Πάλι του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Ω ναι, εκείνοι δεν θα μείνουν για πολύ μακριά από την άγρια μάχη,
όταν θα φτάσει η ώρα να κρίνει ο Άρης τον αγώνα μας
με τους μνηστήρες στο παλάτι.
270Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες —
εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ᾽ τα πόδια
να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
280δεν θα σ᾽ ακούσουν· γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα — να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης.
Όσο για τους μνηστήρες, όταν τα αναζητήσουνε και σε ρωτήσουν,
πάλι τους ξεγελάς με λόγια μαλακά: «Τα σήκωσα να τα φυλάξω
από την κάπνα, γιατί δεν μοιάζουν πια όπως ο Οδυσσέας
τ᾽ άφησε τη μέρα εκείνη που έφευγε στην Τροία·
290έχουν το χάλι τους, τα θάμπωσε η καπνισμένη ανάσα της φωτιάς.
Κι ένας ακόμη λόγος σοβαρότερος, που ο Δίας τον έβαλε στον νου μου·
μήπως μιαν ώρα μεθυσμένοι, πιάσετε μεταξύ σας τον καβγά
και πληγωθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε γεύμα και προξενιό —
γιατί από μόνο του το σίδερο τραβά τον άντρα.»
Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ᾽ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
300αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση
πως ο Οδυσσέας βρίσκεται στο σπίτι. Μήτε ο Λαέρτης να το μάθει
μήτε ο χοιροβοσκός μήτε άλλος άνθρωπος δικός μας —
ούτε κι η ίδια η Πηνελόπη.
Μόνο εσύ κι εγώ, μαζί να δούμε των γυναικών το φρόνημα
και λέω να δοκιμάσουμε τους άλλους δούλους· αν κάποιος μας τιμά
και μας φοβάται, και ποιος καθόλου δεν μας λογαριάζει
κι εσένα σε ατιμάζει, κι ας είσαι αυτός που είσαι.»
Ανταποκρίθηκε ο λαμπρός του γιος και τον προσφώνησε:
«Πατέρα, το φρόνημά μου σύντομα θα το γνωρίσεις —
310δεν είμαι πάντως αχαλίνωτος.
Αλλά δεν βλέπω αυτό που είπες να συμφέρει τόσο
και τους δυο μας· γι᾽ αυτό προτείνω να το ξανασκεφτείς.
Πολύν καιρό νομίζω πως θα χάσεις τους δούλους δοκιμάζοντας έναν προς έναν, γυρίζοντας και στους αγρούς· στο μεταξύ οι μνηστήρες
ανενόχλητοι κι ασύστολοι ξαφρίζουν στο παλάτι τ᾽ αγαθά σου —
δεν έχουν στάλα δισταγμό.
Είμαι λοιπόν της γνώμης, των γυναικών την πίστη
να τη δοκιμάσεις· ποιες κριματίζονται σε βάρος σου
και ποιες σου μένουν ακριμάτιστες.
Δεν θα συμβούλευα όμως, πηγαίνοντας στους στάβλους, στον έλεγχο να βάλουμε
ακόμη και τους δούλους — αυτή η δουλειά ας μείνει αργότερα,
320αν πράγματι κρατείς στο χέρι σημάδι από τον αιγίοχο Δία.»
|