Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (597a-598a)

[597a] Τί δὲ ὁ κλινοποιός; οὐκ ἄρτι μέντοι ἔλεγες ὅτι οὐ τὸ εἶδος ποιεῖ, ὃ δή φαμεν εἶναι ὃ ἔστι κλίνη, ἀλλὰ κλίνην τινά;
Ἔλεγον γάρ.
Οὐκοῦν εἰ μὴ ὃ ἔστιν ποιεῖ, οὐκ ἂν τὸ ὂν ποιοῖ, ἀλλά τι τοιοῦτον οἷον τὸ ὄν, ὂν δὲ οὔ· τελέως δὲ εἶναι ὂν τὸ τοῦ κλινουργοῦ ἔργον ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου εἴ τις φαίη, κινδυνεύει οὐκ ἂν ἀληθῆ λέγειν;
Οὔκουν, ἔφη, ὥς γ᾽ ἂν δόξειεν τοῖς περὶ τοὺς τοιούσδε λόγους διατρίβουσιν.
Μηδὲν ἄρα θαυμάζωμεν εἰ καὶ τοῦτο ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν.
[597b] Μὴ γάρ.
Βούλει οὖν, ἔφην, ἐπ᾽ αὐτῶν τούτων ζητήσωμεν τὸν μιμητὴν τοῦτον, τίς ποτ᾽ ἐστίν;
Εἰ βούλει, ἔφη.
Οὐκοῦν τριτταί τινες κλῖναι αὗται γίγνονται· μία μὲν ἡ ἐν τῇ φύσει οὖσα, ἣν φαῖμεν ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, θεὸν ἐργάσασθαι. ἢ τίν᾽ ἄλλον;
Οὐδένα, οἶμαι.
Μία δέ γε ἣν ὁ τέκτων.
Ναί, ἔφη.
Μία δὲ ἣν ὁ ζωγράφος. ἦ γάρ;
Ἔστω.
Ζωγράφος δή, κλινοποιός, θεός, τρεῖς οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν.
Ναὶ τρεῖς.
[597c] Ὁ μὲν δὴ θεός, εἴτε οὐκ ἐβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη· δύο δὲ τοιαῦται ἢ πλείους οὔτε ἐφυτεύθησαν ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὔτε μὴ φυῶσιν.
Πῶς δή; ἔφη.
Ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ δύο μόνας ποιήσειεν, πάλιν ἂν μία ἀναφανείη ἧς ἐκεῖναι ἂν αὖ ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν, καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ᾽ οὐχ αἱ δύο.
Ὀρθῶς, ἔφη.
[597d] Ταῦτα δὴ οἶμαι εἰδὼς ὁ θεός, βουλόμενος εἶναι ὄντως κλίνης ποιητὴς ὄντως οὔσης, ἀλλὰ μὴ κλίνης τινὸς μηδὲ κλινοποιός τις, μίαν φύσει αὐτὴν ἔφυσεν.
Ἔοικεν.
Βούλει οὖν τοῦτον μὲν φυτουργὸν τούτου προσαγορεύωμεν, ἤ τι τοιοῦτον;
Δίκαιον γοῦν, ἔφη, ἐπειδήπερ φύσει γε καὶ τοῦτο καὶ τἆλλα πάντα πεποίηκεν.
Τί δὲ τὸν τέκτονα; ἆρ᾽ οὐ δημιουργὸν κλίνης;
Ναί.
Ἦ καὶ τὸν ζωγράφον δημιουργὸν καὶ ποιητὴν τοῦ τοιούτου;
Οὐδαμῶς.
Ἀλλὰ τί αὐτὸν κλίνης φήσεις εἶναι;
[597e] Τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, ἔμοιγε δοκεῖ μετριώτατ᾽ ἂν προσαγορεύεσθαι, μιμητὴς οὗ ἐκεῖνοι δημιουργοί.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τὸν τοῦ τρίτου ἄρα γεννήματος ἀπὸ τῆς φύσεως μιμητὴν καλεῖς;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Τοῦτ᾽ ἄρα ἔσται καὶ ὁ τραγῳδοποιός, εἴπερ μιμητής ἐστι, τρίτος τις ἀπὸ βασιλέως καὶ τῆς ἀληθείας πεφυκώς, καὶ πάντες οἱ ἄλλοι μιμηταί.
Κινδυνεύει.
Τὸν μὲν δὴ μιμητὴν ὡμολογήκαμεν. εἰπὲ δέ μοι περὶ [598a] τοῦ ζωγράφου τόδε· πότερα ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ ἐν τῇ φύσει ἕκαστον δοκεῖ σοι ἐπιχειρεῖν μιμεῖσθαι ἢ τὰ τῶν δημιουργῶν ἔργα;
Τὰ τῶν δημιουργῶν, ἔφη.
Ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται; τοῦτο γὰρ ἔτι διόρισον.
Πῶς λέγεις; ἔφη.
Ὧδε· κλίνη, ἐάντε ἐκ πλαγίου αὐτὴν θεᾷ ἐάντε καταντικρὺ ἢ ὁπῃοῦν, μή τι διαφέρει αὐτὴ ἑαυτῆς, ἢ διαφέρει μὲν οὐδέν, φαίνεται δὲ ἀλλοία; καὶ τἆλλα ὡσαύτως;
Οὕτως, ἔφη· φαίνεται, διαφέρει δ᾽ οὐδέν.

[597a] Και ο κρεβατάς; δεν έλεγες πριν από λίγο ότι δεν κατασκευάζει την ιδέα, αυτήν που παραδεχόμαστε ότι είναι εκείνο που κατ᾽ ουσίαν είναι το κρεβάτι, αλλ᾽ απλώς ένα κρεβάτι;
Ναι, το έλεγα.
Αφού λοιπόν δεν κάνει εκείνο που κατ᾽ ουσίαν υπάρχει, δεν κάνει το ον αλλά κατιτί που μοιάζει με το ον, χωρίς όμως να είναι αυτό· εάν δε ειπεί κανείς ότι είναι πραγματικά ον αυτό που κατασκευάζει ο κρεβατάς ή άλλος κανείς τεχνίτης, δεν φαίνεται ότι δεν λέγει την αλήθεια;
Αυτό τουλάχιστο θα παραδεχτούν όσοι ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα.
Ας μη μας φαίνεται λοιπόν παράδοξο αν και αυτό είναι θαμπό, άμα συγκρίνεται προς την αλήθεια.
[597b] Μάλιστα.
Θες λοιπόν απάνω σ᾽ αυτά που είπαμε να εξετάσομε τί πράγμα είναι αυτός ο μιμητής;
Αν το θες.
Είναι τριών ειδών κρεβάτια· ένα που υπάρχει στη φύση και που μπορούμε, νομίζω, να ειπούμε ότι το κατασκεύασε ο θεός· σε ποιόν άλλο να το αποδώσομε;
Σε κανέναν άλλο, νομίζω.
Δεύτερο εκείνο που κατασκευάζει ο μαραγκός.
Μάλιστα.
Και ένα τρίτο, που το κάνει ο ζωγράφος· δεν είν᾽ έτσι;
Έτσι είναι.
Ζωγράφος λοιπόν, μαραγκός, θεός είναι τρεις τεχνίτες που ξέρουν να κατασκευάσουν τρία διαφορετικά είδη κρεβατιών.
Ναι τρεις.
[597c] Και ο θεός, είτε δεν ήθελε είτε ήταν ανάγκη να κατασκευάσει στη φύση όχι περισσότερα από ένα μόνο κρεβάτι, κατασκεύασε πραγματικά ένα μόνο, εκείνο ακριβώς που είναι το καθαυτό κρεβάτι· δύο τέτοια ή περισσότερα ούτε δημιουργήθηκαν ούτε είναι δυνατόν να δημιουργηθούν.
Για ποιόν λόγο;
Γιατί, αν κατασκεύαζε δύο μόνο, αμέσως θα παρουσιαζότανε κι ένα τρίτο, που η ιδέα του θα ήταν κοινή και στα δύο εκείνα, και τότε εκείνο θα ήταν το καθαυτό κρεβάτι, και όχι τα δύο άλλα.
Πολύ σωστά.
[597d] Αυτά λοιπόν, υποθέτω, τα ήξερε ο θεός, και επειδή ήθελε να είναι όντως ποιητής ενός κρεβατιού που όντως υπάρχει, και όχι όπως ο κρεβατάς κατασκευαστής κάποιου δήθεν κρεβατιού, γι᾽ αυτό δημιούργησε το κρεβάτι που είναι από τη φύση ένα.
Έτσι είναι το πράγμα.
Θες λοιπόν αυτόν να τον ονομάσομε φυτουργό αυτού του κρεβατιού, ή κάπως έτσι;
Θα είναι δίκαιο, γιατί με φυσικό τρόπο δημιούργησε και του κρεβατιού την ουσία και όλων των άλλων πραγμάτων.
Και τον μαραγκό; δεν θα τον ονομάσομε κατασκευαστή κρεβατιού;
Ναι.
Τον ζωγράφο πάλι θα τον ονομάσομε κατασκευαστή και πλάστη του τέτοιου κρεβατιού;
Καθόλου.
Αλλ᾽ αυτός τί θα πεις πως είναι του κρεβατιού;
[597e] Μα, υποθέτω, το καλύτερο που θα ταίριαζε είναι να τον ονομάσομε μιμητήν εκείνου του οποίου οι άλλοι είναι κατασκευαστές.
Πολύ καλά· μιμητή λοιπόν ονομάζεις τον ποιητή ενός έργου που έρχεται τρίτο, όταν θεωρήσομε πρώτο το φυσικό ον;
Ακριβώς.
Έτσι λοιπόν και ο τραγωδιοποιός, αφού είναι μιμητής, έρχεται τρίτος ύστερ᾽ από τον βασιλέα και την αλήθεια, καθώς και όλοι οι άλλοι μιμητές.
Έτσι φαίνεται.
Για τον μιμητή λοιπόν μείναμε σύμφωνοι· τώρα πες μου για [598a] τον ζωγράφο· φρονείς τάχα ότι έργο έχει να μιμείται εκείνο που μέσα στη φύση είναι καθαυτό ένα, ή τα έργα των τεχνιτών;
Τα έργα των τεχνιτών.
Και άραγε όπως είναι ή όπως φαίνονται; αυτό ακόμη να μου καθορίσεις.
Πώς εννοείς;
Ως εξής· ένα κρεβάτι, είτε από τα πλάγια το παρατηρείς, είτε απ᾽ αντικρύ, είτε απ᾽ όπου αλλού, διαφέρει καθόλου από τον εαυτό του, ή δεν διαφέρει, αλλά απλώς μόνο φαίνεται διαφορετικό; το ίδιο και για όλα τ᾽ άλλα πράγματα;
Φαίνεται μόνο διαφορετικό, χωρίς πραγματικά να είναι.