150Μ᾽ αυτά τα λόγια τής ξεσήκωσε στα στήθη την ψυχή,
αλλά στη μέση μπήκε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος μιλώντας:
«Του Οδυσσέα σεμνή γυναίκα, που τον εγέννησε ο Λαέρτης·
εκείνου η γνώση ήταν λειψή, όμως εσύ συνάκουσε
και τον δικό μου λόγο.
Αλάνθαστη η μαντεία που θα πω, δεν θα σου κρύψω τίποτε.
Μάρτυς μου πρώτος από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, η εστία του άψογου Οδυσσέα, όπου και παραβρίσκομαι·
είναι αναμφίβολα ο Οδυσσέας εδώ στα πατρικά του χώματα·
κουρνιάζει ή σέρνεται, να μάθει όσα παράνομα
συμβαίνουν· κλώθει μες στο μυαλό του των μνηστήρων τον χαμό.
160Τέτοιος ο αετός, ο οιωνός που εγώ αντίκρισα,
όπως καθόμουν στην κουπαστή του καλοζυγισμένου καραβιού,
που τον εξήγησα και στον Τηλέμαχο.»
Πήρε τον λόγο η Πηνελόπη φρόνιμη και τον προσφώνησε:
«Άμποτε, ξένε, να ᾽βγαινε αληθινός ο λόγος σου·
τότε θα γνώριζες και την αγάπη και τα πολλά μου δώρα,
τόσα που να σε μακαρίζει όποιος σ᾽ αντικρίσει.»
Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν μεταξύ τους,
μπροστά στου Οδυσσέα τα δώματα ξέδιναν οι μνηστήρες,
ακόντια ρίχνοντας και δίσκους στο πατημένο χώμα της αυλής,
δίχως καμιά ντροπή — το είχαν πάρει πια συνήθεια.
170Αλλ᾽ όταν σήμανε του φαγητού η ώρα, τα σφάγια έφτασαν
από τους γύρω αγρούς (τα κουβαλούσαν πάντα οι ίδιοι),
τότε τους φώναξε ο Μέδων, ο κήρυκας που τους ευχαριστούσε
περισσότερο — ήταν αυτός που τους παράστεκε στα γεύματα:
«Παλληκαράκια μου, αφού ευφράνθηκε όλων σας η ψυχή
με τ᾽ αγωνίσματά σας, κοπιάστε μέσα, να στρωθούμε στο τραπέζι.
Γιατί δεν είναι κι άσχημα κάποιος να τρώει στην ώρα του.»
Έτσι τους μίλησε, κι αυτοί συμφώνησαν, σηκώθηκαν να ᾽ρθουν.
Και μόλις έφτασαν μέσα στο αρχοντικό παλάτι, απόθεσαν
τις χλαίνες τους σε πολυθρόνες και καθίσματα.
180Έπειτα πήραν να σφάζουν πρόβατα μεγάλα, γίδες θρεμμένες,
χοίρους σιτευτούς, κι απ᾽ το κοπάδι μια δαμάλα,
το γεύμα τους να συνταιριάξουν.
Στο μεταξύ ξεκίνησαν να κατεβούν στην πόλη
ο Οδυσσέας κι ο θείος χοιροβοσκός — πρόλαβε όμως ο χοιροβοσκός
να του μιλήσει, της συντροφιάς του ο πρώτος:
«Ξένε, αφού το αποφασίζεις σήμερα να πας στην πόλη —
θα ᾽θελα εδώ να σε κρατήσω εγώ, στη μάντρα φύλακα,
αλλά εκείνον σέβομαι και τον φοβάμαι, μήπως θυμώσει
και με ταπεινώσει — είναι βαριές, το ξέρεις, των κυρίων οι φωνές.
190Πάμε λοιπόν· η μέρα γέρνει, σε λίγο θα βραδιάσει, και τότε
πέφτει το κρύο τσουχτερό.»
Εύστροφος κι έξυπνος ο Οδυσσέας απάντησε:
«Το ξέρω, και το βλέπω τι σκέφτεσαι και θέλεις.
Αλλά καιρός να ξεκινήσουμε, εσύ μπροστά, άνοιγε δρόμο·
δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο ρόπαλο,
να στηριχτώ· κι εσείς το λέτε, ο δρόμος είναι ανώμαλος.»
Μιλώντας, πέρασε στον ώμο βρώμικο δισάκι,
τρύπιο παντού και κρεμασμένο από σχοινί.
Κι όταν ο Εύμαιος στο χέρι τού έβαλε καλάρμοστο ραβδί,
πήραν οι δυο τους να βαδίζουν, αφήνοντας για φύλαξη στη μάντρα
200άλλους βοσκούς και τα σκυλιά.
Τον βασιλιά του οδηγούσε ο χοιροβοσκός στην πόλη,
παραλλαγμένο σ᾽ άθλιο ζήτουλα, γερόντιο ακουμπισμένο
σε ραβδί, να κρέμονται γύρω στο σώμα του κουρέλια.
Κι όταν τον δρόμο περπατώντας, όλο κοτρόνες και στροφές,
κόντεψαν πια στην πόλη, βρέθηκαν σε μια κρήνη,
καλοχτισμένη και καλλίρροη, από όπου οι άνθρωποι της πόλης
έπαιρναν νερό.
Την είχαν χτίσει ο Ίθακος, Νήριτος και Πολύκτορας,
καταμεσής του άλσους με τις σκούρες λεύκες, τις υδρόχαρες —
την κύκλωναν από παντού· έπεφτε γάργαρο νερό
210ψηλά από βράχο, όπου έστεκε βωμός στις Νύμφες χαρισμένος,
κι όλοι οι διαβάτες προσπερνώντας έκαναν προσφορές.
Εκεί τους πέτυχε ο Μελάνθιος, ο γιος του Δολίου,
τις γίδες σελαγώντας που ξεχώριζαν μέσα στα αμέτρητα κοπάδια,
να τρων και να χορταίνουν οι μνηστήρες — πίσω του πήγαιναν
οι άλλοι δυο γιδοβοσκοί.
Μόλις τους είδε, πήρε να τους βρίζει, ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
ξεδιάντροπα, που την καρδιά του Οδυσσέα συντάραξαν:
«Να τοι λοιπόν! Ένας αγύρτης σέρνει πίσω του άλλον αγύρτη,
όμοιος τον όμοιο — τους ζευγαρώνει πάντοτε ο θεός.
Για πες, χοιροβοσκέ ξεφτιλισμένε, πού τον πηγαίνεις
αυτόν τον βρωμοζήτουλα, αυτή τη λαίμαργη σαπιοκοιλιά,
220που ξέρει μόνο τραπέζια να ξαφρίζει;
Σίγουρα, ξύνοντας τη ράχη του σε κάθε πόρτα, θα κοντοστέκει
ξεροκόμματα ζητώντας — όχι ασφαλώς λεβέτια και σπαθιά.
Αν μου τον έδινες εμένα, να τον βάλω στις στάνες φύλακα,
να τις σαρώνει και να κουβαλά στα κατσικάκια μου βλαστάρια,
πίνοντας τότε το τυρόγαλο, θα χόντραινε κι ο πισινός του.
Αλλά όπως έχει κακομάθει, δεν θα θελήσει
τη στρωτή δουλειά· το ᾽χει καλύτερο σκυφτός να σέρνεται
ανάμεσα στον κόσμο, κι έτσι να βόσκει την αχόρταγη κοιλιά του.
Έχω και κάτι ακόμη να σου πω, κι εσύ πες το συντελεσμένο:
230ας το τολμήσει μόνο να τρυπώσει στο αρχοντικό του θεϊκού Οδυσσέα·
από παλάμες αντρικές θα πέσουν στο κεφάλι του
πολλά σκαμνιά, θα σπάσουν τα πλευρά του οι βολές
που θα τον βρούνε μέσα στο παλάτι.»
|