ΧΟΡ. Δολερό
πλάσμα ο άνθρωπος με κάθε τρόπο, πάντα·
κι όμως μίλα·
κάτι απάνω μου ίσως βρίσκεις σοβαρό
και το φανερώσεις τώρα,
κάποια δύναμη μεγάλη, που ξεφεύγει
απ᾽ το κοκορόμυαλό μου·
ό,τι βλέπεις να το πεις μπρος στο κοινό·
κάτι αν βρεις καλό για μένα,
θα ᾽ναι για όλους μας καλό.
460ΚΟΡ. Μα το ζήτημ᾽ αυτό, που η δική σου βουλή
λέει καλό και γι᾽ αυτό ᾽ρθες, με θάρρος
έλα πες το· ποτέ δε ντροπιάζουμ᾽ εμείς
λόγο που έχουμε δώσει, να ξέρεις.
ΠΙΣ. Έτοιμη έχω τη ζύμη ενός λόγου, και νά,
της ψυχής μου παρόρμηση νιώθω
να τον πλάσω· είν᾽ ο δρόμος ελεύθερος. Μπρος!
Φέρτε εδώ ένα στεφάνι, και κάποιος
να μου χύσει στα χέρια μου απάνω νερό·
μην αργείτε. ΕΥΕ. Τί; Πάμε για δείπνο;
ΠΙΣ. Όχι· είν᾽ ώρα που μέσα στο νου μου ζητώ
κάποιο λόγο τρανό και θρεμμένο,
να μπορέσω να σπάσω αυτωνών την ψυχή.
Στα πουλιά.
Τι μεγάλο για σας νιώθω πόνο,
που σε χρόνια παλιά βασιλιάδες εσείς...
ΚΟΡ. Βασιλιάδες, εμείς; τίνων; ΠΙΣ. Όλων,
όσα υπάρχουν στον κόσμο· δικοί μου, αυτουνού,
Δείχνει τον Ευελπίδη.
μα και του ίδιου του Δία· η δική σας
η φυλή πρωτοπλάστηκε, απ᾽ όλες πιο πριν,
πιο παλιά απ᾽ τους Τιτάνες, τον Κρόνο,
470κι απ᾽ τη Γη. ΚΟΡ. Κι απ᾽ τη Γη; ΠΙΣ. Σου τ᾽ ορκίζομαι, ναι.
ΚΟΡ. Τέτοιο πράμα ποτέ δε μου το ᾽παν.
ΠΙΣ. Είσαι αγράμματος κι όχι περίεργος· γι᾽ αυτό·
κι ούτε διάβασες μύθους του Αισώπου.
Πρώτο απ᾽ όλα, λέει ο Αίσωπος, ένα πουλί,
η σιταρήθρα γεννήθηκε· πρώτο,
πριν η γη να πλαστεί· κι ο γονιός του πουλιού
από κάποια, λέει, πέθανε αρρώστια·
η φτωχιά η σιταρήθρα δεν έβρισκε γη
να τον θάψει· κι οι μέρες περνούσαν·
τί να γίνει ο νεκρός; Τότε κείνη λοιπόν
στο κεφάλι της μέσα τον θάβει.
ΕΥΕ. Σ᾽ ένα κεφαλοχώρι λοιπόν το νεκρό
το πουλάκι είναι τώρα θαμμένο.
ΠΙΣ. Ε λοιπόν, αφού πριν από γη και θεούς
τα πουλιά γεννηθήκαν στον κόσμο,
το σωστό και το δίκιο δεν είναι σ᾽ αυτά,
σαν πρωτότοκα, ο θρόνος ν᾽ ανήκει;
ΕΥΕ. Φυσικά· θα ᾽ναι ανάγκη μονάχα, θαρρώ,
δω και μπρος να ᾽χεις σίδερο μύτη·
480γιατί βέβαια στο Δία δε θ᾽ αρέσει, σε μια
τσιγκλιτάρα να δώσει το σκήπτρο.
ΠΙΣ. Ότι τότε, στα χρόνια που λέω τα παλιά,
κυβερνούσαν πουλιά τους ανθρώπους
και τα σκήπτρα κρατούσανε, κι όχι θεοί,
τ᾽ αποδείχνουν πολλά γεγονότα.
Και για πρώτο παράδειγμα νά ο πετεινός·
των Περσών ήταν ρήγας κι αφέντης,
από κάθε Μεγάβαζο αυτός πιο παλιός,
πιο παλιός από κάθε Δαρείο·
ώστε ακόμα απ᾽ αυτό το πρωτάτο κι εμείς
τονε λέμε πουλί της Περσίας.
ΕΥΕ. Και γι᾽ αυτό περπατά με καμάρι πολύ,
των Περσών όπως κάνει ο ρηγάρχης,
κι είναι κιόλας το μόνο πουλί που κρατά
στο κεφάλι του ολόρθη τιάρα.
ΠΙΣ. Κι ήταν τόσο τρανός κι είχε τόσο υψηλήν
αρχοντιά ο πετεινός, που και τώρα,
απ᾽ την πρώτη του εκείνη εξουσία την παλιά,
τα χαράματα μόλις λαλήσει,
490όλοι αμέσως ξυπνούν, στις δουλειές τους να παν,
ο χαλκιάς, ο αλευράς, ο ταμπάκης,
κι όσοι φτιάνουν ασπίδες ή λύρες· μαζί
κανατάς, παπουτσής και λουτράρης.
όλοι, αφού ποδεθούν βιαστικά, ξεκινούν
νύχτ᾽ ακόμα. ΕΥΕ. Σ᾽ αυτό ρώτα εμένα.
Εξαιτίας του κοκόρου μια χλαίνα ακριβή
κάποτ᾽ έχασα εγώ ο κακομοίρης.
Στην Αθήνα είχα πάει, στη γιορτή ενός μωρού
που θα του ᾽βγαζαν τ᾽ όνομα· λίγο
το ᾽χα τσούξει και πλάγιασα· κι έξαφνα, πριν
να τελειώσουνε οι άλλοι το δείπνο,
το κοκόρι λαλεί· «ξημερώνει» είπα εγώ·
ξεκινώ για τον Άλιμο· μόλις
ξεμυτίζω απ᾽ το τείχος, γερή μαγκουριά
κάποιος κλέφτης μου δίνει στην πλάτη·
πέφτω κάτω και πάω να φωνάξω, μα αυτός
μου ᾽χε κιόλας βουτήξει το ρούχο.
|