Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (486-525)


ΑΓ. τέταρτος ἄλλος, γείτονας πύλας ἔχων
Ὄγκας Ἀθάνας, ξὺν βοῇ παρίσταται,
Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος·
ἅλω δὲ πολλήν, ἀσπίδος κύκλον λέγω,
490 ἔφριξα δινήσαντος· οὐκ ἄλλως ἐρῶ.
ὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦν
ὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδι,
Τυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμα
λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν·
495 ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος
προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου.
αὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν, ἔνθεος δ᾽ Ἄρει
βακχᾷ πρὸς ἀλκὴν θυιὰς ὥς, φόβον βλέπων.
τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον·
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται.
ΕΤ. πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις
πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν,
εἴρξει νεοσσῶν ὡς δράκοντα δύσχιμον·
Ὑπέρβιος δέ, κεδνὸς Οἴνοπος τόκος,
505 ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη, θέλων
ἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχης,
οὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσιν
μωμητός· Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγεν.
ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται,
510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδων
θεούς· ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχει,
Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδος
σταδαῖος ἧσται, διὰ χερὸς βέλος φλέγων·
κοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον.
515 [τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνων.
πρὸς τῶν κρατούντων [δ᾽] ἐσμέν, οἱ δ᾽ ἡσσωμένων,
εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ.
εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας·
Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος
σωτὴρ γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών.]
520
ΧΟ. πέποιθα ‹δὴ› τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ [ἀντ. β.]
ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμας
δαίμονος, ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ
δαροβίοισι θεοῖσιν,
525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τέταρτος άλλος, που τις διπλανές τις πύλες
πήρε της Όγκας Αθηνάς, με βοή σιμώνει
γίγαντας στο κορμί και στο παράστημά του,
490ο Ιππομέδοντας, που όταν να γυρνάει τον είδα
στα χέρια αλώνι ολάκερο —τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω— ανατρίχιασα και δεν τ᾽ αρνιούμαι.
Δε θα ᾽ταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτης
που τέτοια απάνω της δουλειά τού έχει σκαλίσει:
έναν Τυφώνα, που απ᾽ το φλογοβόλο στόμα
βγάζει στριφνό καπνό, της φωτιάς μαύρο αδέρφι·
κι αρμαθιές φίδια στρώνουν γύρω το στεφάνι,
τον ανακουφωτό που περιζώνει δίσκο.
Κι ο ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτος
λυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ᾽ άγρια μάτια.
Πρέπει λοιπόν απ᾽ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
καλά να φυλαχτούμε, γιατ᾽ οι κομπασμοί του
500από τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στις πύλες.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα πρώτα η Όγκα η Αθηνά, που έξω απ᾽ τη Θήβα
κάθεται πλάι στην πύλη αυτή, εχθρεύοντάς του
την έπαρση, σαν άγριο φίδι απ᾽ τα πουλιά της
θεν᾽ αποδιώξει· κι έπειτα ο γενναίος Υπέρβιος
του Οίνοπου ο γιος διαλέχτηκε για νά ᾽βγει μπρος του,
που ξέρει το γραφτό της μοίρας ν᾽ αντικρίσει,
όταν θα τύχ᾽ η ανάγκη, και κανείς ψεγάδι
στη λεβεντιά και την αντρειά κι αρματωσιά του
δε θα του βρει· κι ορθά ο Ερμής τους έχει σμίξει·
εχθρός μ᾽ εχθρό θα ᾽ρθουν στα χέρια αυτός και κείνος
510κι εχθρούς με τις ασπίδες των θεούς θα κρούξουν·
γιατ᾽ έχει ο ένας τον Τυφώνα, που απ᾽ το στόμα
βγάζει φωτιές· στου Υπέρβιου πάλι την ασπίδα
στητός ο Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέρια,
κι ο Δίας να νικηθεί, κανείς ποτέ δεν τό ειδε.
[Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουν,
κι είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος
κι εκείνοι με των νικημένων· αφού βέβαια
είναι πιο δυνατός απ᾽ τον Τυφώνα ο Δίας·
και το ίδιο, φυσικά, και με τους δυο θα τύχει,
και τον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημά του,
520θενα γλιτώσει ο Δίας, πὄχει στην ασπίδα.

ΧΟΡΟΣ
Πιστεύω εκείνος, πὄχει στην ασπίδα του
το γιο της Γης, τον άγριο αντίμαχο του Δία,
εικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητή
και στους θεούς που αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη,
την κεφαλή του την κακή
στις πύλες μας μπροστά πως θα συντρίψει.