Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.28.1-5.29.3)

[5.28.1] Τοιαῦτα εἰπόντος τοῦ Κοίνου θόρυβον γενέσθαι ἐκ τῶν παρόντων ἐπὶ τοῖς λόγοις· πολλοῖς δὲ δὴ καὶ δάκρυα προχυθέντα ἔτι μᾶλλον δηλῶσαι τό τε ἀκούσιον τῆς γνώμης ἐς τοὺς πρόσω κινδύνους καὶ τὸ καθ᾽ ἡδονήν σφισιν εἶναι τὴν ἀποχώρησιν. Ἀλέξανδρος δὲ τότε μὲν ἀχθεσθεὶς τοῦ τε Κοίνου τῇ παρρησίᾳ καὶ τῷ ὄκνῳ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων διέλυσε τὸν ξύλλογον· [5.28.2] ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν ξυγκαλέσας αὖθις ξὺν ὀργῇ τοὺς αὐτοὺς αὐτὸς μὲν ἰέναι ἔφη τοῦ πρόσω, βιάσεσθαι δὲ οὐδένα ἄκοντα Μακεδόνων ξυνέπεσθαι· ἕξειν γὰρ τοὺς ἀκολουθήσοντας τῷ βασιλεῖ σφῶν ἑκόντας· τοῖς δὲ καὶ ἀπιέναι οἴκαδε ἐθέλουσιν ὑπάρχειν ἀπιέναι καὶ ἐξαγγέλλειν τοῖς οἰκείοις, ὅτι τὸν βασιλέα σφῶν ἐν μέσοις τοῖς πολεμίοις ἐπανήκουσιν ἀπολιπόντες. [5.28.3] ταῦτα εἰπόντα ἀπελθεῖν ἐς τὴν σκηνὴν μηδέ τινα τῶν ἑταίρων προσέσθαι αὐτῆς τε ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ ἐς τὴν τρίτην ἔτι ἀπ᾽ ἐκείνης, ὑπομένοντα, εἰ δή τις τροπὴ ταῖς γνώμαις τῶν Μακεδόνων τε καὶ ξυμμάχων, οἷα δὴ ἐν ὄχλῳ στρατιωτῶν τὰ πολλὰ φιλεῖ γίγνεσθαι, ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει αὐτούς. [5.28.4] ὡς δὲ σιγὴ αὖ πολλὴ ‹ἦν› ἀνὰ τὸ στρατόπεδον καὶ ἀχθόμενοι μὲν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ δῆλοι ἦσαν, οὐ μὴν μεταβαλλόμενοι γε ὑπ᾽ αὐτῆς, ἐνταῦθα δὴ λέγει Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, ὅτι ἐπὶ τῇ διαβάσει οὐδὲν μεῖον ἐθύετο, θυομένῳ δὲ οὐκ ἐγίγνετο αὐτῷ τὰ ἱερά. [5.28.5] τότε δὴ τοὺς πρεσβυτάτους τε τῶν ἑταίρων καὶ τοὺς μάλιστα ἐπιτηδείους αὐτῷ συναγαγών, ὡς πάντα ἐς τὴν ὀπίσω ἀναχώρησιν αὐτῷ ἔφερεν, ἐκφαίνει ἐς τὴν στρατιάν, ὅτι ἔγνωσται ὀπίσω ἀποστρέφειν.
[5.29.1] Οἱ δὲ ἐβόων τε οἷα ἂν ὄχλος ξυμμιγὴς χαίρων βοήσειε καὶ ἐδάκρυον οἱ πολλοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ καὶ τῇ σκηνῇ τῇ βασιλικῇ πελάζοντες ηὔχοντο Ἀλεξάνδρῳ πολλὰ καὶ ἀγαθά, ὅτι πρὸς σφῶν μόνων νικηθῆναι ἠνέσχετο. ἔνθα δὴ διελὼν κατὰ τάξεις τὴν στρατιὰν δώδεκα βωμοὺς κατασκευάζειν προστάττει, ὕψος μὲν κατὰ τοὺς μεγίστους πύργους, εὖρος δὲ μείζονας ἔτι ἢ κατὰ πύργους, χαριστήρια τοῖς θεοῖς τοῖς ἐς τοσόνδε ἀγαγοῦσιν αὐτὸν νικῶντα καὶ μνημεῖα τῶν αὑτοῦ πόνων. [5.29.2] ὡς δὲ κατεσκευασμένοι αὐτῷ οἱ βωμοὶ ἦσαν, θύει δὴ ἐπ᾽ αὐτῶν ὡς νόμος καὶ ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικόν τε καὶ ἱππικόν. καὶ τὴν μὲν χώραν τὴν μέχρι τοῦ Ὑφάσιος ποταμοῦ Πώρῳ ἄρχειν προσέθηκεν, αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸν Ὑδραώτην ἀνέστρεφε. διαβὰς δὲ τὸν Ὑδραώτην, ἐπὶ τὸν Ἀκεσίνην αὖ ἐπανῄει ὀπίσω. [5.29.3] καὶ ἐνταῦθα καταλαμβάνει τὴν πόλιν ἐξῳκοδομημένην, ἥντινα Ἡφαιστίων αὐτῷ ἐκτειχίσαι ἐτάχθη· καὶ ἐς ταύτην ξυνοικίσας τῶν τε προσχώρων ὅσοι ἐθελονταὶ κατῳκίζοντο καὶ τῶν μισθοφόρων ὅ τι περ ἀπόμαχον, αὐτὸς τὰ ἐπὶ τῷ κατάπλῳ παρεσκευάζετο τῷ ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν.

[5.28.1] Αφού μίλησε έτσι ο Κοίνος, αυτοί που ήταν παρόντες έκαναν θόρυβο για τους λόγους του. Πολλοί μάλιστα έχυσαν και δάκρυα, για να φανερώσουν ακόμη περισσότερο ότι δεν επιθυμούσαν άλλους πάρα πέρα κινδύνους και ότι τους ήταν αρεστή η αποχώρηση. Ο Αλέξανδρος όμως τότε στενοχωρήθηκε και για την παρρησία του Κοίνου και για τη διστακτικότητα των άλλων αρχηγών και διέλυσε τη συγκέντρωση. [5.28.2] Την επόμενη μέρα συγκάλεσε τους ίδιους πάλι άνδρες και τους είπε οργισμένος ότι ο ίδιος θα προχωρήσει εμπρός αλλά δεν θα υποχρεώσει κανέναν από τους Μακεδόνες να τον ακολουθήσει χωρίς τη θέλησή του, γιατί θα βρει εκείνους που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τον βασιλιά τους. «Σε αυτούς που θέλουν να αναχωρήσουν για την πατρίδα επιτρέπεται, είπε, να αναχωρήσουν και να αναγγείλουν στους δικούς τους ότι έχουν επιστρέψει εγκαταλείποντας τον βασιλιά τους ανάμεσα στους εχθρούς». [5.28.3] Αφού είπε αυτά, αποχώρησε στη σκηνή του και κατά τη διάρκεια της ίδιας εκείνης μέρας και μέχρι την τρίτη μέρα από εκείνη δεν δέχθηκε να τον επισκεφθεί κανείς από τους εταίρους περιμένοντας να δει αν θα συνέβαινε κάποια μεταστροφή στις διαθέσεις των Μακεδόνων και των συμμάχων, όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε μεγάλες συγκεντρώσεις στρατιωτών και γίνονται πιο πειθαρχικοί. [5.28.4] Όταν και πάλι επικράτησε βαθιά σιωπή στο στρατόπεδο και ήταν φανερό ότι οι στρατιώτες, αν και στενοχωρούνταν για την οργή του Αλεξάνδρου, δεν άλλαζαν όμως εξαιτίας της και γνώμη, τότε πλέον, αναφέρει ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, ο Αλέξανδρος πρόσφερε παρ᾽ όλα αυτά θυσία για τη διάβαση, αλλά ενώ θυσίαζε η θυσία δεν απέβαινε ευνοϊκή. [5.28.5] Τότε, λοιπόν, αφού συγκέντρωσε τους πιο ηλικιωμένους εταίρους και τους πιο στενούς φίλους του, ανακοίνωσε στον στρατό του ότι έχει αποφασίσει να επιστρέψει πίσω, επειδή όλα τον οδηγούσαν στην πορεία προς τα πίσω.
[5.29.1] Οι στρατιώτες άρχισαν να κραυγάζουν, όπως θα κραύγαζε από χαρά ένα ανάμεικτο πλήθος, και οι περισσότεροι δάκρυσαν. Άλλοι πλησίαζαν τη βασιλική σκηνή και εύχονταν στον Αλέξανδρο πολλά και καλά, γιατί αφέθηκε από αυτούς μόνο να νικηθεί. Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος διαίρεσε τον στρατό του σε τμήματα και διέταξε να κατασκευάσουν δώδεκα βωμούς, στο ύψος ίσους με τους μεγαλύτερους πύργους και στο πλάτος ακόμη μεγαλύτερους από τους πύργους, ως ευχαριστήρια προσφορά προς τους θεούς που τον έφεραν νικητή σε τόσο μακρινούς τόπους και ως μνημεία (ενθύμια) των αγώνων του. [5.29.2] Και αφού κατασκεύασαν τους βωμούς, όπως διέταξε, πρόσφερε επάνω σε αυτούς θυσία σύμφωνα με το έθιμο και τέλεσε γυμνικό και ιππικό αγώνα. Πρόσθεσε στις κτήσεις του Πώρου την μέχρι τον Ύφαση περιοχή για να την διοικεί και ο ίδιος άρχισε να επιστρέφει προς τον Υδραώτη. Και αφού πέρασε τον Υδραώτη, άρχισε να επιστρέφει πίσω πάλι προς τον Ακεσίνη, [5.29.3] όπου βρήκε χτισμένη την πόλη, της οποίας την περιτείχιση είχε αναθέσει στον Ηφαιστίωνα. Σε αυτήν εγκατέστησε και όσους από τους γείτονες δέχθηκαν από μόνοι τους να εγκατασταθούν και από τους μισθοφόρους όσους βέβαια ήταν ανίκανοι για μάχη και άρχισε ο ίδιος να ετοιμάζεται για να πλεύσει προς τη μεγάλη θάλασσα.