ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (Εμφανίζεται ο γέροντας παιδαγωγός.)
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Πού είναι, πού είναι η σεβαστή κυρά μου,
η κόρη του Αγαμέμνονα, που εκείνα
τα χρόνια εγώ τον είχα μεγαλώσει;
Σ᾽ αυτό το σπίτι ο δρόμος είναι, βλέπεις,
ολόρθη ανηφοριά, μεγάλος κόπος
490να τη διαβεί ένας γέρος ζαρωμένος.
Όμως ήταν ανάγκη εδώ σε φίλους
την κυρτωμένη ράχη μου να σύρω
και τα τρεμάμενά μου πόδια.
(Βλέπει την Ηλέκτρα μπρος στην πόρτα του καλυβιού.)
Ω! κόρη,
—τώρα μπρος στο κατώφλι σ᾽ αντικρίζω—
ήρθα τ᾽ αρνάκι τούτο φέρνοντάς σου
από τα ζωντανά του κοπαδιού μου·
το πήρα από της μάνας το μαστάρι.
Σου φέρνω και στεφάνια λουλουδένια,
τυρί απ᾽ τα τυροβόλια μου και τούτον
τον θησαυρό από χρόνια φυλαγμένο,
κρασί που δυνατά μοσκοβολάει·
πολύ δεν είναι βέβαια, ωστόσο λίγο
σ᾽ αυτό το αδύνατο πιοτό άμα ρίξεις,
θα το γλυκάνει. Τώρα, ας κουβαλήσει
500κάποιος αυτά στο σπίτι για τους ξένους·
εγώ με το κουρελιασμένο μου το ρούχο
θέλω τα δάκρυά μου να σφουγγίσω.
ΗΛΕ. Γέρο, γιατί έχεις δακρυσμένο βλέμμα;
Μήπως θυμήθηκες τις συμφορές μου
κι ας είναι τόσα χρόνια που περάσαν;
Ή για του έρμου Ορέστη αναστενάζεις
την εξορία, και για τον γονιό μου,
που κάποτε τον είχες αναθρέψει
με τα δικά σου χέρια, ανώφελα όμως
και για τους φίλους και για σένα;
ΓΕΡ. Ναι, ανώφελα· δεν βάσταξα όμως. Πήγα,
βγαίνοντας απ᾽ τον δρόμο μου, στον τάφο
κι έρμο ως τον είδα και χορταριασμένο,
510πέφτοντας χάμω θρήνησα· αφού πήρα
κρασί απ᾽ τ᾽ ασκί που φέρνω για τους ξένους,
στο μνήμα του έσταξα σπονδές και κλώνους
μυρτιάς τριγύρω του έβαλα. Μα βλέπω
στον τύμβο του ένα μαύρο αρνί, σφαγμένο,
με το χυμένο του αίμα ακόμη φρέσκο
και πλάι του ξανθά μαλλιά κομμένα.
Απόρησα, παιδί μου, τέτοιο θάρρος
ποιός θα ᾽χε για να ζύγωνε στον τάφο·
βέβαια κανείς απ᾽ τους Αργείους. Μα κρυφά κάπου
θα ᾽φτασε ο αδερφός σου και το μνήμα
το άθλιο του γονιού σου έχει τιμήσει.
Βάζοντας τα κομμένα αυτά βοστρύχια
520πλάι στα μαλλιά σου, κοίτα μήπως είναι
με τα δικά σου όμοια στο χρώμα· εκείνοι
που έχουνε το αίμα ίδιου πατέρα,
είναι συνηθισμένο αυτοί να μοιάζουν
στα πιο πολλά σημάδια του κορμιού τους.
|