ΤΕΙ. Φεύγω πια, και συ οδήγα με, παιδί μου.
ΟΙΔ. Να σ᾽ οδηγήσει. Εδώ στενάχωρο είσαι
εμπόδιο· αν φύγεις, θλίψη δεν αφήνεις.
ΤΕΙ. Φεύγω, λέγοντας όλα για όσα εδώ ήρθα,
άφοβος, τι από σε γραφτό δεν είναι
να χαθώ. Και σου λέω: Ο άντρας εκείνος
450που ζητάς με φοβέρες, και το φόνο
του Λάιου διαλαλώντας, είναι δω,
κι αν τον λεν ξένο, θα φανεί της Θήβας
γέννημα. Κι ούτε θα χαρεί για τούτο.
Γιατί το φως του θα γενεί μαυρίλα,
φτώχεια το βιος του, και στα ξένα, πλάνος,
με το ραβδί το δρόμο του θα ψάχνει.
Και των παιδιών του θα φανεί πατέρας
κι αδερφός, και της μάνας του και γιος της
κι άντρας, και του πατέρα του ομοκοίτης
460και φονιάς. Μέσα πήγαινε, και τούτα
συλλογίσου τα· κι αν σωστά δε βγούνε
να πεις τη μαντική πως δεν κατέχω.
|