Έτσι τους μίλησε, κι έπεσαν όλοι σε βαριά σιωπή.
Μόνο ο Αμφίνομος μπήκε στη μέση να αγορεύσει —
του Νίσου ο τιμημένος γιος, ο εγγονός του αρχοντικού Αρήτου,
ο πρώτος των μνηστήρων από το σιτοφόρο, καταπράσινο
Δουλίχιο· ακόμη και της Πηνελόπης τής πήγαινε ο Αμφίνομος
όταν μιλούσε, γιατί είχε γνωστικό μυαλό.
Μπήκε λοιπόν αυτός στη μέση και τους είπε:
400«Φίλοι μου, εγώ δεν αποδέχομαι εύκολα τον θάνατο
του Τηλεμάχου· έτσι κι αλλιώς βρίσκω αποτρόπαιο να θανατώνεις
βασιλικό βλαστάρι. Καλύτερα πρώτα να μάθουμε τι συμβουλεύουν
οι θεοί. Αν συναινέσουν του μεγάλου Δία οι χρησμοί, τότε κι ο ίδιος
θα σκοτώσω κι άλλους στο φονικό θα σπρώξω· αν όμως οι θεοί
το απαγορεύσουν, προτείνω αυτό να σταματήσει.»
Έτσι τους μίλησε ο Αμφίνομος, κι ο λόγος του άρεσε.
Σηκώθηκαν αυτοί κι αμέσως τράβηξαν στου Οδυσσέα τα δώματα,
φτάνοντας καλοκάθησαν σε γυαλισμένους θρόνους.
Στο μεταξύ κι η Πηνελόπη με τη δική της φρόνηση στοχάστηκε
άλλα· να κάνει την εμφάνισή της στους μνηστήρες,
410που ξεπερνούσαν κάθε μέτρο με το θράσος τους.
Τον είχε μάθει τον χαλασμό του γιου της μέσα στο παλάτι·
ο κήρυκας της τον φανέρωσε, ο Μέδων, ακούγοντας
το δόλιο σχέδιο των μνηστήρων.
Κατέβηκε τότε η βασίλισσα και προχωρούσε στη μεγάλη αίθουσα
με συνοδεία δυο θεραπαινίδες.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες,
πλάι στην κολόνα ακούμπησε της καλοκαμωμένης στέγης,
καλύπτοντας τα μάγουλά της με φωτεινή μαντίλα.
Στράφηκε αμέσως στον Αντίνοο, μιλώντας του σκληρά:
«Αντίνοε ξιπασμένε, κακομήχανε! Κι ας λέει ο κόσμος στην Ιθάκη
πως είσαι ο άριστος στη σκέψη και στα λόγια, ανάμεσα
420σ᾽ όλους της ηλικίας σου. Ποτέ δεν ήσουν τέτοιος,
ξεμυαλισμένε! Τι κάθεσαι και κλώθεις τον φόνο και τον θάνατο
του Τηλεμάχου; Εσύ δεν σέβεσαι καν τους ανυπεράσπιστους
που έχουν τον Δία μάρτυρά τους —
ανόσιοι όσοι μηχανεύονται ένας του άλλου το κακό.
Ή μήπως ξέχασες πότε και πώς, κυνηγημένος ο πατέρας σου
από τον φόβο του λαού του, έφτασε εδώ ικέτης; Είχαν μαζί του
εξοργιστεί πολύ, που πήγε τους Θεσπρωτούς να βλάψει
με πειρατές από την Τάφο. Ήσαν αυτοί δικοί μας φίλοι, θέλησαν
τότε να τον αφανίσουν, να τον κατασπαράξουν, να φάνε
τα πολλά και πολυπόθητά του πλούτη.
430Κι όμως ο Οδυσσέας τούς έκοψε τη φόρα πάνω στη βράση.
Και τώρα εσύ του τρως ανέξοδα στο σπίτι, παντρολογιέσαι τη γυναίκα του,
σκοτώνεις το παιδί του, κι εμένα φαρμακώνεις.
Σ᾽ το λέω, σύνελθε· σταμάτα πια και πες να σταματήσουνε κι οι άλλοι.»
|