Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (485-544)


485ΤΕΚ. ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τῆς ἀναγκαίας τύχης
οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν.
ἐγὼ δ᾽ ἐλευθέρου μὲν ἐξέφυν πατρός,
εἴπερ τινὸς σθένοντος ἐν πλούτῳ Φρυγῶν·
νῦν δ᾽ εἰμὶ δούλη. θεοῖς γὰρ ὧδ᾽ ἔδοξέ που
490καὶ σῇ μάλιστα χειρί. τοιγαροῦν, ἐπεὶ
τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, εὖ φρονῶ τὰ σά,
καί σ᾽ ἀντιάζω πρός τ᾽ ἐφεστίου Διὸς
εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾗ συνηλλάχθης ἐμοί,
μή μ᾽ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν
495τῶν σῶν ὑπ᾽ ἐχθρῶν, χειρίαν ἀφείς τινι.
εἰ γὰρ θάνῃς σὺ καὶ τελευτήσας ἀφῇς,
ταύτῃ νόμιζε κἀμὲ τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ
βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Ἀργείων ὕπο
ξὺν παιδὶ τῷ σῷ δουλίαν ἕξειν τροφήν.
500καί τις πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ
λόγοις ἰάπτων, ἴδετε τὴν ὁμευνέτιν
Αἴαντος, ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ,
οἵας λατρείας ἀνθ᾽ ὅσου ζήλου τρέφει.
τοιαῦτ᾽ ἐρεῖ τις· κἀμὲ μὲν δαίμων ἐλᾷ,
505σοὶ δ᾽ αἰσχρὰ τἄπη ταῦτα καὶ τῷ σῷ γένει.
ἀλλ᾽ αἴδεσαι μὲν πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ
γήρᾳ προλείπων, αἴδεσαι δὲ μητέρα
πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον, ἥ σε πολλάκις
θεοῖς ἀρᾶται ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν·
510οἴκτιρε δ᾽, ὦναξ, παῖδα τὸν σόν, εἰ νέας
τροφῆς στερηθεὶς σοῦ διοίσεται μόνος
ὑπ᾽ ὀρφανιστῶν μὴ φίλων, ὅσον κακὸν
κείνῳ τε κἀμοὶ τοῦθ᾽, ὅταν θάνῃς, νεμεῖς.
ἐμοὶ γὰρ οὐκέτ᾽ ἔστιν εἰς ὅ τι βλέπω
515πλὴν σοῦ. σὺ γάρ μοι πατρίδ᾽ ᾔστωσας δορί,
καὶ μητέρ᾽ ἄλλη μοῖρα τὸν φύσαντά τε
καθεῖλεν Ἅιδου θανασίμους οἰκήτορας.
τίς δῆτ᾽ ἐμοὶ γένοιτ᾽ ἂν ἀντὶ σοῦ πατρίς;
τίς πλοῦτος; ἐν σοὶ πᾶσ᾽ ἔγωγε σῴζομαι.
520ἀλλ᾽ ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν· ἀνδρί τοι χρεὼν
μνήμην προσεῖναι, τερπνὸν εἴ τί που πάθοι.
χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ᾽ ἀεί·
ὅτου δ᾽ ἀπορρεῖ μνῆστις εὖ πεπονθότος,
οὐκ ἂν λέγοιτ᾽ ἔθ᾽ οὗτος εὐγενὴς ἀνήρ.
525ΧΟ. Αἴας, ἔχειν σ᾽ ἂν οἶκτον ὡς κἀγὼ φρενὶ
θέλοιμ᾽ ἄν· αἰνοίης γὰρ ἂν τὰ τῆσδ᾽ ἔπη.
ΑΙ. καὶ κάρτ᾽ ἐπαίνου τεύξεται πρὸς γοῦν ἐμοῦ,
ἐὰν μόνον τὸ ταχθὲν εὖ τολμᾷ τελεῖν.
ΤΕΚ. ἀλλ᾽, ὦ φίλ᾽ Αἴας, πάντ᾽ ἔγωγε πείσομαι.
530ΑΙ. κόμιζέ νύν μοι παῖδα τὸν ἐμόν, ὡς ἴδω.
ΤΕΚ. καὶ μὴν φόβοισί γ᾽ αὐτὸν ἐξελυσάμην.
ΑΙ. ἐν τοῖσδε τοῖς κακοῖσιν, ἢ τί μοι λέγεις;
ΤΕΚ. μὴ σοί γέ που δύστηνος ἀντήσας θάνοι.
ΑΙ. πρέπον γέ τἂν ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε.
535ΤΕΚ. ἀλλ᾽ οὖν ἐγὼ ᾽φύλαξα τοῦτό γ᾽ ἀρκέσαι.
ΑΙ. ἐπῄνεσ᾽ ἔργον καὶ πρόνοιαν ἣν ἔθου.
ΤΕΚ. τί δῆτ᾽ ἂν ὡς ἐκ τῶνδ᾽ ἂν ὠφελοῖμί σε;
ΑΙ. δός μοι προσειπεῖν αὐτὸν ἐμφανῆ τ᾽ ἰδεῖν.
ΤΕΚ. καὶ μὴν πέλας γε προσπόλοις φυλάσσεται.
540ΑΙ. τί δῆτα μέλλει μὴ οὐ παρουσίαν ἔχειν;
ΤΕΚ. ὦ παῖ, πατὴρ καλεῖ σε. δεῦρο προσπόλων
ἄγ᾽ αὐτὸν ὅσπερ χερσὶν εὐθύνων κυρεῖς.
ΑΙ. ἕρποντι φωνεῖς, ἢ λελειμμένῳ λόγου;
ΤΕΚ. καὶ δὴ κομίζει προσπόλων ὅδ᾽ ἐγγύθεν.


ΤΕ. Αίαντα, κύρη μου, από της τύχης την ανάγκη
άλλο κακό χειρότερο στον άνθρωπο δεν είναι.
Εγώ γεννήθηκα από πατέρα ελεύθερο, με κύρος
και με πλούτη ανάμεσα στους Φρύγες, που άλλος κανείς
δεν είχε. Και νά που τώρα είμαι αιχμάλωτη· έτσι οι θεοί
490το θέλησαν και προπαντός το χέρι το δικό σου.
Μ᾽ αυτούς τους όρους έσμιξα μαζί σου, κι έχω στον νου μου
το δικό σου μόνο το καλό. Γι᾽ αυτό και τώρα σ᾽ εξορκίζω
στ᾽ όνομα του εφέστιου Δία, στην κλίνη, όπου μαζί μου
πλάγιασες, να μη δεχθείς σε χέρια ξένα να ξεπέσω, να γίνω
χλεύη των εχθρών μου, παίγνιο.
Ανίσως και πεθάνεις, βάζοντας τέλος στη ζωή σου,
τότε να ξέρεις, την ίδια εκείνη μέρα, βάναυσα
κι εμένα οι Αργείοι θα με σύρουν, θα γίνω δούλα τους,
μαζί με τον δικό σου γιο.
500Και τότε κάποιο νέο αφεντικό λόγια πικρά θα ξεστομίσει,
για να με προσβάλει: δείτε το ομόκλινο ταίρι του Αίαντα,
αυτού που είχε τόση δύναμη και κύρος,
με τί λογής σκλαβιά αντάλλαξε ζωή αξιοζήλευτη.
Τέτοια λόγια θα πει· εμένα τότε θα με σέρνει
ο δαίμονάς μου κι εσένα, με το γένος σου,
αισχρή κακογλωσσιά.
Αλλά σεβάσου τον πατέρα σου, που τον αφήνεις μόνον
σε πικρά γεράματα, σεβάσου και τη μάνα σου,
που τη βαραίνουν πια τα χρόνια, κι εύχεται μέρα νύχτα
στους θεούς για τη ζωή σου, για τον γυρισμό σου.
510Λυπήσου ακόμη και τον γιο σου, άρχοντά μου·
γιατί αν του λείψει η πατρική φροντίδα, αν μόνος του,
χωρίς εσένα, θα πρέπει να τα βγάλει πέρα, με κηδεμόνες
άφιλους, σκέψου πεθαίνοντας σε τί ορφάνια τον αφήνεις,
αυτόν κι εμένα.
Εγώ δεν έχω στήριγμα άλλο από σένα να πιαστώ,
αφότου εσύ, με το κοντάρι σου, ερήμωσες την άμοιρη
πατρίδα μου — τη μάνα μου και τον πατέρα μου,
μια άλλη μοίρα τους κατέβασε στον Άδη,
κι έγιναν σύνοικοι με τους νεκρούς.
Δεν έχω, αν σε χάσω, δεύτερη πατρίδα, μήτε πλούτη·
είσαι το παν για μένα, η μόνη σωτηρία μου.
520Εμένα τώρα συλλογίσου· πρέπει ο άντρας να θυμάται
με ποιόν στο πλάι ευτύχησε·
χάρη είναι εκείνη που γεννά μιαν άλλη χάρη.
Όποιου φυραίνει η μνήμη, για το καλό που δέχτηκε,
δεν δικαιούται πια να λέγεται άντρας ευγενικής γενιάς.
ΧΟ. Θα ᾽θελα, Αίαντα, η ψυχή σου συμπόνια να αισθανθεί,
όπως τη νιώθω εγώ — τότε τα λόγια της κι εσύ
θα τα παινέψεις.
ΑΙ. Θ᾽ ακούσει μεγαλύτερο έπαινο από μένα, αν βρει
το θάρρος να κάνει ό,τι της πει η προσταγή μου .
ΤΕ. Καλέ μου Αίαντα, στα πάντα εγώ θα υπακούσω.
530ΑΙ. Φέρε μου τότε εδώ τον γιο μου, να τον δουν τα μάτια μου.
ΤΕ. Εγώ από φόβο τον κρατώ σ᾽ απόσταση.
ΑΙ. Μιλάς για την παραφορά μου, ή κάτι άλλο εννοείς;
ΤΕ. Μήπως ο δύσμοιρος, όταν σε δει, πέσει νεκρός.
ΑΙ. Θα ταίριαζε κι αυτό στην άθλια μοίρα μου.
ΤΕ. Για να τον προφυλάξω πήρα εγώ τα μέτρα μου.
ΑΙ. Βρίσκω σωστό και φρόνιμο το φέρσιμό σου.
ΤΕ. Πώς και με τί θα σ᾽ ωφελούσα αυτή την ώρα;
ΑΙ. Πες να τον φέρουν, να τον δω, να του μιλήσω.
ΤΕ. Είναι κοντά οι παραγιοί που τον φροντίζουν.
540ΑΙ. Μα τότε πώς αργεί, γιατί δεν εμφανίζεται;
ΤΕ. Έλα, αγόρι μου, σε θέλει ο πατέρας σου.
Φέρ᾽ τον εδώ εσύ που έχεις την ευθύνη του.
ΑΙ. Άκουσε κι έρχεται; ή καν δεν έφτασε
η φωνή στ᾽ αυτιά του;
ΤΕ. Νά τος, ο παραγιός τον φέρνει.


ΤΕΚ. Αίαντα αφέντη μου, χειρότερο δεν είναι
κακό για τους ανθρώπους απ᾽ την τύχη
που τη γεννά η ανάγκη. Νά, κι εμένα
λεύτερος ήταν ο γονιός κι απ᾽ όλους
τους Φρύγες ο πιο πλούσιος· όμως τώρα
490εγώ ᾽μαι σκλάβα. Τι έτσι αποφασίσαν
οι θεοί και το χέρι σου. Για τούτο
μια κι έγινα γυναίκα σου, φροντίζω
για το καλό σου και στου Εφέστιου Δία
τ᾽ όνομα σ᾽ εξορκίζω και στο γάμο
που μας έχει ενώσει, να μη στέρξεις
λόγια πικρά ν᾽ ακούσω απ᾽ τους εχθρούς σου,
σκλάβα σε κάποιον αν μ᾽ αφήσεις.
Γιατί αν εσύ χαθείς κι έτσι μ᾽ αφήσεις,
τότε να ξέρεις πως κι εμέ θ᾽ αρπάξουν
την ίδια εκείνη μέρα με τη βία
οι Αργίτες και μαζί με το παιδί σου
την άχαρη σκλαβιά θα δοκιμάσω.
500Κι απ᾽ τους αφέντες κάποιος πικρά λόγια
θα ρίχνει για να με πληγώνει. «Ιδέστε
του Αίαντα την ομόκλινη, που πρώτος
ήτανε του στρατού, ποιάν άθλια τώρα
σκλάβα ζωή θα ζήσει μπρος σ᾽ εκείνη
την πρωτινή της ευτυχία». Τέτοια
θα λέει· κι η συμφορά θα με σπαράζει,
κι εσέ και τη γενιά σου θ᾽ ατιμάζουν
τα λόγια τούτα. Έπειτα σκέψου πόσο
ντρόπιασμα στον πατέρα σου θα δώσεις
σε γηρατειά πικρά σαν τον αφήσεις,
πόση ντροπή στη μάνα σου, με τόσα
χρόνια να τη βαραίνουν, που όλη μέρα
παρακαλάει τους θεούς στο σπίτι
510να της γυρίσεις ζωντανός· λυπήσου
το γιο σου, βασιλιά, που αν του λείψουν,
χωρίς εσένα, όσες φροντίδες θέλουν
τ᾽ ανήλικα, θα μεγαλώσει μόνος
στα χέρια ορφανοτρόφων, όχι φίλων·
και τί κακό για κείνον ο χαμός σου
μα και για μένα. Τι εγώ δεν έχω
να στρέψω αλλού τα μάτια, παρά μόνο
σ᾽ εσένα. Γιατί εσύ με το κοντάρι
την πατρίδα μου αφάνισες και μοίρα
ξένη μου πήρε μάνα και πατέρα
νεκρούς να κατοικήσουνε στον Άδη.
Τί θα ᾽χω για πατρίδα μου, ποιά πλούτη
άμα χαθείς εσύ; Από σε η ζωή μου
520κρέμεται. Μην ξεχνάς κι εμένα· πρέπει
ο άντρας να θυμάται, αν έχει κάποια
γευτεί χαρά. Γιατί ᾽ναι η χάρη πάντα
που γεννά την αντίχαρη· όμως όποιος
το καλό που λαβαίνει αποξεχνάει,
ποτέ του αυτός καλής γενιάς δε θα ᾽ναι.
ΧΟΡ. Αίαντα, θα ᾽θελα σπλαχνιά γι᾽ αυτήν να νιώθεις
καθώς εγώ· τα λόγια της σωστά θα βρίσκεις.
ΑΙΑ. Σωστά και παραπάνω, μόνο αν κάνει
με προθυμία αυτό που θα προστάξω.
ΤΕΚ. Αίαντα αγαπημένε, θα υπακούσω.
530ΑΙΑ. Φέρε λοιπόν εδώ να δω το γιο μου.
ΤΕΚ. Φοβήθηκα κι αλλού τον έχω στείλει.
ΑΙΑ. Γι᾽ αυτά μου τα δεινά ή γι᾽ άλλη αιτία;
ΤΕΚ. Τρόμαξα για τον δύστυχο, μην έβρει
το θάνατο, αν σε συναντούσε.
ΑΙΑ. Θα ᾽ταν κι αυτό της σκοτεινής μου τύχης.
ΤΕΚ. Γνοιάστηκα εγώ, το κακό να προλάβω.
ΑΙΑ. Σωστή σου η πράξη κι η φροντίδα.
ΤΕΚ. Τί άλλο να κάνω πες για το καλό σου;
ΑΙΑ. Φέρ᾽ τον μπροστά μου να τον δω, να του μιλήσω.
ΤΕΚ. Μα εδώ κοντά είναι, οι δούλοι τον προσέχουν.
540ΑΙΑ. Τί αργοπορεί λοιπόν και δε ζυγώνει;
ΤΕΚ. Γιε μου, ο πατέρας σου σε κράζει· δούλε
που τον βαστάς, έλα και φέρ᾽ τον.
ΑΙΑ. Σ᾽ έναν που δεν ακούει μιλάς ή που ζυγώνει;
(Έρχεται ο δούλος με τον Ευρυσάκη)
ΤΕΚ. Νά, τον οδηγάει ο σκλάβος μπρος μας.


ΤΕΚ. Αφέντη Αία, απ᾽ τη σκλαβιά δεν είναι τίποτ᾽ άλλο
χειρότερο στον άνθρωπο κακό. Από πατέρα
λεύτερο εγώ γεννήθηκα, που στη Φρυγιά ήταν πρώτος
στα πλούτη και στην αρχοντιά. Μα τώρα σκλάβα είμαι.
490Έτσι οι θεοί το θέλησαν και το δικό σου χέρι.
Μα σαν επλάγιασα με σέ γλυκά αγαπώ σε τώρα.
Και σε θερμοπαρακαλώ, για τ᾽ όνομα του Δία,
σ᾽ ορκίζω στην αγάπη μας οπού μας έχει σμίξει,
μη θέλεις λόγονε πικρό ν᾽ ακούσω απ᾽ τους οχτρούς σου,
και σε κανένανε απ᾽ αυτούς με παρατήσεις δούλα.
Γιατί, αν εσένα χάσομε, κι αν μας πεθάνεις, τότες
την ίδια μέρα, ξέρε το, κι εμένα θα μ᾽ αρπάξουν
με δόρυ οι Αργίτες, άθελα μαζί με το παιδί σου
και θα μας ρίξουν στη σκλαβιά. Κι απ᾽ τους αφέντες κάποιος
500φαρμακωμένο θα μου πει, προσβάλλοντάς με, λόγο:
του Αία καμαρώστε το το τρυφερό το ταίρι,
που είχε δύναμη τρανή μες στον στρατό, μα τώρα
σε χάλια ποιά κατάντησε, που αρχόντισσα ήταν πρώτα.
Τέτοια κανένας θα μου πει. Κι η δυστυχία εμένα
θενα με διώχνει και πικρά θενά ᾽ναι αυτά τα λόγια
σε σένα και στο γένος σου. Μα τον γερογονιό σου
λυπήσου, που στα γηρατειά τα μαύρα τον αφήνεις.
Λυπήσου και τη μάνα σου που ᾽χει άμετρα τα χρόνια,
που τους θεούς μερόνυχτα παρακαλεί για σένα
να της γυρίσεις ζωντανός στο πατρογονικό σου.
510Αία, και το παιδάκι σου λυπήσου το καημένο,
αν στερηθεί τα χάδια σου και μόνο μεγαλώσει
στα ξένα χέρια, τί κακό θα κάμεις και στους δυο μας,
σε κείνο και σε μένανε, ανίσως μας πεθάνεις.
Δεν έχω άλλον από σε στον κόσμο αυτόν να βλέπω.
Γιατί απ᾽ το κοντάρι σου η πατρίδα μου πλια εχάθη,
και άλλη μοίρα έριξε στον Άδη τους γονιούς μου.
Ποιά τώρα έχω άλλη από σε πατρίδα, και ποιά πλούτη;
520Εσύ ᾽σαι το καμάρι μου, θυμήσου με λιγάκι.
Δεν πρέπει ο άντρας να ξεχνά τις χάρες που περάσαν.
Γιατί η χάρη πάντοτες μιαν άλλη χάρη φέρνει·
κι όποιος στον κόσμο αλησμονά ό,τι καλό τού κάμαν,
άνθρωπος να ᾽ναι δεν μπορεί αρχοντογεννημένος.
ΧΟΡ. Το ᾽θελα, Αία, σαν κι εμέ και συ σπλαχνιά να δείξεις,
και της γυναίκας σου αυτά τα λόγια παίνεψέ τα.
ΑΙΑ. Θα την παινέψω πλιότερο, αν κάμει αυτό π᾽ ορίζω.
ΤΕΚ. Μα Αία, αγαπημένε μου, το θέλημά σου κάνω.
530ΑΙΑ. Φέρ᾽ το λοιπόν για να το ιδώ γλήγορα το παιδί μου.
ΤΕΚ. Το πήρα από τον φόβο μου για να το ξεγλιτώσω.
ΑΙΑ. Σαν μ᾽ εύρε εκείνο το κακό, ή άλλο έχεις στον νου σου;
ΤΕΚ. Μήπως μπροστά το δύστυχο το βρεις και το χαλάσεις.
ΑΙΑ. Θα ᾽ταν γραφτό της μοίρας μου κι αυτό για να το κάμω.
ΤΕΚ. Γι᾽ αυτό κι εγώ το φύλαξα, αυτού μην καταντήσεις.
ΑΙΑ. Παινεύω σου την πρόβλεψη που είχες και το έργος.
ΤΕΚ. Και τώρα τάχα πώς μπορώ εσένα να ωφελήσω;
ΑΙΑ. Φέρ᾽ το μου εδώ για να το ιδώ, να το γλυκοφιλήσω.
ΤΕΚ. Εδώ, νά! οι παρακόρες μας κοντά μας το προσέχουν.
540ΑΙΑ. Γιατί λοιπόν δεν έρχεται και πώς αργεί να φτάσει;
ΤΕΚ. Παιδάκι μου, ο πατέρας σου σε κράζει, συ, κορίτσι,
που απ᾽ το χεράκι το βαστάς, φέρε το εδώ κοντά μας.
ΑΙΑ. Έρχεται, ή δεν άκουσε αυτά τα λόγια που είπες;
ΤΕΚ. Το φέρνει η παρακόρη, νά! είναι κοντά μας τώρα.