ΣΙΚΩΝΑΣ
Τί συμφορά το πρόβατο είναι τούτο;
Μωρέ άντε χάσου. Ανάερα το σηκώνω;
Πιάνεται με τα δόντια από ᾽ναν κλώνο,
τρώει τα φύλλα, τραβάει, τον ξεκολλάει.
Τ᾽ αφήνω χάμω; Πού να μ᾽ ακλουθήσει!
Τί αναποδιές! Το αρνί να κομματιάζει
το μάγερα στο δρόμο που το σέρνει!
400Μα, δόξα να ᾽χει ο θεός, νά τέλος το άντρο
των Νυμφών, όπου αυτή η θυσία θα γίνει.
Τον Πάνα προσκυνώ.
Έπειτ᾽ από λίγο· φωνάζει.
Κοπέλι! Γέτα!
Γιατί απομένεις πίσω;
ΓΕΤΑΣ, πλησιάζοντας
Βρε δε βλέπεις;
Τεσσάρων με φορτώσανε γαϊδάρων
φορτιό οι γυναίκες, α, π᾽ ανάθεμά τες.
ΣΙΚ. Κόσμος πολύ θα μαζευτεί· έτσι μοιάζει·
αμέτρητα σε φόρτωσαν στρωσίδια.
ΓΕΤ. Τί να τα κάμω; ΣΙΚ. Ακούμπα τα δω χάμω.
ΓΕΤ. Νά τα. Κι αν δει στον ύπνο της τον Πάνα
που ᾽χει ιερό κει πέρα στην Παιανία,
θα μας βάλει ως εκεί να περπατούμε,
να του θυσιάσει. ΣΙΚ. Κι όνειρο ποιός είδε;
410ΓΕΤ. Παράτα με, βρε φίλε. ΣΙΚ. Μίλα, Γέτα·
ποιός λες πως είδε τ᾽ όνειρο; ΓΕΤ. Η κυρά μου.
ΣΙΚ. Και τί όνειρο είδε; Πες μου. ΓΕΤ. Θα με σκάσεις.
Είδε τον Πάνα. ΣΙΚ. Τον εδώ τον Πάνα;
ΓΕΤ. Ναι, τον εδώ. ΣΙΚ. Να κάνει τί; ΓΕΤ. Το νέο
το Σώστρατο, το γιο του αφεντικού μου…
ΣΙΚ. Αγοράκι κομψό. ΓΕΤ. …να πεδικλώνει…
ΣΙΚ. Θεός φυλάξει! ΓΕΤ. …μια προβιά κατόπι
να του δίνει για ρούχο, ένα δικέλλι,
προστάζοντας να σκάβει στο χωράφι
το κοντινό. ΣΙΚ. Παράξενο. ΓΕΤ. Ίσα ίσα
γι᾽ αυτό κι εμείς θυσιάζουμε, η φοβέρα
του ονείρου σε καλό για να γυρίσει.
ΣΙΚ. Κατάλαβα. Φορτώσου πάλι τούτα
και πήγαινέ τα μέσα. Στο άντρο χάμω
420στρωσίδια να ετοιμάσουμε και τ᾽ άλλα
σαν που είναι η τάξη. Σα θα ᾽ρθούν, κανένα
για τη θυσία να μην υπάρξει εμπόδιο.
Κι όλα να ᾽ρθούν δεξιά.
Κοιτάζοντας το Γέτα, που φορτώθηκε.
Για κοίταξέ τον
που στραβομουτσουνιάζει· κακομοίρη,
σήμερα για καλά θα σε χορτάσω.
ΓΕΤ. Πάντα παινάω την τέχνη σου κι εσένα,
αλλά σ᾽ αυτό που τάζεις δεν πιστεύω.
Μπαίνουν κι οι δυο στο ιερό.
|