[4.197.1] Αυτοί λοιπόν είναι οι Λίβυες που μπορούμε να τους αναφέρουμε με τ᾽ όνομά τους· και για τους περισσότερους απ᾽ αυτούς τ᾽ όνομα του βασιλιά των Περσών ούτε τώρα λέει τίποτε ούτε και τότε. [4.197.2] Κι αυτό που ακόμη έχω να προσθέσω για τη χώρα αυτή, είναι ότι τέσσερα, όχι περισσότερα, έθνη, απ᾽ όσο ξέρουμε, την κατοικούν· κι από τα έθνη αυτά τα δυο είναι εντόπια, τ᾽ άλλα δυο όχι, δηλαδή εντόπιοι είναι οι Λίβυες κι οι Αιθίοπες, που οι πρώτοι κατοικούν τις βορινές, οι δεύτεροι τις νότιες περιοχές της Λιβύης, ενώ οι Φοίνικες κι οι Έλληνες είναι ξενοφερμένοι. [4.198.1] Δε μου φαίνεται επίσης ότι η Λιβύη είναι τίποτε αξιόλογη για τον πλούτο της γης της, έτσι που να συγκριθεί με την Ασία ή την Ευρώπη, εκτός από μια περιοχή της, την Κίνυπο (γιατί η περιοχή έχει το ίδιο όνομα με τον ποταμό). [4.198.2] Ετούτη λοιπόν στην παραγωγή δημητριακών είναι στην ίδια σειρά με τις πρώτες και καλύτερες χώρες, και δε μοιάζει καθόλου με την υπόλοιπη Λιβύη· γιατί το χώμα της είναι μαύρο και παίρνει νερό από πηγές· και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων. [4.198.3] Καρπερή είναι και η γη που καλλιεργούν οι Ευεσπερίτες· δηλαδή, τις χρονιές που έχουν τις καλύτερες σοδειές, το ένα δίνει εκατό, ενώ στην Κίνυπο το ένα τριακόσια. [4.199.1] Αλλά και η χώρα των Κυρηναίων, που έχει το μεγαλύτερο υψόμετρο απ᾽ όλη τη Λιβύη που κατοικείται από τους νομάδες, παρουσιάζει κάτι το αξιοθαύμαστο: τρεις σοδειές το χρόνο! Δηλαδή πρώτα τα γεννήματα των παραθαλάσσιων περιοχών καλούν ανυπόμονα τον θεριστή και τον τρυγητή· με το σόδιασμά τους, έρχονται με τη σειρά τους τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών να καλούν ανυπόμονα να σοδιαστούν· [4.199.2] τώρα, σοδιάστηκαν τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών, ωριμάζουν και καλούν το θεριστή εκείνα που βγαίνουν στα ψηλώματα, έτσι που οι άνθρωποι καταρούφηξαν και καταφάγανε τα πρώτα γεννήματα την ώρα που ωριμάζουν τα τελευταία. Μ᾽ αυτό τον τρόπο οι Κυρηναίοι καταγίνονται οχτώ μήνες το χρόνο με το σόδιασμα. Αλλά σα να είπα αρκετά γι᾽ αυτά. [4.200.1] Κι οι Πέρσες που έστειλε ο Αρυάνδης από την Αίγυπτο για να βοηθήσουν τη Φερετίμη έφτασαν στη Βάρκη και την πολιορκούσαν, ζητώντας να τους παραδώσουν τους πρωταίτιους του φόνου του Αρκεσιλάου· αυτοί όμως, καθώς ο λαός στο σύνολό του ήταν συνένοχος, δε δέχτηκαν την πρόταση. [4.200.2] Τότε λοιπόν οι Πέρσες πολιορκούσαν τη Βάρκη εννιά μήνες, και σκάβοντας υπόγεια λαγούμια που κατευθύνονταν στο τείχος κι επιχειρώντας ορμητικές εφόδους. Λοιπόν, τα λαγούμια τα εντόπισε ένας σιδεράς με μια ασπίδα χάλκινη, με την εξής επινόηση· γύριζε μ᾽ αυτή στην περιοχή που προστατευόταν από το τείχος και την έφερνε σ᾽ επαφή με το έδαφος της πόλης· [4.200.3] λοιπόν αλλού, ενώ ακουμπούσε την ασπίδα στη γη, δεν ακουγόταν ξεκάθαρα τίποτε, όμως, εκεί όπου οι εχθροί έσκαβαν, αντηχούσε ο χαλκός της ασπίδας. Άνοιγαν λοιπόν οι Βαρκαίοι σ᾽ εκείνα τα σημεία αντίθετο λαγούμι και σκότωναν τους Πέρσες που έσκαβαν το δικό τους. Λοιπόν, αυτό μ᾽ ετούτη την επινόηση το αντιμετώπισαν οι Βαρκαίοι, κι από την άλλη απέκρουαν τις εφόδους. [4.201.1] Έτσι για πολύ καιρό είχαν μεγάλη φθορά και πολλούς σκοτωμένους και οι δυο μεριές, και περισσότερο οι Πέρσες, όταν ο Άμασης, ο στρατηγός του πεζικού, σοφίστηκε το εξής· είδε πως τους Βαρκαίους δεν μπορεί να τους κυριέψει με μάχη, μπορούσε όμως με δόλο, και νά τί κάνει: έβαλε να σκάψουν τη νύχτα μεγάλη τάφρο και ν᾽ απλώσουν απάνω της ξύλα φτενά, και πάνω πάνω σκέπασε τα ξύλα με χώμα, που το σκόρπισε έτσι ώστε να έχει το ίδιο ύψος με το άλλο έδαφος. [4.201.2] Ξημέρωσε η άλλη μέρα και καλούσε τους Βαρκαίους σε διαπραγματεύσεις. Κι αυτοί με χαρά ανταποκρίθηκαν κι έφτασαν να στρέξουν να κάνουν συνθήκη. Κι η συνθήκη έγινε μ᾽ έναν τέτοιο όρο —η ανταλλαγή των επίσημων όρκων έγινε πάνω στην κρυμμένη τάφρο—: όσο το έδαφος που πατάμε παραμένει όπως είναι, οι όρκοι να είναι σεβαστοί· οι Βαρκαίοι να δεχτούν να πληρώσουν στο βασιλιά το φόρο που του αξίζει κι οι Πέρσες να μη κάνουν καμιά πράξη βίας σ᾽ αυτούς. [4.201.3] Και ύστερ᾽ από τους όρκους οι Βαρκαίοι, δίνοντας πίστη σ᾽ αυτούς, και οι ίδιοι τους βγήκαν έξω από την πόλη κι άφησαν ελεύθερη την είσοδο σ᾽ όποιον ήθελε, έχοντας ανοίξει τις πύλες. Αλλά οι Πέρσες γκρέμισαν την κρυμμένη στοά και τρέχοντας μπήκαν μέσα στο τείχος. Κι ο λόγος που γκρέμισαν τη στοά που είχαν κάνει ήταν να μη φανούν επίορκοι, αφού ο επίσημος όρκος που έδωσαν ήταν να μένουν σεβαστές οι ένορκες συμφωνίες για πάντα, όσο το έδαφος εκείνο έμενε στη θέση του· από την ώρα όμως που γκρεμίστηκε, οι όρκοι πήγαν περίπατο. [4.202.1] Η Φερετίμη λοιπόν τους Βαρκαίους που πρωτοστάτησαν στο φόνο, όταν οι Πέρσες τούς παράδωσαν στα χέρια της, τους παλούκωσε ένα γύρο ψηλά στο τείχος κι έκοψε τα βυζιά των γυναικών τους και τα ᾽βαλε κι αυτά να κρέμονται ένα γύρο στο τείχος. [4.202.2] Όσο για τους υπόλοιπους Βαρκαίους, πρόσταξε να τους πάρουν οι Πέρσες λεία πολέμου, εκτός από εκείνους που ανήκαν στην οικογένεια του Βάττου και δεν είχαν ανάμειξη στο φόνο· στα χέρια τους άφησε τη διακυβέρνηση της πόλης η Φερετίμη. [4.203.1] Λοιπόν οι Πέρσες αιχμαλώτισαν τους υπόλοιπους Βαρκαίους και πήραν το δρόμο του γυρισμού· κι όταν εμφανίστηκαν μπροστά στην πόλη των Κυρηναίων, για να διώξουν από πάνω τους κάποιο κρίμα, σύμφωνα μ᾽ έναν χρησμό, οι Κυρηναίοι τούς άφησαν να περάσουν μέσα απ᾽ την πόλη τους. [4.203.2] Και, καθώς το στράτευμα διέσχιζε την πόλη, ενώ ο Βάδρης, ο αρχηγός του ναυτικού, πρότεινε να κυριέψουν την πόλη, ο Άμασης, ο αρχηγός του πεζικού, δεν έστρεξε, γιατί, έλεγε, η αποστολή τους ήταν από τις ελληνικές πόλεις μόνο τη Βάρκη να χτυπήσουν· τέλος, όταν διέσχισαν την πόλη και στρατοπέδευσαν στο λόφο του Λυκαίου Δία, μετάνιωσαν που δεν πήραν την Κυρήνη και δοκίμασαν να μπουν σ᾽ αυτή για δεύτερη φορά, αλλά οι Κυρηναίοι δεν το ανέχτηκαν. [4.203.3] Και, χωρίς κανένας να τους μάχεται, πανικός έπιασε τους Πέρσες και ύστερ᾽ από φευγάλα εξήντα περίπου σταδίων σταμάτησαν και πήραν ανάσα. Στρατοπέδευσαν λοιπόν εκεί, όταν ήρθε ο αγγελιοφόρος από τον Αρυάνδη καλώντας τους να επιστρέψουν στη χώρα τους. Κι οι Πέρσες, ύστερ᾽ από παράκλησή τους που έγινε δεκτή από τους Κυρηναίους, πήραν εφόδια για το δρόμο και σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αίγυπτο. [4.203.4] Όμως αποκεί και πέρα τους πήραν από κοντά οι Λίβυες και, για τις φορεσιές και τις πανοπλίες τους, σκότωναν όσους έμεναν πίσω ή ξεστράτιζαν, ώσπου έφτασαν στην Αίγυπτο. [4.204.1] Λοιπόν, το πιο απόμακρο μέρος της Λιβύης, στο οποίο έφτασε αυτό το εκστρατευτικό σώμα, ήταν οι Ευεσπερίδες. Και τους Βαρκαίους που αιχμαλώτισαν τους άρπαξαν με τη βία από την Αίγυπτο και τους πήγαν στο βασιλιά· κι ο βασιλιάς Δαρείος τούς έδωσε ένα χωριό της Βακτριανής, για να εγκατασταθούν. Κι ετούτοι ονόμασαν το χωριό αυτό Βάρκη, που ακόμα και στον καιρό μου είχε τον κόσμο του, στη Βακτριανή. |