510ΚΟΡ. Στο καλό, στο καλό
για το θάρρος σου αυτό.
Καλή τύχη να ᾽χει ο άντρας αυτός,
γιατί ενώ
έχει μπει στα βαθιά γερατειά,
με καινούριες ιδέες χρωματίζει το νου
και σοφία προσπαθεί ν᾽ αποχτήσει.
Ω θεατές, την αλήθεια σ᾽ εσάς, μά το θεό το Διόνυσο
που μ᾽ ανάστησε, τώρα θα πω, θα μιλήσω ελεύθερα.
520Όσο, βέβαια, τη νίκη ποθώ κι άξιο να με πουν ποιητή,
άλλο τόσο είν᾽ αλήθεια που εγώ, έχοντάς σας για έξυπνους
κι από πίστη πως το έργο μου αυτό, που πολύ το δούλεψα,
έξοχο είναι, είπα θα ᾽πρεπε εσείς πρώτοι να το κρίνετε·
κι όμως έχασα εγώ, νικητές βγήκαν άλλοι, του σωρού·
άδικο ήταν· σ᾽ εσάς τους σοφούς το παράπονο θα πω,
που για χάρη σας έκανα εγώ τόσον κόπο και δουλειά.
Μα τους έξυπνους πάλι από σας δεν τους παρατώ. Γιατί
από τότε που κάποιοι —χαρά, να μιλείς μπροστά σ᾽ αυτούς—
μου παινέσαν ένα έργο μου εδώ, το Σεμνό και τον Αισχρό,
530—σαν παρθένα, δεν ήταν σωστό να γεννήσω τότ᾽ εγώ,
τ᾽ άφησα έκθετο, κι άλλη μικρή κοπελιά το σήκωσε
και με γνοιαστήκατ᾽ εσείς με στοργή και μου τ᾽ αναθρέψατε—
από τότε κρατώ της καλής γνώμης σας ενέχυρο.
Λοιπόν έρχεται τώρα κι αυτή η κωμωδία μου ψάχνοντας,
σαν Ηλέκτρα του μύθου, μη βρει ξύπνιους όπως πριν θεατές·
θα γνωρίσει ασφαλώς, αν τη δει, την πλεξίδα του αδερφού.
Γιά κοιτάχτε πόσο είναι σεμνή· πρώτο, δε σας ήρθε εδώ
μ᾽ ένα πέτσινο πράμα, χοντρό και στην άκρη κόκκινο,
κρεμασμένο μπροστά, να γελούν βλέποντάς το τα παιδιά·
540δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
κι αν μες στο έργο ένας γέρος μιλά, δε χτυπά άλλο πρόσωπο
με ραβδί, μήπως έτσι οι χοντρές ανοστιές του ξεχαστούν·
δε χιμά μέσα δω με δαδιά, με τρελά ξεφωνητά,
στον εαυτό της μπιστεύεται αυτή μόνο και στους στίχους της.
Κι ενώ τέτοιος ποιητής είμ᾽ εγώ, δεν το παίρνω απάνω μου
κι ούτε δα ξεγελώ το κοινό λέοντας δυο και τρεις φορές
όλο τα ίδια· έχω νου που γεννά νέες μορφές κάθε φορά,
που όλες έξυπνες, μα η καθεμιά πάντα νέα κι αλλιώτικη.
Στην ακμή του τον Κλέωνα γερά στην κοιλιά τον βάρεσα,
550μα σα στρώθηκε χάμω στη γη, δεν τον τσαλαπάτησα.
Ενώ οι άλλοι, σαν είδαν λαβή να τους δίνει ο Υπέρβολος,
τον ζουπάνε το δόλιο διαρκώς, και τη μάνα του μαζί.
Πρώτος ο Εύπολης, δίνοντας μια παραμόρφωση κακή,
ο άθλιος ναι, στους δικούς μας «Ιππείς», σέρνει εδώ το Μαρικά·
για να γίνει κι ο κόρδακας, γριά πρόσθεσε μπεκρού, τη γριά
που ήταν πλάσμα του Φρύνιχου· εκεί κήτος την κατάπινε.
Γράφει ο Έρμιππος έργο, κι αυτό για το μαύρο Υπέρβολο,
κι όλοι οι άλλοι από τότε χιμούν πάνω στον Υπέρβολο,
τις εικόνες που εγώ ᾽χα σκεφτεί για τα χέλια κλέβοντας.
560Νόστιμα όποιος τα κρίνει όλ᾽ αυτά, στα δικά μου ας μη γελά·
μα αν εγώ κι όσα ο νους μου γεννά σας χαρίζουμε χαρά,
μυαλωμένους ανθρώπους εσάς θα σας λένε δω κι εμπρός.
|