Μιλώντας, υποχώρησε και κάθησε, αλλά ο Τηλέμαχος
χύθηκε πάνω του οδυρόμενος, και βουρκωμένος τώρα τον αγκάλιασε.
Τότε τους συνεπήρε και τους δυο του θρήνου ο ίμερος·
σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά,
σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους
κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν·
τόσο πικρό και το δικό τους δάκρυ από τα βλέφαρά τους κύλησε.
220Και θα μπορούσε ο οδυρμός τους να κρατήσει ώσπου να δύσει ο ήλιος,
αν ο Τηλέμαχος δεν προσφωνούσε τον πατέρα του:
«Με ποιο καράβι, αγαπημένε μου πατέρα, ποιοι ναυτικοί
σ᾽ έφεραν στην Ιθάκη; για ποια γενιά καμάρωναν;
Φαντάζομαι δεν έφτασες στα μέρη μας πεζός.»
Αμέσως του αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Παιδί μου, την αλήθεια θέλω να σου πω·
οι Φαίακες, θαλασσινοί διάσημοι, μ᾽ οδήγησαν — ξεπροβοδούν αυτοί
κι άλλους πολλούς, όποιον πατήσει στο νησί τους.
Στον ύπνο βυθισμένο, από το πέλαγος με πέρασαν σε γρήγορο καράβι,
230και στην Ιθάκη μ᾽ άφησαν. Μου χάρισαν δώρα λαμπρά,
χαλκό, μαλάματα πολλά, φαντά φορέματα,
που από τη φώτιση θεού βρίσκονται τώρα ασφαλισμένα στη σπηλιά.
Κι έφτασα εδώ με σύσταση της Αθηνάς,
να αποφασίσουμε μαζί τον φόνο των εχθρών μας.
Έλα λοιπόν, λογάριασε και μέτρησέ μου τους μνηστήρες,
να μάθω τον αριθμό τους πρώτα και το σόι τους·
μετά, ζυγίζοντας το πράγμα στο καθαρό μυαλό μου,
αποφασίζω αν οι δυο μπορούμε να τα βάλουμε μαζί τους,
μόνοι μας, δίχως άλλους, ή μήπως πρέπει να γυρέψουμε
βοήθεια απ᾽ αλλού.»
240Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο συνετός Τηλέμαχος:
«Πατέρα, είχα από πάντα ακουστά το μεγαλείο της φήμης σου,
πως είσαι ακοντιστής δεινός, πως παίρνεις ζυγισμένες αποφάσεις.
Όμως αυτό που λες πάει πολύ (με πιάνει αλήθεια δέος),
πως είναι δυνατόν οι δυο να αγωνιστούμε με πολλούς γενναίους.
Γιατί δεν είναι οι μνηστήρες μόνο δέκα ή δυο φορές το δέκα·
είναι πολλοί και πολλαπλάσιοι — άκου να δεις τώρα τον αριθμό τους:
απ᾽ το Δουλίχιο πενήντα δύο νέοι διαλεχτοί
που τους ακολουθούνε κι έξι παραγιοί·
250από τη Σάμη είκοσι τέσσερις, είκοσι απ᾽ τη Ζάκυνθο
των Αχαιών βλαστοί· μέσα από την Ιθάκη δώδεκα, οι καλύτεροι —
μαζί τους ο κήρυκας ο Μέδων, ο θείος αοιδός
και δυο θεράποντες που ξέρουν να λιανίζουν κρέατα.
Ανίσως τους πετύχουμε όλους αυτούς μέσα στο σπίτι,
μήπως, πηγαίνοντας εκεί, σου βγει πικρή κι ανάποδη
η εκδίκηση για τα παράνομά τους έργα.
Γι᾽ αυτό, αν μπορούσες να σκεφτείς κάποιον να μας παρασταθεί,
στοχάσου ποιος θα ᾽ταν σε θέση να σταθεί στο πλάι μας
με προθυμία και θάρρος.»
Γύρισε τότε και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Και βέβαια θα σου πω· άκουσε εσύ, κι ας το δουλέψει ο νους σου·
260σκέψου αν αρκούν σ᾽ εμάς τους δυο η Αθηνά με τον πατέρα της τον Δία,
ή θα ᾽πρεπε να σοφιστώ και κάποιον άλλον παραστάτη.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
«Μεγάλοι κι άξιοι οι δύο παραστάτες που ονομάτισες,
κι ας κατοικούν εκεί ψηλά στα νέφη· η δύναμή τους επιβάλλεται
και στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς.»
|