Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (4.11.1-4.14.5)
[4.11.1] Τοσαῦτα τοῦ Δημοσθένους παρακελευσαμένου οἱ Ἀθηναῖοι ἐθάρσησάν τε μᾶλλον καὶ ἐπικαταβάντες ἐτάξαντο παρ᾽ αὐτὴν τὴν θάλασσαν. [4.11.2] οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἄραντες τῷ τε κατὰ γῆν στρατῷ προσέβαλλον τῷ τειχίσματι καὶ ταῖς ναυσὶν ἅμα οὔσαις τεσσαράκοντα καὶ τρισί, ναύαρχος δὲ αὐτῶν ἐπέπλει Θρασυμηλίδας ὁ Κρατησικλέους Σπαρτιάτης. προσέβαλλε δὲ ᾗπερ ὁ Δημοσθένης προσεδέχετο. [4.11.3] καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀμφοτέρωθεν ἔκ τε γῆς καὶ ἐκ θαλάσσης ἠμύνοντο· οἱ δὲ κατ᾽ ὀλίγας ναῦς διελόμενοι, διότι οὐκ ἦν πλέοσι προσσχεῖν, καὶ ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει τοὺς ἐπίπλους ἐποιοῦντο, προθυμίᾳ τε πάσῃ χρώμενοι καὶ παρακελευσμῷ, εἴ πως ὠσάμενοι ἕλοιεν τὸ τείχισμα. [4.11.4] πάντων δὲ φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο. τριηραρχῶν γὰρ καὶ ὁρῶν τοῦ χωρίου χαλεποῦ ὄντος τοὺς τριηράρχους καὶ κυβερνήτας, εἴ που καὶ δοκοίη δυνατὸν εἶναι σχεῖν, ἀποκνοῦντας καὶ φυλασσομένους τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν, ἐβόα λέγων ὡς οὐκ εἰκὸς εἴη ξύλων φειδομένους τοὺς πολεμίους ἐν τῇ χώρᾳ περιιδεῖν τεῖχος πεποιημένους, ἀλλὰ τάς τε σφετέρας ναῦς βιαζομένους τὴν ἀπόβασιν καταγνύναι ἐκέλευε, καὶ τοὺς ξυμμάχους μὴ ἀποκνῆσαι ἀντὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦναι, ὀκείλαντας δὲ καὶ παντὶ τρόπῳ ἀποβάντας τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τοῦ χωρίου κρατῆσαι. [4.12.1] καὶ ὁ μὲν τούς τε ἄλλους τοιαῦτα ἐπέσπερχε καὶ τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν ἐχώρει ἐπὶ τὴν ἀποβάθραν· καὶ πειρώμενος ἀποβαίνειν ἀνεκόπη ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, καὶ τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησέ τε καὶ πεσόντος αὐτοῦ ἐς τὴν παρεξειρεσίαν ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐξενεχθείσης αὐτῆς ἐς τὴν γῆν οἱ Ἀθηναῖοι ἀνελόμενοι ὕστερον πρὸς τὸ τροπαῖον ἐχρήσαντο ὃ ἔστησαν τῆς προσβολῆς ταύτης. [4.12.2] οἱ δ᾽ ἄλλοι προυθυμοῦντο μέν, ἀδύνατοι δ᾽ ἦσαν ἀποβῆναι τῶν τε χωρίων χαλεπότητι καὶ τῶν Ἀθηναίων μενόντων καὶ οὐδὲν ὑποχωρούντων. [4.12.3] ἐς τοῦτό τε περιέστη ἡ τύχη ὥστε Ἀθηναίους μὲν ἐκ γῆς τε καὶ ταύτης Λακωνικῆς ἀμύνεσθαι ἐκείνους ἐπιπλέοντας, Λακεδαιμονίους δὲ ἐκ νεῶν τε καὶ ἐς τὴν ἑαυτῶν πολεμίαν οὖσαν ἐπ᾽ Ἀθηναίους ἀποβαίνειν· ἐπὶ πολὺ γὰρ ἐποίει τῆς δόξης ἐν τῷ τότε τοῖς μὲν ἠπειρώταις μάλιστα εἶναι καὶ τὰ πεζὰ κρατίστοις, τοῖς δὲ θαλασσίοις τε καὶ ταῖς ναυσὶ πλεῖστον προύχειν. |
[4.11.1] Με τα λόγια αυτά του Δημοσθένη οι Αθηναίοι αναθάρρησαν πολύ, κατέβηκαν στην παραλία και παρατάχτηκαν κοντά στην θάλασσα. [4.11.2] Οι Λακεδαιμόνιοι ξεκίνησαν να χτυπήσουν το οχυρό ταυτόχρονα και από στεριά με τον στρατό, και από θάλασσα με τον στόλο τους, σαράντα τρία καράβια. Ναύαρχος ήταν ο Σπαρτιάτης Θρασυμηλίδας του Κρατησικλέους. Έκανε την επίθεσή του στο μέρος όπου τον περίμενε ο Δημοσθένης. [4.11.3] Οι Αθηναίοι υπερασπίζαν τις θέσεις τους και προς την στεριά και προς την θάλασσα. Οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή τα καράβια τους δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πολλά μαζί, τα χώρισαν σε μικρές μοίρες που έκαναν εφόδους η μια μετά την άλλη με μεγάλη ορμή και μ᾽ ενθαρρυντικές κραυγές, για ν᾽ απωθήσουν τους Αθηναίους και να κυριέψουν την τοποθεσία. [4.11.4] Περισσότερο απ᾽ όλους διακρίθηκε ο Bρασίδας. Ήταν τριήραρχος κι έβλεπε ότι, επειδή το μέρος ήταν δύσκολο, οι άλλοι τριήραρχοι κι οι κυβερνήτες, από φόβο μη τσακίσουν τα καράβια τους, διστάζαν να προσεγγίσουν ακόμα και στα σημεία όπου τούτο φαινόταν κάπως εύκολο. Τους φώναζε πως ήταν ντροπή να σκέπτονται τα σανιδόξυλα, όταν έβλεπαν τον εχθρό να έχει χτίσει οχυρό στο πάτριο έδαφος και τους παρακινούσε να τσακίσουν τα καράβια τους για να κάνουν απόβαση. Φώναζε στους συμμάχους να μην διστάσουν να θυσιάσουν στην περίσταση αυτή τα καράβια τους για τους Λακεδαιμονίους —που τους χρωστούσαν τόσες ευεργεσίες— ρίχνοντάς τα έξω στην στεριά για να κάνουν απόβαση, να νικήσουν τον εχθρό και να κυριέψουν το φρούριο. |