Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.7.1-6.8.3)

[6.7.1] Ἀλέξανδρος δὲ δειπνοποιησάμενός τε καὶ ἀναπαύσας τοὺς ἀμφ᾽ αὑτὸν ἔστε ἐπὶ πρώτην φυλακὴν ᾔει τοῦ πρόσω· καὶ τὴν νύκτα διελθὼν πολλὴν ὁδὸν ἅμα ἡμέρᾳ ἀφίκετο πρὸς τὸν Ὑδραώτην ποταμόν. ἔνθα δὴ τῶν Μαλλῶν τοὺς μὲν πολλοὺς διαβεβηκότας ἤδη ἔμαθεν, τοῖς δὲ καὶ διαβαίνουσιν ἐπιγενόμενος περὶ αὐτὸν τὸν πόρον πολλοὺς αὐτῶν διέφθειρε. [6.7.2] καὶ αὐτὸς ὡς εἶχε ξυνδιαβὰς κατὰ τὸν αὐτὸν πόρον διώκων εἴχετο τῶν φθασάντων ἐς τὴν ἀποχώρησιν. καὶ πολλοὺς μὲν ἀπέκτεινεν αὐτῶν, τοὺς δὲ καὶ ζῶντας ἔλαβεν, οἱ πλείους δὲ κατέφυγον ἔς τι χωρίον ὀχυρὸν καὶ τετειχισμένον. Ἀλέξανδρος δέ, ὡς οἱ πεζοὶ ἀφίκοντο αὐτῷ, ἀποστέλλει ἐπὶ τούτους Πείθωνα τήν τε αὑτοῦ τάξιν ἔχοντα καὶ τῶν ἱππέων δύο ἱππαρχίας. [6.7.3] καὶ οὗτοι δὴ ἐξ ἐφόδου προσβαλόντες λαμβάνουσι τὸ χωρίον καὶ τοὺς καταπεφευγότας ἐς αὐτὸ ἠνδραπόδισαν, ὅσοι γε μὴ ἐν τῇ προσβολῇ διεφθάρησαν. ταῦτα δὲ οἱ ἀμφὶ τὸν Πείθωνα διαπραξάμενοι ἀπανῆλθον αὖθις ἐς τὸ στρατόπεδον.
[6.7.4] Αὐτὸς δὲ Ἀλέξανδρος ὡς ἐπὶ τῶν Βραχμάνων τινὰ πόλιν ἦγεν, ὅτι καὶ ἐς ταύτην ξυμπεφευγέναι τινὰς τῶν Μαλλῶν ἔμαθεν. ὡς δὲ ἀφίκετο πρὸς αὐτήν, ἐπῆγε τῷ τείχει πάντοθεν πυκνὴν τὴν φάλαγγα. οἱ δὲ ὑπορυσσόμενα τὰ τείχη ἰδόντες καὶ ἐκ τῶν βελῶν ἀναστελλόμενοι τὰ μὲν τείχη καὶ οὗτοι ἐκλείπουσιν, ἐς δὲ τὴν ἄκραν ξυμφυγόντες ἐκεῖθεν ἠμύνοντο· ξυνεισπεσόντων δὲ αὐτοῖς ὀλίγων Μακεδόνων μεταβαλλόμενοι καὶ ξυστραφέντες τοὺς μὲν ἐξέωσαν αὐτῶν, ἀπέκτειναν δὲ ἐν τῇ ὑποστροφῇ ἐς πέντε καὶ εἴκοσι. [6.7.5] καὶ ἐν τούτῳ Ἀλέξανδρος τάς τε κλίμακας πάντοθεν κελεύει προστιθέναι τῇ ἄκρᾳ καὶ ὑπορύττειν τὸ τεῖχος. ὡς δὲ πύργος τε ἔπεσεν ὑπορυσσόμενος καὶ τοῦ μεταπυργίου τι παραρραγὲν ἐπιμαχωτέραν ταύτῃ ἐποίησε τὴν ἄκραν, πρῶτος Ἀλέξανδρος ἐπιβὰς τοῦ τείχους ὤφθη ἔχων τὸ τεῖχος. [6.7.6] καὶ τοῦτον ἰδόντες οἱ ἄλλοι Μακεδόνες αἰσχυνθέντες ἄλλος ἄλλῃ ἀνῄεσαν. εἴχετό τε ἤδη ἡ ἄκρα, καὶ τῶν Ἰνδῶν οἱ μὲν τὰς οἰκίας ἐνεπίμπρασαν καὶ ἐν αὐταῖς ἐγκαταλαμβανόμενοι ἀπέθνησκον, οἱ πολλοὶ δὲ μαχόμενοι αὐτῶν. ἀπέθανον δὲ οἱ πάντες ἐς πεντακισχιλίους, ζῶντες δὲ δι᾽ ἀνδρ‹ε›ίαν ὀλίγοι ἐλήφθησαν.
[6.8.1] Μείνας δὲ αὐτοῦ μίαν ἡμέραν καὶ ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν τῇ ὑστεραίᾳ προὐχώρει ὡς ἐπὶ τοὺς ἄλλους Μαλλούς. καὶ τὰς μὲν πόλεις ἐκλελοιπότας καταλαμβάνει, αὐτοὺς δὲ ἔμαθεν ὅτι πεφευγότες εἶεν ἐς τὴν ἔρημον. [6.8.2] καὶ ἐνταῦθα αὖθις μίαν ἡμέραν ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν Πείθωνα μὲν καὶ Δημήτριον τὸν ἱππάρχην πρὸς τὸν ποταμὸν ὀπίσω ἀπέπεμψεν, ὧν τε αὐτοὶ ἡγοῦντο ἄγοντας καὶ πρὸς τούτοις ψιλῶν τάξεις δοὺς αὐτοῖς ὅσαι ἱκαναὶ πρὸς τὸ ἔργον. [6.8.3] προσέταξε δὲ παρὰ τῇ ὄχθῃ τοῦ ποταμοῦ ἰόντας, εἴ τισι περιτυγχάνοιεν τῶν ἐς τὰς ὕλας ξυμπεφευγότων, αἳ δὴ πολλαὶ πρὸς τῇ ὄχθῃ τοῦ ποταμοῦ ἦσαν, τούτους κτείνειν, ὅσοι μὴ ἐθελονταὶ σφᾶς ἐνδιδοῖεν. καὶ πολλοὺς καταλαβόντες ἐν ταῖς ὕλαις οἱ ἀμφὶ Πείθωνά τε καὶ Δημήτριον ἀπέκτειναν.

[6.7.1] Αφού έβαλε τον στρατό του να δειπνήσει και να αναπαυθεί ως την ώρα της πρώτης νυχτερινής φρουράς, ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί προς τα εμπρός. Διέτρεξε μεγάλη απόσταση νύχτα και, όταν ξημέρωσε, έφθασε στον Υδραώτη ποταμό. Εκεί, λοιπόν, πληροφορήθηκε ότι οι περισσότεροι Μαλλοί, είχαν πλέον περάσει τον ποταμό, σε όσους όμως ακόμη περνούσαν επιτέθηκε και σκότωσε πολλούς γύρω από την ίδια διάβαση. [6.7.2] Αφού πέρασε και ο ίδιος από την ίδια διάβαση με όσες δυνάμεις είχε, καταδίωξε και έφθασε όσους πρόλαβαν να αποχωρήσουν. Σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ άλλους συνέλαβε ζωντανούς, οι περισσότεροι όμως κατέφυγαν σε κάποια οχυρή και τειχισμένη τοποθεσία. Όταν κατέφθασε το πεζικό του, ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους τον Πείθωνα με τη δική του φάλαγγα και με δύο ιππαρχίες από τους ιππείς. [6.7.3] Οι άνδρες, λοιπόν, του Πείθωνα τους επιτέθηκαν και με έφοδο κατέλαβαν την τοποθεσία και αιχμαλώτισαν όσους είχαν καταφύγει σε αυτήν, εκτός βέβαια από εκείνους που σκοτώθηκαν κατά την επίθεση. Αφού εκτέλεσαν αυτά, οι άνδρες του Πείθωνα επέστρεψαν πάλι στο στρατόπεδο.
[6.7.4] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος βάδισε εναντίον κάποιας πόλης των Βραχμάνων, επειδή πληροφορήθηκε ότι σε αυτήν είχαν καταφύγει μερικοί Μαλλοί. Μόλις έφθασε σε αυτήν, οδήγησε εναντίον των τειχών από όλες τις μεριές τη φάλαγγα σε πυκνό σχηματισμό. Επειδή όμως είδαν οι βάρβαροι ότι τους υπέσκαπταν τα θεμέλια των τειχών και επειδή εμποδίζονταν από τα βέλη, εγκατέλειψαν και αυτοί τα τείχη, κατέφυγαν στην ακρόπολη και προσπάθησαν να αμυνθούν από εκεί. Εισόρμησαν μαζί τους και λίγοι Μακεδόνες και τότε οι βάρβαροι κάνοντας στροφή και σε πυκνό σχηματισμό άλλους από αυτούς απώθησαν, ενώ σκότωσαν περίπου είκοσι πέντε κατά την αποχώρησή τους. [6.7.5] Στο μεταξύ διέταξε ο Αλέξανδρος να τοποθετήσουν σκάλες στην ακρόπολη από όλες τις μεριές και να σκάβουν κάτω από τα τείχη. Μόλις κατέπεσε ένας πύργος που έσκαβαν τα θεμέλιά του και σχηματίσθηκε ρήγμα σε τμήμα του μεσοπυργίου, η ακρόπολη έγινε από το μέρος αυτό πιο ευπρόσβλητη και ανέβηκε πρώτος ο Αλέξανδρος στο τείχος και έγινε ορατό ότι το κατέλαβε. [6.7.6] Μόλις τον είδαν οι άλλοι Μακεδόνες, ντροπιασμένοι άρχισαν να ανεβαίνουν από διαφορετικά μέρη ο καθένας· έτσι κυριεύθηκε η ακρόπολη. Άλλοι Ινδοί έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους. Όταν τους προλάβαιναν μέσα σε αυτά, τους θανάτωναν. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς σκοτώθηκαν πολεμώντας. Συνολικά σκοτώθηκαν πέντε περίπου χιλιάδες, ζωντανοί πιάστηκαν λίγοι γιατί ήταν ανδρείοι.
[6.8.1] Αφού παρέμεινε εκεί μια μέρα και ξεκούρασε τον στρατό του, ο Αλέξανδρος προχώρησε την επομένη εναντίον των άλλων Μαλλών. Βρήκε τις πόλεις εγκαταλειμμένες και έμαθε ότι οι κάτοικοί τους είχαν καταφύγει στην έρημο. [6.8.2] Αφού ξεκούρασε πάλι και εκεί μια μέρα τον στρατό του, απέστειλε την επόμενη μέρα πίσω στον ποταμό τον Πείθωνα και τον ίππαρχο Δημήτριο με τις στρατιωτικές δυνάμεις που οι ίδιοι διοικούσαν και επιπλέον με τόσα τάγματα από τους ελαφρά οπλισμένους όσα ήταν αρκετά για την επιχείρηση. [6.8.3] Τους διέταξε να βαδίζουν κοντά στην όχθη του ποταμού και αν συναντούσαν μερικούς από αυτούς που είχαν καταφύγει στα δάση—και υπήρχαν βέβαια πολλά δάση κοντά στην όχθη του ποταμού— να τους σκοτώνουν, εκτός από όσους παραδίδονταν με τη θέλησή τους. Βρήκαν πράγματι οι άνδρες του Πείθωνα και του Δημητρίου πολλούς Μαλλούς μέσα στα δάση και τους σκότωσαν.