Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.3.1-6.4.5)
[6.3.1] Ὡς δὲ ξύμπαντα αὐτῷ παρεσκεύαστο, ὑπὸ τὴν ἕω ὁ μὲν στρατὸς ἐπέβαινε τῶν νεῶν, αὐτὸς δὲ ἔθυε τοῖς θεοῖς ὡς νόμος καὶ τῷ ποταμῷ τῷ Ὑδάσπῃ ὅπως οἱ μάντεις ἐξηγοῦντο. καὶ ἐπιβὰς τῆς νεὼς ἀπὸ τῆς πρώρας ἐκ χρυσῆς φιάλης ἔσπενδεν ἐς τὸν ποταμόν, τόν τε Ἀκεσίνην ξυνεπικαλούμενος τῷ Ὑδάσπῃ, ὅντινα μέγιστον αὖ τῶν ἄλλων ποταμῶν ξυμβάλλειν τῷ Ὑδάσπῃ ἐπέπυστο καὶ οὐ πόρρω αὐτῶν εἶναι τὰς ξυμβολάς, καὶ τὸν Ἰνδόν, ἐς ὅντινα ὁ Ἀκεσίνης ξὺν τῷ Ὑδάσπῃ ἐμβάλλει. [6.3.2] ἐπὶ δὲ Ἡρακλεῖ τε τῷ προπάτορι σπείσας καὶ Ἄμμωνι καὶ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ὅσοις αὐτῷ νόμος σημῆναι ἐς ἀναγωγὴν κελεύει τῇ σάλπιγγι. ἅμα τε δὴ ἐσημάνθη καὶ ἀνήγοντο ἐν κόσμῳ. παρήγγελτο γὰρ ἐφ᾽ ὅσων τε τὰ σκευοφόρα πλοῖα ἐχρῆν τετάχθαι καὶ ἐφ᾽ ὅσων τὰ ἱππαγωγά, ἐφ᾽ ὅσων τε τὰς μαχίμους τῶν νεῶν, ὡς μὴ συμπίπτειν ἀλλήλαις κατὰ τὸν πόρον εἰκῇ πλεούσας· καὶ ταῖς ταχυναυτούσαις φθάνειν οὐκ ἐφίετο ἔξω τῆς τάξεως. [6.3.3] ἦν δὲ ὅ τε κτύπος τῆς εἰρεσίας οὐδενὶ ἄλλῳ ἐοικώς, ἅτε ἀπὸ πολλῶν νεῶν ἐν ταὐτῷ ἐρεσσομένων, καὶ βοὴ ἀπό τε τῶν κελευστῶν ἐνδιδόντων τὰς ἀρχάς τε καὶ ἀναπαύλας τῇ εἰρεσίᾳ καὶ τῶν ἐρετῶν ὁπότε ἀθρόοι ἐμπίπτοντες τῷ ῥοθίῳ ἐπαλαλάξειαν· αἵ τε ὄχθαι, ὑψηλότεραι τῶν νεῶν πολλαχῇ οὖσαι, ἐς στενόν τε τὴν βοὴν ξυνάγουσαι καὶ τῇ ξυναγωγῇ αὐτῇ ἐπὶ μέγα ηὐξημένην ἐς ἀλλήλας ἀντέπεμπον, καί που καὶ νάπαι ἑκατέρωθεν τοῦ ποταμοῦ τῇ τε ἐρημίᾳ καὶ τῇ ἀντιπέμψει τοῦ κτύπου καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον· [6.3.4] οἵ τε ἵπποι διαφαινόμενοι διὰ τῶν ἱππαγωγῶν πλοίων, οὐ πρόσθεν ἵπποι ἐπὶ νεῶν ὀφθέντες ἐν τῇ Ἰνδῶν γῇ (καὶ γὰρ καὶ τὸν Διονύσου ἐπ᾽ Ἰνδοὺς στόλον οὐκ ἐμέμνηντο γενέσθαι ναυτικόν), ἔκπληξιν παρεῖχον τοῖς θεωμένοις τῶν βαρβάρων, ὥστε οἱ μὲν αὐτόθεν τῇ ἀναγωγῇ παραγενόμενοι ἐπὶ πολὺ ἐφωμάρτουν, [6.3.5] ἐς ὅσους δὲ τῶν ἤδη Ἀλεξάνδρῳ προσκεχωρηκότων Ἰνδῶν ἡ βοὴ τῶν ἐρετῶν ἢ ὁ κτύπος τῆς εἰρεσίας ἐξίκετο, καὶ οὗτοι ἐπὶ τῇ ὄχθῃ κατέθεον καὶ ξυνείποντο ἐπᾴδοντες βαρβαρικῶς. φιλῳδοὶ γάρ, εἴπερ τινὲς ἄλλοι, Ἰνδοὶ καὶ φιλορχήμονες ἀπὸ Διονύσου ἔτι καὶ τῶν ἅμα Διονύσῳ βακχευσάντων κατὰ τὴν Ἰνδῶν γῆν. |
[6.3.1] Όταν όλα ετοιμάσθηκαν, ο στρατός άρχισε να επιβιβάζεται στα πλοία μόλις χάραζε, ενώ ο ίδιος θυσίαζε σύμφωνα με το έθιμο στους θεούς και στον ποταμό Υδάσπη, όπως του υπέδειξαν οι μάντεις. Αφού επιβιβάσθηκε στο πλοίο, ο Αλέξανδρος έκανε σπονδή στον ποταμό από την πλώρη με χρυσό ποτήρι επικαλούμενος μαζί με τον Υδάσπη και τον Ακεσίνη, για τον οποίο είχε πληροφορηθεί ότι, ως ο μεγαλύτερος από τους άλλους ποταμούς, συμβάλλει με τον Υδάσπη και ότι η συμβολή τους δεν βρισκόταν μακριά από εκεί· θυσίασε επίσης στον Ινδό, στον οποίο χύνονταν ο Ακεσίνης μαζί με τον Υδάσπη. [6.3.2] Και αφού έκαμε σπονδή και στον γενάρχη του Ηρακλή, στον Άμμωνα, και σε όσους άλλους θεούς συνήθιζε να θυσιάζει, διέταξε να δοθεί με τη σάλπιγγα το σύνθημα της αναχώρησης των πλοίων. Μόλις, λοιπόν, δόθηκε το σύνθημα, άρχισαν με τάξη να βγαίνουν τα πλοία στα ανοιχτά. Γιατί τους είχαν δοθεί οδηγίες, πόσο έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους τα φορτηγά και τα ιππαγωγά πλοία και πόσο τα πολεμικά, ώστε να μη συγκρούονται το ένα με το άλλο πλέοντας χωρίς τάξη στο ρεύμα του ποταμού. Απαγορεύθηκε επίσης στα ταχύπλοα πλοία να προχωρούν εμπρός και έξω από την παράταξη. [6.3.3] Ο χτύπος της κωπηλασίας δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, επειδή προερχόταν από τη σύγχρονη κωπηλασία σε πολλά πλοία. Ακούονταν επίσης οι κραυγές των κελευστών που έδιναν το σύνθημα της έναρξης και της παύσης της κωπηλασίας, καθώς και των κωπηλατών κάθε φορά που έπεφταν όλοι μαζί στο ορμητικό ρεύμα και αναφωνούσαν την πολεμική κραυγή. Και επειδή οι όχθες ήταν σε πολλά μέρη πιο ψηλές από τα πλοία και περιόριζαν σε στενό χώρο τις κραυγές, τις έστελναν πίσω η μία όχθη στην άλλη δυνατότερες εξαιτίας αυτού του περιορισμού. Και τα δασωμένα φαράγγια που υπήρχαν εδώ και εκεί στις αντικρινές όχθες του ποταμού εξαιτίας της ερημιάς και της αντήχησης του ήχου συνεργούσαν και αυτά. [6.3.4] Και τα άλογα, που διακρίνονταν επάνω στα ιππαγωγά πλοία, προκαλούσαν θαυμασμό στους βαρβάρους που παρακολουθούσαν το θέαμα, γιατί ποτέ πρωτύτερα δεν είχαν εμφανισθεί στη χώρα των Ινδών άλογα επάνω σε πλοία (επειδή και κατά την εκστρατεία του Διονύσου εναντίον της Ινδίας δεν θυμούνταν οι Ινδοί να υπήρχε ναυτικό). Έτσι όσοι παραβρέθηκαν στην αναχώρηση των πλοίων, τα παρακολούθησαν από μακρινή απόσταση, [6.3.5] ενώ όσοι Ινδοί είχαν πλέον προσχωρήσει στον Αλέξανδρο και άκουσαν τις κραυγές των κωπηλατών ή τον χτύπο της κωπηλασίας προσέτρεξαν και αυτοί στην όχθη και ακολουθούσαν τραγουδώντας στη γλώσσα τους. Γιατί οι Ινδοί αγαπούν τα τραγούδια και τον χορό περισσότερο από κάθε άλλο λαό, από την εποχή ακόμη του Διονύσου και εκείνων που κατά βακχικό τρόπο εόρτασαν τότε μαζί του στη χώρα των Ινδών. |