[5.6.1] Τώρα, οι υπόλοιποι Θράκες κρατούν τα εξής συνήθεια· πουλάν τα παιδιά τους σε ξένες χώρες. Δε νοιάζονται για την παρθενιά των κοριτσιών τους και τ᾽ αφήνουν να σμίγουν μ᾽ όποιον άντρα θέλουν οι ίδιες. Όμως τις γυναίκες τους τις έχουν πολύ περιορισμένες, κι αγοράζουν με πολλά χρήματα τις γυναίκες από τους γονείς τους. [5.6.2] Να ᾽χεις στο σώμα στάμπες με βελονισμό, αυτό είναι αρχοντιά· δεν έχεις; είσαι παρακατιανός. Το πιο όμορφο στη ζωή, να κάθεσαι· το πιο πρόστυχο, να δουλεύεις τη γη. Το πιο όμορφο στη ζωή, ν᾽ αποζείς απ᾽ τον πόλεμο και το πλιάτσικο. Αυτά είναι τα συνήθειά τους που κάνουν τη μεγαλύτερη εντύπωση. [5.7.1] Από θεούς λατρεύουν μονάχα αυτούς, τον Άρη και τον Διόνυσο και την Άρτεμη· αυτούς λατρεύει όλος ο κόσμος, οι βασιλιάδες όμως λατρεύουν και τον Ερμή, και μάλιστα περισσότερο απ᾽ ό,τι τους άλλους θεούς, και μόνο στ᾽ όνομά του παίρνουν όρκο· λένε επίσης ότι από τον Ερμή έχουν την καταγωγή τους. [5.8.1] Για το αρχοντολόι τους κρατούν αυτά τα νεκρικά έθιμα: εκθέτουν το νεκρό τρεις μέρες, κι ύστερα κάνουν θυσία σφάζοντας κάθε λογής ζώα και τρων και πίνουν, αφού προηγουμένως τον κλάψουν· έπειτα τον θάβουν παραχώνοντάς τον στη γη, είτε καίοντας το σώμα του ή κάνοντάς το κάτι άλλο, σωρεύουν πάνω του χώμα κι οργανώνουν κάθε λογής αγώνες, όπου τα μεγαλύτερα βραβεία που αθλοθετούνται είναι —όπως τους αξίζει— για τους μονομάχους. Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο θάβουν οι Θράκες τους νεκρούς τους. [5.9.1] Τώρα, για τα μέρη που βρίσκονται βορειότερα απ᾽ αυτή τη χώρα κανένας δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα, ποιοί άνθρωποι είναι που κατοικούν εκεί, αλλά η χώρα πέρα από τον Ίστρο είναι πια, όπως φαίνεται, έρημη και αδιάβατη. Οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους έχω πληροφορίες ότι ζουν πέρα από τον Ίστρο ονομάζονται Σιγύννες, που φορούν ρούχα μηδικά. [5.9.2] Τ᾽ άλογά τους είναι μαλλιαρά σ᾽ όλο τους το σώμα, με τρίχωμα κάπου πέντε δάχτυλα βαθύ, μικροκαμωμένα κι ασχημομούρικα, κι ανήμπορα να σηκώσουν καβαλάρη, όταν όμως τα ζέψεις σε άμαξα, πετούν· γι᾽ αυτό το λόγο κι οι ντόπιοι κυκλοφορούν με άμαξες. Τα σύνορα της χώρας τους φτάνουν ώς κοντά στους Ενετούς της Αδριατικής θάλασσας· [5.9.3] για την καταγωγή τους λένε πως είναι άποικοι των Μήδων· τώρα, πώς γίνεται να ᾽ναι αυτοί άποικοι των Μήδων, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά τί δεν μπορεί να γίνει μες σ᾽ αιώνες πολλούς; πάντως σιγύννες λένε οι Λίγυες, που ζουν πιο πάνω από τη Μασσαλία, τους γυρολόγους, ενώ οι Κύπριοι τα δόρατα. [5.10.1] Και, καταπώς λένε οι Θράκες, τα μέρη πέρ᾽ από τον Ίστρο τα κατέχουν μέλισσες, κι αυτός είναι ο λόγος που άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει πιο μπρος. Εγώ βέβαια, όταν τ᾽ ακούω αυτά, δεν τα παίρνω στα σοβαρά, αφού είναι γνωστό πως αυτά τα ζώα ολοφάνερα δεν το αντέχουν το κρύο· νομίζω λοιπόν πως ο λόγος που τα μέρη που βρίσκονται κάτω από τη Μεγάλη άρκτο μένουν ακατοίκητα, είναι το κρύο. Αυτά λένε λοιπόν γι᾽ αυτή τη χώρα· τις παραθαλάσσιες λοιπόν περιοχές της ο Μεγάβαζος τις υπόταζε στην εξουσία των Περσών. [5.11.1] Ο Δαρείος διάβηκε με την πιο μεγάλη βιασύνη τον Ελλήσποντο κι έφτασε στις Σάρδεις· και τότε θυμήθηκε και τις καλές υπηρεσίες του Ιστιαίου του Μιλησίου και τη συμβουλή του Κώη του Μυτιληναίου· έστειλε λοιπόν και τους κάλεσε στις Σάρδεις και τους είπε να του ζητήσουν ό,τι ήθελε ο καθένας τους. [5.11.2] Λοιπόν ο Ιστιαίος, που έτσι κι αλλιώς ήταν τύραννος της Μιλήτου, δεν είχε καμιά ανάγκη να ζητήσει εξουσία τυράννου, αλλά ζητά τη Μύρκινο, στη χώρα των Ηδωνών, θέλοντας να χτίσει πόλη εκεί. Αυτός λοιπόν αυτή την επιλογή έκανε, ενώ ο Κώης, μια και δεν ήταν τύραννος αλλά απλός πολίτης, ζητά να γίνει τύραννος της Μυτιλήνης. Πήραν λοιπόν κι οι δυο την αμοιβή τους και τράβηξαν ο καθένας τους στον τόπο που διάλεξε. [5.12.1] Κι όσο για τον Δαρείο, του συνέβη να δει ένα περιστατικό σαν το ακόλουθο και να του έρθει η ιδέα να δώσει εντολή στον Μεγάβαζο να κυριέψει τους Παίονες και να τους αρπάξει με τη βία για να τους μεταφέρει από την Ευρώπη στην Ασία· ήταν ο Πίγρης κι ο Μαστύης, Παίονες, που, όταν ο Δαρείος πέρασε στην Ασία, θέλοντας να γίνουν τύραννοι των Παιόνων, πηγαίνουν στις Σάρδεις και μαζί τους έφερναν μια αδερφή τους ψηλή και όμορφη. [5.12.2] Περίμεναν να ᾽ρθει η μέρα που ο Δαρείος καθόταν στο θρόνο του στο χώρο που βρισκόταν μπροστά από την πόλη των Λυδών κι έκαναν το εξής: στόλισαν την αδερφή τους όσο καλύτερα μπορούσαν και την έστελναν να πάρει νερό κρατώντας στάμνα πάνω στο κεφάλι της και τραβώντας άλογο από τα γκέμια, που τα ᾽χε περασμένα στο χέρι της που έκλωθε λινάρι. [5.12.3] Καθώς λοιπόν η γυναίκα περνούσε αποκεί, κίνησε την προσοχή του Δαρείου· γιατί δεν ήταν ούτε περσικά ούτε λυδικά ούτε κανενός ασιατικού λαού τα καμώματα της γυναίκας. Και, καθώς κίνησε την προσοχή του, ο Δαρείος στέλνει μερικούς δορυφόρους του με τη διαταγή να παραφυλάξουν τί θα κάνει με τ᾽ άλογο η γυναίκα. [5.12.4] Αυτοί λοιπόν την ακολούθησαν από απόσταση, κι αυτή, φτάνοντας στο ποτάμι, πότισε το άλογο, κι αφού το πότισε και γέμισε τη στάμνα νερό, πήρε και περνούσε τον ίδιο δρόμο, κουβαλώντας το νερό πάνω στο κεφάλι και τραβώντας με τα γκέμια στο χέρι το άλογο και κλώθοντας με το αδράχτι. [5.13.1] Εντυπωσιάστηκε ο Δαρείος μ᾽ όσα άκουσε από τους κατασκόπους και μ᾽ όσα έβλεπε με τα μάτια του να ᾽χει μαζί της αυτή και διέταξε να τη φέρουν μπροστά του. Και μόλις του την έφεραν, νά τα και τ᾽ αδέρφια της που παραμόνευαν κάπου εκεί κοντά. Ρώτησε τότε ο Δαρείος ποιά είναι η πατρίδα της, κι οι νεαροί είπαν ότι είναι Παίονες κι εκείνη είναι αδερφή τους. [5.13.2] Κι αυτός ξαναρώτησε, τί λαός είναι αυτοί οι Παίονες και πού ζουν, κι εκείνοι τί ήθελαν κι ήρθαν στις Σάρδεις. Κι αυτοί του αποκρίθηκαν πως ήρθαν για να του δηλώσουν υποταγή και πως η Παιονία είναι χώρα με πολλές πολιτείες στην περιοχή του Στρυμόνα ποταμού, κι ο Στρυμόνας βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον Ελλήσποντο, και πως ο λαός τους ήταν άποικοι των Τευκρών της Τροίας. [5.13.3] Έτσι λοιπόν απάντησαν αυτοί στην κάθε ερώτησή του, κι εκείνος τους ρωτούσε αν όλες οι γυναίκες του τόπου τους ήταν τόσο προκομμένες. Κι αυτοί πρόθυμα βεβαίωσαν ότι ναι, έτσι είναι· πως γι᾽ αυτό άλλωστε έκαναν ό,τι έκαναν. [5.14.1] Τότε ο Δαρείος γράφει γράμμα στον Μεγάβαζο, που τον άφησε αρχηγό του στρατού στη Θράκη, με την εντολή να σηκώσει με τη βία τους Παίονες απ᾽ τον τόπο τους και να τους φέρει σ᾽ αυτόν, και τους ίδιους και τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. [5.14.2] Κι αμέσως ένας αγγελιοφόρος έτρεχε καβάλα στ᾽ άλογό του φέρνοντας την εντολή στον Ελλήσποντο, κι αφού πέρασε στην απέναντι ακτή δίνει το γράμμα στον Μεγάβαζο. Το διάβασε αυτός, πήρε οδηγούς από τη Θράκη και βάδισε με το στρατό του εναντίον της Παιονίας. [5.15.1] Λοιπόν οι Παίονες πληροφορήθηκαν ότι οι Πέρσες βαδίζουν εναντίον τους και με το σύνολο του στρατού τους πορεύτηκαν προς το μέρος της θάλασσας, πιστεύοντας πως αποκεί θα επιχειρήσουν την εισβολή οι Πέρσες. [5.15.2] Κι οι Παίονες πήραν θέση να φράξουν το δρόμο στο στρατό του Μεγαβάζου που βάδιζε εναντίον τους, όμως οι Πέρσες, μαθαίνοντας ότι οι Παίονες με ενωμένες τις δυνάμεις τους φρουρούν την είσοδο της χώρας τους από τη μεριά της θάλασσας, έχοντας οδηγούς πήραν άλλο δρόμο, από τα βορινά, έτσι που, δίχως να τους πάρουν είδηση οι Παίονες, πέφτουν πάνω στις πόλεις τους, που είχαν μείνει χωρίς υπερασπιστές. Καθώς λοιπόν έπεσαν πάνω σε ανυπεράσπιστες πόλεις, εύκολα τις κυρίεψαν. [5.15.3] Κι οι Παίονες, μόλις τους ήρθε είδηση πως οι πόλεις τους έπεσαν στα χέρια των εχθρών, αμέσως διασκορπίστηκαν κι η κάθε φυλή τράβηξε στον τόπο της και παραδόθηκαν στους Πέρσες. Έτσι λοιπόν από τις φυλές των Παιόνων οι Σιριοπαίονες και οι Παιόπλες κι όσοι κατοικούσαν ώς τη λίμνη Πρασιάδα ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους κι οδηγήθηκαν στην Ασία. [5.16.1] Αλλά όσοι ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του όρους Παγγαίου [και των Δοβήρων και των Αγριάνων και των Οδομάντων] και της λίμνης Πρασιάδας, κανένας τους δεν έπεσε στα χέρια του Μεγαβάζου. Δοκίμασε μάλιστα να κυριέψει κι εκείνους που έχουν εγκατασταθεί στη λίμνη με τον εξής τρόπο: έστησαν στη μέση της λίμνης μια εξέδρα που στηρίζεται σε ψηλούς πασσάλους κι επικοινωνεί με τη στεριά με μια στενή γέφυρα· [5.16.2] λοιπόν τους πασσάλους που υποβαστάζουν την πλατφόρμα κάποτε στα παλιά χρόνια τούς έστησαν όλοι οι πολίτες μαζί, αλλά αργότερα τους στήνουν κρατώντας το εξής έθιμο: καθένας τους που παντρεύεται, για κάθε γυναίκα που παίρνει κουβαλά από το βουνό που τ᾽ όνομά του είναι Όρβηλος, τρεις πασσάλους και τους στήνει από κάτω· κι ο καθένας τους παντρεύεται πολλές γυναίκες. [5.16.3] Και ζούνε μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο· ο καθένας τους πάνω στην εξέδρα είναι νοικοκύρης μιας καλύβας, μες στην οποία περνά τη ζωή του, και μιας καταπακτής που μέσ᾽ από τις σκαλωσιές σε κατεβάζει στη λίμνη. Και τα παιδάκια τα νήπια τα δένουν από το πόδι με σκοινί, από φόβο μήπως κατρακυλήσουν στο νερό. [5.16.4] Αντί για χόρτο στ᾽ άλογα και στα καματερά τους δίνουν ψάρια. Κι ετούτα είναι τόσο άφθονα, που, όταν σπρώξεις προς τα κάτω την καταπακτή και κατεβάσεις με σκοινί άδειο κοφίνι στη λίμνη, δεν περιμένεις πολλή ώρα και το τραβάς απάνω γεμάτο ψάρια. Και τα ψάρια είναι δυο λογιώ, και τα λένε πάπρακες και τίλωνες. [5.17.1] Λοιπόν όσοι Παίονες έπεσαν στα χέρια των εχθρών οδηγήθηκαν στην Ασία. Κι ο Μεγάβαζος, αφού έβαλε στο χέρι του τους Παίονες, στέλνει απεσταλμένους στη Μακεδονία εφτά Πέρσες, τους πιο σπουδαίους ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν στο εκστρατευτικό σώμα. Και τους έστελνε αυτούς στον Αμύντα, για ν᾽ απαιτήσουν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. [5.17.2] Ο δρόμος λοιπόν από τη λίμνη Πρασιάδα στη Μακεδονία είναι πολύ σύντομος. Γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τη λίμνη συναντάς τα μεταλλεία, απ᾽ όπου αργότερα ο Αλέξανδρος είχε τακτικό εισόδημα ένα τάλαντο ασήμι τη μέρα, κι ύστερ᾽ από τα μεταλλεία διαβαίνοντας το βουνό που λέγεται Δύσωρο βρίσκεσαι στη Μακεδονία. [5.18.1] Όταν λοιπόν αυτοί οι Πέρσες απεσταλμένοι έφτασαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στον Αμύντα, απαιτούσαν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. Κι εκείνος κι αυτά τούς έδινε και τους καλεί να τους φιλοξενήσει· κι αφού ετοίμασε μεγαλόπρεπο δείπνο, δέχτηκε ανοιχτόκαρδα τους Πέρσες. [5.18.2] Κι όταν απόφαγαν, οι Πέρσες το έριξαν στο πιοτό, ποιός θα τ᾽ αντέξει περισσότερο, κι είπαν τα εξής: «Ξένε Μακεδόνα, εμείς οι Πέρσες έχουμε ένα συνήθειο, όταν στρώνουμε τραπέζι μεγάλο, βάζουμε τότε να καθίσουν δίπλα μας και τις αγαπητικές μας και τις νόμιμες γυναίκες μας· εσύ λοιπόν, μια και μας δέχτηκες με τόσο καλή διάθεση και μας φιλοξενείς πλουσιοπάροχα και δίνεις γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο, συμμορφώσου με τις δικές μας συνήθειες». [5.18.3] Σ᾽ αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας: «Πέρσες, εμείς δεν έχουμε αυτή τη συνήθεια, αλλά να κάθονται χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες· αλλά, μια κι εσείς που είστε τ᾽ αφεντικά ζητάτε κι ετούτο, θα το έχετε». Αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας κι έστειλε και κάλεσαν τις γυναίκες. Κι αυτές ύστερ᾽ από το κάλεσμα ήρθαν και κάθισαν η μια δίπλα στην άλλη, αντικριστά με τους Πέρσες. [5.18.4] Οι Πέρσες τότε είδαν όμορφες γυναίκες κι έλεγαν κουβέντες στον Αμύντα, πως αυτό που έγινε δεν ήταν καθόλου μα καθόλου φρόνιμο· γιατί θα ᾽ταν καλύτερο να μην έρθουν από μιας αρχής οι γυναίκες παρά που ήρθαν, πονόματος μια φορά! [5.18.5] Τί να κάνει ο Αμύντας, έδωσε προσταγή να καθίσουν δίπλα τους· οι γυναίκες έκαναν ό,τι τους είπε κι αμέσως οι Πέρσες άπλωσαν χέρι στα βυζιά τους —οι άνθρωποι ήταν πιωμένοι με το παραπάνω— και νά που κάνα δυο τους δοκίμαζαν και να τις φιλήσουν. [5.19.1] Ο Αμύντας τα ᾽βλεπε αυτά κι όμως δεν αντιδρούσε, αν κι ένιωθε άσχημα, επειδή φοβόταν με το παραπάνω τους Πέρσες, αλλά ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στο τραπέζι κι έβλεπε αυτά, έτσι που ήταν νέος κι άμαθος από συμφορές, δεν ήταν τρόπος να κρατήσει πια την ψυχραιμία του, κι αγαναχτισμένος είπε στον Αμύντα τα εξής: «Πατέρα, εσύ τώρα, καθώς το θέλει η ηλικία σου, σήκω από το τραπέζι και πήγαινε να ξεκουραστείς και μη το παρακάνεις με το πιοτό, κι εγώ θα μείνω εδώ και θα τους προσφέρω ό,τι τους χρειάζεται». [5.19.2] Κι ο Αμύντας έπιασε το νόημα, ότι ο Αλέξανδρος έχει στο νου του να προκαλέσει αναστάτωση, και του αποκρίθηκε: «Γιε μου, σχεδόν βλέπω πού το πας, από τα λόγια σου, λόγια ανθρώπου ξαναμμένου· θέλεις να με ξαποστείλεις και να φέρεις αναστάτωση· εγώ λοιπόν σε παρακαλώ να μην κάνεις καμιά αποκοτιά σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους και μας αφανίσεις, αλλά εσύ παρακολούθα ψύχραιμα τα καμώματά τους· όσο για μένα, θα σ᾽ ακούσω και θ᾽ αποσυρθώ». [5.20.1] Και μόλις ο Αμύντας μ᾽ αυτή την παράκληση αποσύρθηκε, ο Αλέξανδρος λέει στους Πέρσες: «Ξένοι μου, δεν υπάρχει για σας κανένα πρόβλημα μ᾽ αυτές τις γυναίκες· θέλετε να σμίξετε με όλες τους, θέλετε να σμίξετε μ᾽ όσες σας αρέσει, [5.20.2] εσείς να μας το πείτε· τώρα όμως, γιατί πλησιάζει πια η ώρα για το κρεβάτι και βλέπω πως από κρασί δεν πρέπει να ᾽χετε παράπονο, τούτες τις γυναίκες, αν δεν έχετε αντίρρηση, αφήστε τις να παν να λουστούν, και θα σας έρθουν πίσω λουσμένες». [5.20.3] Αυτά είπε, κι οι Πέρσες τα καλοδέχτηκαν· κι ύστερα, μόλις οι γυναίκες βγήκαν, τις έστειλε πίσω, στις κάμαρες των γυναικών, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε αμούστακα παλικάρια, πόσες ήταν οι γυναίκες, τόσα· τους έντυσε με τα ρούχα των γυναικών, τους έδωσε κοντομάχαιρα και τους πέρασε μέσα, και περνώντας τους έλεγε στους Πέρσες τα εξής: [5.20.4] «Πέρσες, μη πείτε πως η φιλοξενία που σας προσφέρουμε δεν είναι μια πανδαισία με τα όλα της· γιατί όλα τα πάντα, όσα είχαμε, και κοντά σ᾽ αυτά όσα μπορέσαμε να σας προσφέρουμε έκτακτα, όλα είναι στη διάθεσή σας, και προπάντων το μεγαλύτερο απ᾽ όλα, ετούτο: τις μητέρες και τις αδερφές μας σας τις χαρίζουμε μ᾽ όλη μας την καρδιά, για να ξέρετε πως έχετε από μας όλες τις τιμές που σας αξίζουν· ακόμη, στο βασιλιά που σας έστειλε κάντε γνωστό πως ένας Έλληνας, ο αντιβασιλιάς των Μακεδόνων, σας καλοέστρωσε και το τραπέζι και το κρεβάτι». [5.20.5] Ο Αλέξανδρος ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια έβαλε δίπλα σε κάθε Πέρση να καθίσει ένας Μακεδόνας — τάχατες γυναίκα· κι αυτοί, μόλις οι Πέρσες έκαναν να τους χαϊδέψουν, τους καθάρισαν. |