Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Βάτραχοι (503-533)


ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
ὦ φίλταθ᾽ ἥκεις Ἡράκλεις; δεῦρ᾽ εἴσιθι.
ἡ γὰρ θεός σ᾽ ὡς ἐπύθεθ᾽ ἥκοντ᾽, εὐθέως
505ἔπεττεν ἄρτους, ἧψε κατερικτῶν χύτρας
ἔτνους δύ᾽ ἢ τρεῖς, βοῦν ἀπηνθράκιζ᾽ ὅλον,
πλακοῦντας ὤπτα, κολλάβους. ἀλλ᾽ εἴσιθι.
ΞΑ. κάλλιστ᾽, ἐπαινῶ. ΘΕ. μὰ τὸν Ἀπόλλω οὐ μή σ᾽ ἐγὼ
περιόψομἀπελθόντ᾽, ἐπεί τοι καὶ κρέα
510ἀνέβραττεν ὀρνίθεια, καὶ τραγήματα
ἔφρυγε, κᾦνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον.
ἀλλ᾽ εἴσιθ᾽ ἅμ᾽ ἐμοί. ΞΑ. πάνυ καλῶς. ΘΕ. ληρεῖς ἔχων·
οὐ γάρ σ᾽ ἀφήσω. καὶ γὰρ αὐλητρίς τέ σοι
ἤδη ᾽νδον ἔσθ᾽ ὡραιοτάτη κὠρχηστρίδες
515ἕτεραι δύ᾽ ἢ τρεῖς— ΞΑ. πῶς λέγεις; ὀρχηστρίδες;
ΘΕ. ἡβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι.
ἀλλ᾽ εἴσιθ᾽, ὡς ὁ μάγειρος ἤδη τὰ τεμάχη
ἔμελλ᾽ ἀφαιρεῖν χἠ τράπεζ᾽ εἰσῄρετο.
ΞΑ. ἴθι νυν, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν
520ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι.
ὁ παῖς, ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων.
ΔΙ. ἐπίσχες, οὗτος. οὔ τί που σπουδὴν ποεῖ,
ὁτιή σε παίζων Ἡρακλέα ᾽νεσκεύασα;
οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων, ὦ Ξανθία,
525ἀλλ᾽ ἀράμενος οἴσεις πάλιν τὰ στρώματα.
ΞΑ. τί δ᾽ ἐστίν; οὔ τί πού μ᾽ ἀφελέσθαι διανοεῖ
ἅδωκας αὐτός; ΔΙ. οὐ τάχ᾽, ἀλλ᾽ ἤδη ποιῶ.
κατάθου τὸ δέρμα. ΞΑ. ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι
καὶ τοῖς θεοῖσιν ἐπιτρέπω. ΔΙ. ποίοις θεοῖς;
530τὸ δὲ προσδοκῆσαί σ᾽ οὐκ ἀνόητον καὶ κενὸν
ὡς δοῦλος ὢν καὶ θνητὸς Ἁλκμήνης ἔσει;
ΞΑ. ἀμέλει, καλῶς· ἔχ᾽ αὔτ᾽. ἴσως γάρ τοί ποτε
ἐμοῦ δεηθείης ἄν, εἰ θεὸς θέλοι.


Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει μια παρακόρη της Περσεφόνης· αποτείνεται στον Ξανθία που τον παίρνει για τον Ηρακλή.
Η ΠΑΡΑΚΟΡΗ
Αγαπητέ Ηρακλή! Μας ήρθες; Έμπα.
Η θεά μας, μόλις τ᾽ άκουσε, ζυμώνει
ψωμιά, βάζει να βράσουν δυο τρεις χύτρες
όσπρια καλά κοπανισμένα, φάβα,
στη θράκα βόδι ολόκληρο, και φτιάνει
δίπλες και τηγανίτες. Έλα μέσα.
ΞΑΝ., δισταχτικά.
Ευχαριστώ. ΠΑΡ. Δε θα σ᾽ αφήσω, α όχι,
510να φύγεις. Βράζει κότες, και σου φρύγει
στραγάλια, και γλυκό κρασί ετοιμάζει.
Έλα μαζί μου. ΞΑΝ. Ευχαριστώ. ΠΑΡ. Μπα! Αστείο.
Δε θα σ᾽ αφήσω. Μέσα είναι για σένα
και μια αυλητρίδα, μούρλια, και χορεύτρες
δυο ή τρεις… ΞΑΝ. Χορεύτρες είπες; ΠΑΡ. Ναι, μικρούλες,
φρεσκοαποτριχωμένες. Έλα μέσα.
Ο μάγερας τα ψάρια ετοιμαζόταν
να βγάλει απ᾽ τη φωτιά· τραπέζι στρώναν.
ΞΑΝ. Ωραία· πες στις χορεύτρες πρώτ᾽ απ᾽ όλα,
520σ᾽ αυτές που λες, πως θά ᾽ρθω αμέσως ο ίδιος.
Στο Διόνυσο, και ενώ η παρακόρη ξαναμπαίνει στο σπίτι.
Έλα μαζί, μικρέ· και με το δέμα.
ΔΙΟ. Βρε συ, σταμάτα. Σ᾽ έντυσα στ᾽ αστεία
σαν Ηρακλή· για σοβαρό το πήρες;
Μην κάνεις το χαζό, μωρέ Ξανθία·
τα στρώματα στον ώμο, και περπάτα.
ΞΑΝ. Πώς; Τί; Σχεδιάζεις να μου πάρεις πίσω
πράμα που ο ίδιος μου ᾽δωσες; ΔΙΟ. Κι αμέσως.
Για φέρε τη λεοντή. ΞΑΝ. Μάρτυρες βάζω·
κριτές οι θεοί. ΔΙΟ. Ποιοί θεοί; Τι κουταμάρα,
530εσύ, ο θνητός, ο δούλος, να πιστέψεις
πως γιος μπορείς να γίνεις της Αλκμήνης!
ΞΑΝ. Ωραία· να, παρ᾽ τα· μα, αν ο θεός θελήσει,
κάποτε την ανάγκη μου ίσως λάβεις.
Δίνει τη λεοντή και το ρόπαλο και ξαναπαίρνει τον μπόγο.