Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἀνδρομάχη (545-589)


545 ΧΟ. καὶ μὴν δέδορκα τόνδε Πηλέα πέλας,
σπουδῇ τιθέντα δεῦρο γηραιὸν πόδα.
ΠΗΛΕΥΣ
ὑμᾶς ἐρωτῶ τόν τ᾽ ἐφεστῶτα σφαγῇ,
τί ταῦτα; πῶς ταῦτ᾽; ἐκ τίνος λόγου νοσεῖ
δόμος; τί πράσσετ᾽ ἄκριτα μηχανώμενοι;
550Μενέλα᾽, ἐπίσχες· μὴ τάχυν᾽ ἄνευ δίκης.
ἡγοῦ σὺ θᾶσσον· οὐ γάρ, ὡς ἔοικέ μοι
σχολῆς τόδ᾽ ἔργον, ἀλλ᾽ ἀνηβητηρίαν
ῥώμην με καὶ νῦν λαμβάνειν, εἴπερ ποτέ.
πρῶτον μὲν οὖν κατ᾽ οὖρον ὥσπερ ἱστίοις
555ἐμπνεύσομαι τῇδ᾽· εἰπέ, τίνι δίκῃ χέρας
βρόχοισιν ἐκδήσαντες οἵδ᾽ ἄγουσί σε
καὶ παῖδ᾽; ὕπαρνος γάρ τις ὣς ἀπόλλυσαι,
ἡμῶν ἀπόντων τοῦ τε κυρίου σέθεν.
ΑΝ. οἵδ᾽, ὦ γεραιέ, σὺν τέκνῳ θανουμένην
560ἄγουσί μ᾽ οὕτως ὡς ὁρᾷς. τί σοι λέγω;
οὐ γὰρ μιᾶς σε κληδόνος προθυμίᾳ
μετῆλθον, ἀλλὰ μυρίων ὑπ᾽ ἀγγέλων.
ἔριν δὲ τὴν κατ᾽ οἶκον οἶσθά που κλύων
τῆς τοῦδε θυγατρός, ὧν τ᾽ ἀπόλλυμαι χάριν.
565καὶ νῦν με βωμοῦ Θέτιδος, ἣ τὸν εὐγενῆ
ἔτικτέ σοι παῖδ᾽, ἣν σὺ θαυμαστὴν σέβεις,
ἄγουσ᾽ ἀποσπάσαντες, οὔτε τῳ δίκῃ
κρίναντες οὔτε τοὺς ἀπόντας ἐκ δόμων
μείναντες, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν ἐρημίαν
570γνόντες τέκνου τε τοῦδ᾽, ὃν οὐδὲν αἴτιον
μέλλουσι σὺν ἐμοὶ τῇ ταλαιπώρῳ κτανεῖν.
ἀλλ᾽ ἀντιάζω σ᾽, ὦ γέρον, τῶν σῶν πάρος
πίτνουσα γονάτων —χειρὶ δ᾽ οὐκ ἔξεστί μοι
τῆς σῆς λαβέσθαι φιλτάτης γενειάδος—
575ῥῦσαί με πρὸς θεῶν· εἰ δὲ μή, θανούμεθα
αἰσχρῶς μὲν ὑμῖν, δυστυχῶς δ᾽ ἐμοί, γέρον.
ΠΗ. χαλᾶν κελεύω δεσμὰ πρὶν κλαίειν τινά,
καὶ τῆσδε χεῖρας διπτύχους ἀνιέναι.
ΜΕ. ἐγὼ δ᾽ ἀπαυδῶ γ᾽ ἄλλος οὐχ ἥσσων σέθεν
580καὶ τῆσδε πολλῷ κυριώτερος γεγώς.
ΠΗ. πῶς; ἦ τὸν ἁμὸν οἶκον οἰκήσεις μολὼν
δεῦρ᾽; οὐχ ἅλις σοι τῶν κατὰ Σπάρτην κρατεῖν;
ΜΕ. εἷλόν νιν αἰχμάλωτον ἐκ Τροίας ἐγώ.
ΠΗ. οὑμὸς δέ γ᾽ αὐτὴν ἔλαβε παῖς παιδὸς γέρας.
585ΜΕ. οὔκουν ἐκείνου τἀμὰ τἀκείνου τ᾽ ἐμά;
ΠΗ. ναί,
δρᾶν εὖ, κακῶς δ᾽ οὔ, μηδ᾽ ἀποκτείνειν βίᾳ.
ΜΕ. ὡς τήνδ᾽ ἀπάξεις οὔποτ᾽ ἐξ ἐμῆς χερός.
ΠΗ. σκήπτρῳ γε τῷδε σὸν καθαιμάξας κάρα.
ΜΕ. ψαῦσόν θ᾽, ἵν᾽ εἰδῇς, καὶ πέλας πρόσελθ᾽ ἐμοῦ.


ΧΟΡΟΣ
Όμως βλέπω βιαστικό τον Πηλέα
να σέρνει κατά δω το γέρικό του βήμα.
ΠΗΛΕΑΣ
Όλους εσάς ρωτάω, ρωτάω κι εσένα
που έτοιμος είσαι για σφαγή, τί τρέχει;
Ποιά είναι η αιτία που το σπίτι αναστατώθηκε;
Ποιό έργο σοφίστηκεν ο νους σας δίχως κρίση;
550Μενέλαε, στάσου· και μη βιάζεσαι προτού δικάσεις.
(Σ᾽ έναν δούλο του.)
Οδήγα με πιο γρήγορα. Το ζήτημα δεν παίρνει
αργοπορίες. Όσο καμιά άλλη φορά,
θα ᾽θελα να ᾽χα του παλικαριού τη δύναμη.
Και πρώτα πρώτα, σαν το πρίμο αγέρι στα πανιά,
θα δώσω θάρρος στη δύστυχη.
(Στην Ανδρομάχη.)
Με ποιά δικαιολογία τούτοι εδώ
σου δέσανε τα χέρια με σκοινιά και σε τραβάνε
μαζί με το παιδί;
Σαν την αμνάδα με τ᾽ αρνί της
πορεύεσαι προς τη σφαγή, τώρα που λείψαμε
κι εγώ κι ο σύντροφός σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ετούτοι, γέροντα,
560με σέρνουν προς τον θάνατο, όπως βλέπεις.
Τί να σου πω; Δεν σου ᾽στειλα έναν,
αλλά πολλούς βιαστικούς μαντατοφόρους.
Για τη διχόνοια που υπάρχει μες στο σπίτι
εξαιτίας της κόρης του, τα ξέρεις·
θ᾽ άκουσες και για ποιάν αιτία πεθαίνω.
Και τώρα με τραβάνε απ᾽ τον βωμό της Θέτιδας,
της μητέρας του ευγενικού παιδιού σου,
που τόσο την τιμάς και με πηγαίνουν,
χωρίς να με δικάσουν κι ούτε περιμένουν
τον γυρισμό στο σπίτι αυτών που λείπουνε.
Ξέρουν πως είμαι ολομόναχη, με τούτο
570το παιδί που σε τίποτα δεν έφταιξε
κι όμως σκοπεύουν να το θανατώσουνε
μαζί με τη δύστυχη εμένα.
Μα σε ικετεύω, γέροντα, στα γόνατά σου πέφτοντας
—αφού δεν μπορώ με το χέρι ν᾽ αγγίξω
τη σεβαστή γενειάδα σου— στ᾽ όνομα των θεών,
να με γλιτώσεις· αλλιώς, θα πεθάνουμε, γέροντα,
ντροπή για όλους σας, και για μας δυστυχία.
ΠΗΛΕΑΣ
Λύστε της τα δεσμά, σας προστάζω, προτού μετανιώσετε
κι αφήστε της ελεύθερα τα χέρια.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Όμως το απαγορεύω εγώ, που βέβαια,
κατώτερος δεν λογαριάζομαι από σένα·
580και την ορίζω πιο πολύ.
ΠΗΛΕΑΣ
Τί λες;
Ήρθες, λοιπόν, εδώ, να γίνεις
νοικοκύρης στο σπίτι μου; Και δεν σου φτάνει
να διαφεντεύεις τη Σπάρτη;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Την επήρα
αιχμάλωτη απ᾽ την Τροία εγώ.
ΠΗΛΕΑΣ
Όμως εδόθηκε βραβείο στον εγγονό μου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν είναι, μήπως, τα δικά μου δικά του
όπως και τα δικά του δικά μου;
ΠΗΛΕΑΣ
Και βέβαια,
μα για να κάνεις καλό, κι όχι κακό,
ούτε και να σκοτώνεις με τη βία.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Από τα χέρια μου ποτέ δεν θα την πάρεις.
ΠΗΛΕΑΣ
Θα σου τσακίσω το κεφάλι με το σκήπτρο μου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Άγγιξέ με και βλέπεις. Γιατί στέκεις μακριά μου;