Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (444-462)


ΤΕ. ἄπειμι τοίνυν· καὶ σύ, παῖ, κόμιζέ με.
445ΟΙ. κομιζέτω δῆθ᾽· ὡς παρὼν σύ γ᾽ ἐμποδὼν
ὀχλεῖς, συθείς τ᾽ ἂν οὐκ ἂν ἀλγύναις πλέον.
ΤΕ. εἰπὼν ἄπειμ᾽ ὧν οὕνεκ᾽ ἦλθον, οὐ τὸ σὸν
δείσας πρόσωπον· οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου μ᾽ ὀλεῖς.
λέγω δέ σοι· τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν πάλαι
450ζητεῖς ἀπειλῶν κἀνακηρύσσων φόνον
τὸν Λαΐειον, οὗτός ἐστιν ἐνθάδε.
ξένος λόγῳ μέτοικος, εἶτα δ᾽ ἐγγενὴς
φανήσεται Θηβαῖος, οὐδ᾽ ἡσθήσεται
τῇ ξυμφορᾷ· τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος
455καὶ πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου ξένην ἔπι
σκήπτρῳ προδεικνὺς γαῖαν ἐμπορεύσεται.
φανήσεται δὲ παισὶ τοῖς αὑτοῦ ξυνὼν
ἀδελφὸς αὑτὸς καὶ πατήρ, κἀξ ἧς ἔφυ
γυναικὸς υἱὸς καὶ πόσις, καὶ τοῦ πατρὸς
460ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς. καὶ ταῦτ᾽ ἰὼν
εἴσω λογίζου· κἂν λάβῃς ἐψευσμένον,
φάσκειν ἔμ᾽ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν.


ΤΕΙ. Κινάω να φύγω· εσύ, παιδί μου,
οδήγα με κι ακολουθώ.
ΟΙΔ. Κουβάλα τον. Η παρουσία σου
με παγιδεύει και μ᾽ ενοχλεί·
όταν ξεκουμπιστείς, θα ξαλαφρώσω.
ΤΕΙ. Ήρθα, μίλησα, φεύγω.
Το πρόσωπό σου δε φοβήθηκα.
Τη δύναμη δεν έχεις να με βλάψεις.
Σου λέω λοιπόν: αυτόν τον άνθρωπο
450που ψάχνεις, αυτόν που με κατάρες
επικήρυξες για του Λαΐου το φόνο,
αυτός στην πόλη βρίσκεται·
ως μέτοικος φιλοξενείται·
θ᾽ αποδειχθεί Θηβαίος γνήσιος.
Η τύχη του θα ᾽χει πικρή τη γεύση.
Ανοιχτομάτης πριν, τώρα τυφλός·
ζάμπλουτος πριν, τώρα φτωχός,
με το ραβδί του συντροφιά
σε τόπο ξένο θα πορεύεται
αλήτης, πλάνης και φυγάς.
Θ᾽ αποδειχθεί των τέκνων του πατέρας κι αδελφός
και της γυναίκας που τον γέννησε
ο γιος και σύζυγός της
460και του πατέρα του φονιάς κι ομόκλινος.
Μπες στο παλάτι μέσα και στοχάσου
κι αν μ᾽ εύρεις να σου λέγω ψέματα
μπορείς να λες ελεύθερα
πως δεν κατέχω πια την τέχνη της μαντείας.


ΤΕΙ. Λοιπόν, πηγαίνω· έλα, παιδί, κι οδήγα.
ΟΙΔ. Ας σε πάρει απ᾽ εδώ· γιατί εμπροστά μου
μ᾽ ενοχλείς όσο στέκεις· κι αν θα φύγεις
δε θενα με σκοτίζεις παραπάνω.
ΤΕΙ. Θα φύγω, αφού θα πω για κείνα πού ηρθα
χωρίς να φοβηθώ το πρόσωπό σου,
γιατί εσύ δε μπορείς να με χαλάσεις.
Σου λέω λοιπόν· αυτός, που καιρό τώρα
450με φοβέρες ζητάς κι επικηρύττεις
για του Λαΐου το φόνο, είν᾽ εδώ μέσα,
που ενώ για ξένο μέτοικο τον έχουν,
ύστερα θα φανεί γνήσιος Θηβαίος
κι ούτε θενα χαρεί γι᾽ αυτή την τύχη·
μα αντίς που βλέπει τώρα, τυφλός τότε
κι αντίς πλούσιος, φτωχός θα παραδέρνει
στα ξένα, ψαχουλεύοντας μπροστά του
με το ραβδί το δρόμο του· κι ακόμα
θα βρεθεί να ᾽ναι των παιδιών του ο ίδιος
πατέρας κι αδερφός, και της γυναίκας
που τον γεννούσε κι άντρας της και γιος της
460κι ομοκοίτης και φονιάς του γονιού του.
Κι αυτά πήγαινε και σκέψου τα μέσα,
κι αν με βρεις πως σε γέλασα, λέε τότε
πως τίποτε από μαντική δε νιώθω.


ΤΕΙ. Φεύγω πια, και συ οδήγα με, παιδί μου.
ΟΙΔ. Να σ᾽ οδηγήσει. Εδώ στενάχωρο είσαι
εμπόδιο· αν φύγεις, θλίψη δεν αφήνεις.
ΤΕΙ. Φεύγω, λέγοντας όλα για όσα εδώ ήρθα,
άφοβος, τι από σε γραφτό δεν είναι
να χαθώ. Και σου λέω: Ο άντρας εκείνος
450που ζητάς με φοβέρες, και το φόνο
του Λάιου διαλαλώντας, είναι δω,
κι αν τον λεν ξένο, θα φανεί της Θήβας
γέννημα. Κι ούτε θα χαρεί για τούτο.
Γιατί το φως του θα γενεί μαυρίλα,
φτώχεια το βιος του, και στα ξένα, πλάνος,
με το ραβδί το δρόμο του θα ψάχνει.
Και των παιδιών του θα φανεί πατέρας
κι αδερφός, και της μάνας του και γιος της
κι άντρας, και του πατέρα του ομοκοίτης
460και φονιάς. Μέσα πήγαινε, και τούτα
συλλογίσου τα· κι αν σωστά δε βγούνε
να πεις τη μαντική πως δεν κατέχω.