Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (497-530)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. μέγα τι σθένος ἁ Κύπρις ἐκφέρεται [στρ.]
νίκας ἀεί·
καὶ τὰ μὲν θεῶν
παρέβαν, καὶ ὅπως Κρονίδαν ἀπάτα-
500σεν οὐ λέγω,
οὐδὲ τὸν ἔννυχον Ἅιδαν,
ἢ Ποσειδάωνα τινάκτορα γαίας·
ἀλλ᾽ ἐπὶ τάνδ᾽ ἄρ᾽ ἄκοιτιν
‹τίνες› ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων,
505τίνες πάμπληκτα παγκόνιτά τ᾽ ἐξ-
ῆλθον ἄεθλ᾽ ἀγώνων;

ὁ μὲν ἦν ποταμοῦ σθένος, ὑψίκερω [ἀντ.]
τετραόρου
φάσμα ταύρου,
Ἀχελῷος ἀπ᾽ Οἰνιαδᾶν, ὁ δὲ Βακ-
510χίας ἄπο
ἦλθε παλίντονα Θήβας
τόξα καὶ λόγχας ῥόπαλόν τε τινάσσων,
παῖς Διός· οἳ τότ᾽ ἀολλεῖς
ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων·
515μόνα δ᾽ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις
ῥαβδονόμει ξυνοῦσα.

τότ᾽ ἦν χερός, ἦν δὲ τόξων [ἐπῳδ.]
πάταγος, ταυ-
ρείων τ᾽ ἀνάμιγδα κεράτων·
ἦν δ᾽ ἀμφίπλι-
520κτοι κλίμακες, ἦν δὲ μετώπων
ὀλόεντα
πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν.
ἁ δ᾽ εὐῶπις ἁβρὰ
τηλαυγεῖ παρ᾽ ὄχθῳ
525ἧστο, τὸν ὃν προσμένουσ᾽ ἀκοίταν.
ἐγὼ δὲ μάτηρ μὲν οἷα φράζω·
τὸ δ᾽ ἀμφινείκητον ὄμμα νύμφας
ἐλεινὸν ἀμμένει·
κἀπὸ ματρὸς ἄφαρ βέβαχ᾽,
530ὥστε πόρτις ἐρήμα.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αφάνταστ᾽ είναι της νίκης η δύναμη
που φανερώνει
πάντα η Αφροδίτη.
Αφήνω τους θεούς
και πώς πλάνεψε
500τον Κρονίδη δε λέγω
ουδέ τον Άδη το θεοσκότεινο
ή Ποσειδώνα, της γης τον τινάχτορα.
Μα για να κάμουν γυναίκα των αυτήν,
ποιοί τρανοδύναμοι δυο
κατεβήκανε αντίμαχοι
πριν απ᾽ το γάμο της;
ποιοί, μες σε σκόνης σύγνεφα,
τους μόχτους αντικρίσανε του αγώνα;

Ο ένας ήταν ακράτηγος πόταμος
σε μορφή ταύρου τετράσκελου
και ψηλοκέρατου,
510ο Αχελώος απ᾽ τους Οινιάδες.
Κι ο άλλος έφτασε
από του Βάκχου τη Θήβα
με καλοτέντωτα τόξα και σειώντας
στα χέρια του λόγχες και ρόπαλο,
του Δία ο γιος· κι οι δυο τότε χυθήκανε
ο ένας πάνω στον άλλο
πυρωμένοι απ᾽ τον πόθο της·
και μόνος στη μέση αγωνοδίκης
ήτανε η Κύπριδα
που τα ερωτόχαρα στρώνει κρεβάτια.

Εκεί ᾽τανε ν᾽ ακούς χεριών
εκεί ᾽ταν τόξων βροντισμό
και, σύγκαιρα, κεράτων ταύρου·
κι ήταν σφιχτοπερίπλεχτα
520κορμιά και πεδικλοποδιές
και μετώπων κουντρίσματα, τρομάρα
κι απ᾽ τους δυο αγκομαχητό.
Μα η ομορφομάτα η θραψερή
σε ξέγναντο καθότουν αντικρύ
και πρόσμενε ποιός θενα την κερδίσει νύφη
—σα να ᾽μουν μπρος και τα ᾽βλεπα —
με τί θλιμμένο μάτι στέκει η κόρη,
που οι δυο τους μάχονταν γι᾽ αυτήν
και που σε λίγο πέταξε απ᾽ την αγκαλιά
530της μάνας της, σαν έρμη δαμαλίδα.