος στη σωτηρία μου αυτά δεν λογαριάζουν.
|