Κι ενώ εκείνοι μεταξύ τους έτσι συνομιλούσαν,
έμπαινε κιόλας στην Ιθάκη το καλοχτισμένο πλοίο,
αυτό που τον Τηλέμαχο έφερε απ᾽ την Πύλο
και τους συντρόφους του όλους.
Κι όταν προσάραξε μες στο βαθύ λιμάνι,
τράβηξαν στην ακτή το μελανό καράβι, κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι
τους πήραν τ᾽ άρματα. Με δίχως καθυστέρηση μετέφεραν μετά
τα εξαίσια δώρα στου Κλυτίου το σπίτι,
κι αμέσως έστειλαν τον κήρυκα στου Οδυσσέα τα δώματα, την αγγελία να φέρει
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, πως ο Τηλέμαχος είχε ξεμείνει
330στους αγρούς, έδωσε όμως εντολή να καταπλεύσει το πλεούμενο
ίσα στην πόλη, για να μην έχει μέσα της τον φόβο η φρόνιμη βασίλισσα
και τρέχει από τα μάτια της το δάκρυ της ποτάμι.
Συνέπεσαν ωστόσο κήρυκας και θείος χοιροβοσκός,
με το ίδιο μήνυμα κι οι δυο, για να το πουν στην Πηνελόπη.
Κι όταν μέσα στο σπίτι βρέθηκαν του θεϊκού Οδυσσέα,
φώναξε ο κήρυκας ανάμεσα στις άλλες δούλες:
«Βασίλισσα, γύρισε πίσω το αγαπημένο σου παιδί.»
Συγχρόνως ο χοιροβοσκός στάθηκε πλάι στην Πηνελόπη,
της εξηγούσε τα όσα του είχε παραγγείλει ο αγαπημένος γιος της,
340κι όταν απόσωσε την εντολή του ολόκληρη, άφησε πίσω του
παλάτι και περίβολο, και τράβηξε τον δρόμο του,
να βρει τους χοίρους του.
Όσο για τους μνηστήρες, κατσουφιασμένοι και στυφοί απ᾽ το κακό τους,
βγήκαν απ᾽ τη μεγάλη αίθουσα, προσπέρασαν τον υψωμένο τοίχο
της αυλής, κι απέξω εκεί, μπρος στην αυλόθυρα, μαζεύτηκαν.
Πρώτος ανάμεσά τους πήρε τον λόγο του Πολύβου ο γιος, ο Ευρύμαχος:
«Φίλοι μου, τι θρασύ κατόρθωμα κι αυτό που συντελέστηκε
με το ταξίδι του Τηλέμαχου — κι εμείς φωνάζαμε πως όχι,
ατέλεστο θα μείνει.
Μα τώρα εμπρός, καράβι μελανό να ρίξουμε
στη θάλασσα κι ας μαζευτούν οι κωπηλάτες ναύτες το ταχύτερο,
350να φέρουν μήνυμα σ᾽ αυτούς, αμέσως να γυρίσουν πίσω.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του και βλέπει ο Αμφίνομος,
στριφογυρίζοντας στη θέση του, το πλοίο κιόλας στο βαθύ λιμάνι·
να κατεβάζουν τα πανιά και να σηκώνουν τα κουπιά στα χέρια.
Ξέσπασε τότε σε γέλωτα ιλαρό, φωνάζοντας προς τους συντρόφους:
«Κάθε μας μήνυμα πια περισσεύει· να τοι μες στο λιμάνι!
Ή τους φανέρωσε το πράγμα ένας θεός, ή με τα μάτια τους
είδαν το πλοίο του Τηλεμάχου να τους προσπερνά,
αλλά δεν μπόρεσαν να το προλάβουν.»
Ακούγοντας τα λόγια του σηκώθηκαν μεμιάς και τράβηξαν να πάνε
στο ακρογιάλι. Γρήγορα εκείνοι σέρνουν στη στεριά το μελανό καράβι,
360κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι τους πήραν τ᾽ άρματα.
Όλοι μαζί μετά σπεύδουν για σύναξη στην αγορά, αλλά δεν άφησαν
πλάι τους να καθήσει κανένας άλλος, νέος ή γέρος.
Τότε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη, μπήκε στη μέση και τους είπε:
«Ουαί κι αλίμονο· πώς οι θεοί τον γλίτωσαν αυτόν από τον όλεθρο!
Όλη τη μέρα, στημένοι σε βίγλες ανεμόδαρτες,
άλλαζαν οι σκοποί μας βάρδια. Κι όταν ο ήλιος έγερνε στη δύση,
μήτε μια νύχτα δεν μας βρήκε ξαπλωμένους στη στεριά·
μέσα στο πέλαγος, πάνω στο γρήγορο καράβι, πλέοντας συνεχώς,
καραδοκούσαμε να φέξει το θείο φως της μέρας,
προσηλωμένοι στου Τηλεμάχου το καρτέρι, πώς θα τον πιάσουμε,
για να τον θανατώσουμε — κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι
370σίγουρα κάποιος δαίμονας.
Καιρός όμως εδώ τον άθλιο χαλασμό να σοφιστούμε
του Τηλεμάχου· μη μας ξεφύγει πάλι μέσα από τα χέρια.
Γιατί, όσο εκείνος ζει, δεν βλέπω τη δουλειά μας να τελειώνει·
ξέρει καλά από μόνος του πώς να σκεφτεί και τι να αποφασίσει,
αλλά κι ο κόσμος πια δεν μας χαρίζεται κι εμάς σαν άλλοτε.
Λοιπόν βιαστείτε, προτού καλέσει εκείνος τους Αχαιούς
στην αγορά. Δεν το νομίζω πως θα μείνει με χέρια σταυρωμένα.
Διπλά οργισμένος, θα σηκωθεί σ᾽ όλους μπροστά, να φανερώσει
τον άγριο φόνο που μηχανευτήκαμε, αλλά δεν τον προλάβαμε·
κι αυτοί ασφαλώς δεν πρόκειται να μας παινέσουν, ακούγοντας
380τη βρώμική μας πράξη.
Μήπως μας βλάψουν άσχημα, μας εξορίσουν απ᾽ την ίδια μας
τη γη, και φτάσουμε σε ξένη χώρα.
Ας τον προλάβουμε λοιπόν, στα χέρια μας να πέσει· μακριά
απ᾽ την πόλη, στους αγρούς ή και στον δρόμο
να τον θανατώσουμε. Ύστερα μοιραζόμαστε τα πλούτη και τους θησαυρούς του —
ίσο μερίδιο όλοι. Το σπίτι θα το αφήσουμε ασφαλώς
στη μάνα του, να το ᾽χει αυτή κι όποιος την παντρευτεί.
Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου, αν προτιμάτε να μείνει
ζωντανός αυτός και στο ακέραιο να κρατεί τα πατρικά αγαθά του, τότε
λέω να πάψουμε κι εμείς εδώ να μαζευόμαστε, να τρώμε
το δικό του βιος με σπάταλη ευχαρίστηση· καλύτερα
390ο καθένας χωριστά, από το σπίτι του να στέλνει προξενιό
και να της τάζει τα γαμήλια δώρα, κι εκείνη ας πάρει ταίρι της
όποιον τα πιο πολλά της δώσει κι όποιον της γράφει η μοίρα της.»
|