Τέλειωσε την ευχή του, κι αμέσως βρέθηκε στο πλάι του η Αθηνά,
με τη θωριά του Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή·
τον φώναξε, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
270«Τηλέμαχε, δεν θα φανείς μετά απ᾽ αυτό κακός κι αστόχαστος,
φτάνει να ᾽χει σταλάξει μέσα σου το αντρίκειο θάρρος του πατέρα σου,
όπως εκείνος ήξερε έργα και λόγια να τελειώνει.
Με τέτοιο εφόδιο λέω δεν κόβεται στη μέση ατέλεστος ο δρόμος σου·
εκτός κι αν πια δεν είσαι ο γιος εκείνου και της Πηνελόπης —
τότε δεν βλέπω αλήθεια πώς μπορείς να τα τελειώσεις
όσα στον νου σου μελετάς.
Το ξέρω, λίγοι γεννιούνται γιοι να μοιάζουν του πατέρα τους·
οι πιο πολλοί χειρότεροι, ελάχιστοι οι καλύτεροι.
Αλλά του λόγου σου δεν θα φανείς κακός, αστόχαστος·
κι όσο δεν σου έχει λείψει του Οδυσσέα η πανουργία,
280υπάρχει ελπίδα να εκτελέσεις την αποστολή σου αυτή.
Λοιπόν, άλλο μη νοιάζεσαι για τους μνηστήρες,
τι θέλουν και τι σκέφτονται αυτοί οι ανόητοι·
έχει θολώσει ο νους τους, δεν ακούν το δίκιο,
και καν δεν βλέπουν θάνατο, το μαύρο ριζικό μπροστά τους
που σίμωσε πολύ, και θα χαθούν όλοι τους σε μια μέρα.
Τώρα για τον δικό σου δρόμο που τον μελετάς, δεν πρέπει
ν᾽ αργοπορήσει κι άλλο· είμαι δικός σου, φίλος πατρικός,
αναλαμβάνω εγώ καράβι να σου βρω — υπόσχομαι και να σε συντροφέψω.
Προς το παρόν, πήγαινε στο παλάτι εσύ, μίλα με τους μνηστήρες,
αλλά ετοίμασε κιόλας τροφές, ασφάλισε τα πάντα σε δοχεία,
290κρασί στους αμφορείς, κριθάλευρο (μεδούλι των ανθρώπων)
σε γερά σακιά. Εγώ στο μεταξύ στην πόλη κατεβαίνω,
θα σου μαζέψω γρήγορα εθελοντές συντρόφους· όσο για το καράβι,
υπάρχουν στη θαλασσοφίλητην Ιθάκη μας πολλά σκαριά,
καινούργια και παλιά· ανάμεσά τους ξεδιαλέγω το καλύτερο,
κι αφού στο άψε σβήσε το αρματώσουμε, μετά ανοιγόμαστε
στο πέλαγο, και πάμε.»
Η Αθηνά τού μίλησε, η θυγατέρα του Διός· κι εκείνος,
ο Τηλέμαχος, δεν καθυστέρησε πολύ, αφότου εισάκουσε
τη θεϊκή φωνή. Τράβηξε αμέσως στο παλάτι,
με την καρδιά βαριά από λύπη, και βρήκε εκεί, στο σπιτικό του,
τους αλαζονικούς μνηστήρες, να γδέρνουν γίδες,
300να ψήνουν τα γουρούνια στον αυλόγυρο.
Γελώντας κι ο Αντίνοος, έπεσε πάνω στον Τηλέμαχο,
πήρε το χέρι του και το ᾽ σφίξε, μιλώντας τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε ασυγκράτητε, μεγαλορρήμονα, σταμάτα πια
να σκέφτεσαι μέσα σου το κακό, με λόγο κι έργο·
έλα μαζί μου, όπως άλλοτε, να φάμε και να πιούμε.
Όλες σου τις φροντίδες θα βρουν οι Αχαιοί να τις τελειώσουν,
καράβι να σου δώσουν, κωπηλάτες διαλεχτούς· το συντομότερο
να φτάσεις και στην άγια Πύλο, τη φήμη κυνηγώντας
για τον ένδοξο πατέρα σου.»
|