Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.26.7-5.27.9)

[5.26.7] Εἰ μὲν δὴ ὑμᾶς πονοῦντας καὶ κινδυνεύοντας αὐτὸς ἀπόνως καὶ ἀκινδύνως ἐξηγούμενος ἦγον, οὐκ ἀπεικότως ἂν προεκάμνετε ταῖς γνώμαις, τῶν μὲν πόνων μόνοις ὑμῖν μετόν, τὰ δὲ ἆθλα αὐτῶν ἄλλοις περιποιοῦντες· νῦν δὲ κοινοὶ μὲν ἡμῖν οἱ πόνοι, ἴσον δὲ μέτεστι τῶν κινδύνων, τὰ δὲ ἆθλα ἐν μέσῳ κεῖται ξύμπασιν. [5.26.8] ἥ τε χώρα ὑμετέρα καὶ ὑμεῖς αὐτῆς σατραπεύετε. καὶ τῶν χρημάτων τὸ μέρος νῦν τε ἐς ὑμᾶς τὸ πολὺ ἔρχεται καὶ ἐπειδὰν ἐπεξέλθωμεν τὴν Ἀσίαν, τότε οὐκ ἐμπλήσας μὰ Δι᾽ ὑμᾶς, ἀλλὰ καὶ ὑπερβαλὼν ὅσα ἕκαστος ἐλπίζει ἀγαθὰ ἔσεσθαι τοὺς μὲν ἀπιέναι οἴκαδε ἐθέλοντας εἰς τὴν οἰκείαν ἀποπέμψω ἢ ἐπανάξω αὐτός, τοὺς δὲ αὐτοῦ μένοντας ζηλωτοὺς τοῖς ἀπερχομένοις ποιήσω.
[5.27.1] Ταῦτα καὶ τοιαῦτα εἰπόντος Ἀλεξάνδρου πολὺν μὲν χρόνον σιωπὴ ἦν οὔτε ἀντιλέγειν τολμώντων πρὸς τὸν βασιλέα ἐκ τοῦ εὐθέος οὔτε ξυγχωρεῖν ἐθελόντων. ἐν δὲ τούτῳ πολλάκις μὲν Ἀλέξανδρος ἐκέλευε λέγειν τὸν βουλόμενον, εἰ δή τις τὰ ἐναντία τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ λεχθεῖσι γιγνώσκει· ἔμενε δὲ καὶ ὣς ἐπὶ πολὺ ἡ σιωπή· ὀψὲ δέ ποτε θαρσήσας Κοῖνος ὁ Πολεμοκράτους ἔλεξε τοιάδε.
[5.27.2] Ἐπειδὴ αὐτός, ὦ βασιλεῦ, οὐ κατὰ πρόσταγμα ἐθέλεις Μακεδόνων ἐξηγεῖσθαι, ἀλλὰ πείσας μὲν ἄξειν φῄς, πεισθεὶς δὲ οὐ βιάσεσθαι, οὐχ ὑπὲρ ἡμῶν τῶνδε ποιήσομαι ἐγὼ τοὺς λόγους, οἳ καὶ προτιμώμενοι τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἆθλα τῶν πόνων οἱ πολλοὶ ἤδη κεκομισμένοι καὶ τῷ κρατιστεύειν παρὰ τοὺς ἄλλους πρόθυμοί σοι ἐς πάντα ἐσμέν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς στρατιᾶς τῆς πολλῆς. [5.27.3] οὐδὲ ὑπὲρ ταύτης τὰ καθ᾽ ἡδονὴν ἐκείνοις ἐρῷ, ἀλλὰ ἃ νομίζω σύμφορά τέ σοι ἐς τὰ παρόντα καὶ ἐς τὰ μέλλοντα μάλιστα ἀσφαλῆ εἶναι. δίκαιος δέ εἰμι καθ᾽ ἡλικίαν τε μὴ ἀποκρύπτεσθαι τὰ δοκοῦντα βέλτιστα καὶ κατὰ τὴν ἐκ σοῦ μοι οὖσαν καὶ ἐς τοὺς ἄλλους ἀξίωσιν καὶ κατὰ τὴν ἐν τοῖς πόνοις τε καὶ κινδύνοις ἐς τόδε ἀπροφάσιστον τόλμαν. [5.27.4] ὅσῳ γάρ τοι πλεῖστα καὶ μέγιστα σοί τε ἡγουμένῳ καταπέπρακται καὶ τοῖς ἅμα σοὶ οἴκοθεν ὁρμηθεῖσι, τοσῷδε μᾶλλόν τι ξύμφορόν μοι δοκεῖ πέρας τι ἐπιθεῖναι τοῖς πόνοις καὶ κινδύνοις. αὐτὸς γάρ τοι ὁρᾷς, ὅσοι μὲν Μακεδόνων τε καὶ Ἑλλήνων ἅμα σοὶ ὡρμήθημεν, ὅσοι δὲ ὑπολελείμμεθα· [5.27.5] ὧν Θετταλοὺς μὲν ἀπὸ Βάκτρων εὐθὺς οὐ προθύμους ἔτι ἐς τοὺς πόνους αἰσθόμενος οἴκαδε, καλῶς ποιῶν, ἀπέπεμψας· τῶν δὲ ἄλλων Ἑλλήνων οἱ μὲν ἐν ταῖς πόλεσι ταῖς πρὸς σοῦ οἰκισθείσαις κατῳκισμένοι οὐδὲ οὗτοι πάντῃ ἑκόντες μένουσιν· οἱ δὲ ξυμπονοῦντές τε ἔτι καὶ ξυγκινδυνεύοντες, αὐτοί τε καὶ ἡ Μακεδονικὴ στρατιά, τοὺς μὲν ἐν ταῖς μάχαις ἀπολωλέκασιν, οἱ δὲ ἐκ τραυμάτων ἀπόμαχοι γεγενημένοι ἄλλοι ἄλλῃ τῆς Ἀσίας ὑπολελειμμένοι εἰσίν, [5.27.6] οἱ πλείους δὲ νόσῳ ἀπολώλασιν, ὀλίγοι δὲ ἐκ πολλῶν ὑπολείπονται, καὶ οὔτε τοῖς σώμασιν ἔτι ὡσαύτως ἐρρωμένοι, ταῖς τε γνώμαις πολὺ ἔτι μᾶλλον προκεκμηκότες. καὶ τούτοις ξύμπασιν πόθος μὲν γονέων ἐστίν, ὅσοις ἔτι σώζονται, πόθος δὲ γυναικῶν καὶ παίδων, πόθος δὲ δὴ τῆς γῆς αὐτῆς τῆς οἰκείας, ἣν ξὺν τῷ ἐκ σοῦ πορισθέντι σφίσιν κόσμῳ μεγάλοι τε ἀντὶ μικρῶν καὶ πλούσιοι ἐκ πενήτων ἀναστρέφοντες ξύγγνωστοί εἰσιν ἐπιδεῖν ποθοῦντες. [5.27.7] σὺ δὲ νῦν μὴ ἄγειν ἄκοντας· οὐδὲ γὰρ ὁμοίοις ἔτι χρήσῃ ἐς τοὺς κινδύνους, οἷς τὸ ἑκούσιον ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἀπέσται· ἐπανελθὼν δὲ αὐτός [τε], εἰ δοκεῖ, ἐς τὴν οἰκ‹ε›ίαν καὶ τὴν μητέρα τὴν σαυτοῦ ἰδὼν καὶ τὰ τῶν Ἑλλήνων καταστησάμενος καὶ τὰς νίκας ταύτας τὰς πολλὰς καὶ μεγάλας ἐς τὸν πατρῷον οἶκον κομίσας οὕτω δὴ ἐξ ἀρχῆς ἄλλον στόλον στέλλεσθαι, εἰ μὲν βούλει, ἐπ᾽ αὐτὰ ταῦτα τὰ πρὸς τὴν ἕω ᾠκισμένα Ἰνδῶν γένη, εἰ δὲ βούλει, ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον, εἰ δέ, ἐπὶ Καρχηδόνα καὶ τὰ ἐπέκεινα Καρχηδονίων τῆς Λιβύης. ταῦτα δὲ σὸν ἤδη ἐξηγεῖσθαι. [5.27.8] ἕψονται δέ σοι ἄλλοι Μακεδόνες καὶ ἄλλοι Ἕλληνες, νέοι τε ἀντὶ γερόντων καὶ ἀκμῆτες ἀντὶ κεκμηκότων, καὶ οἷς τὰ τοῦ πολέμου διὰ τὸ ἀπείρατον ἔς τε τὸ παραυτίκα οὐ φοβερὰ καὶ κατὰ τὴν τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα ἐν σπουδῇ ἔσται· οὓς καὶ ταύτῃ ἔτι προθυμότερον ἀκολουθήσειν σοι εἰκός, ὁρῶντας τοὺς πρότερον ξυμπονήσαντάς τε καὶ ξυγκινδυνεύσαντας ἐς τὰ σφέτερα ἤθη ἐπανεληλυθότας, πλουσίους τε ἀντὶ πενήτων καὶ ἀντὶ ἀφανῶν τῶν πάλαι εὐκλεεῖς. [5.27.9] καλὸν δέ, ὦ βασιλεῦ, εἴπερ τι καὶ ἄλλο, καὶ ἡ ἐν τῷ εὐτυχεῖν σωφροσύνη. σοὶ γὰρ αὐτῷ ἡγουμένῳ καὶ στρατιὰν τοιαύτην ἄγοντι ἐκ μὲν πολεμίων δέος οὐδέν, τὰ δὲ ἐκ τοῦ δαιμονίου ἀδόκητά τε καὶ ταύτῃ καὶ ἀφύλακτα τοῖς ἀνθρώποις ἐστί.

[5.26.7] Αν βέβαια σεις μόνο κοπιάζατε και κινδυνεύατε, χωρίς να κοπιάζω και να κινδυνεύω ο ίδιος, οδηγώντας σας απλώς ως αρχηγός σας, θα ήταν εύλογο σεις πρώτοι να χάσετε το θάρρος σας, εφόσον εσείς μονάχα υπομένετε τους κόπους, ενώ τα έπαθλα των κόπων σας δίνονται σε άλλους. Τώρα όμως είναι κοινοί για μας οι κόποι και μετέχομε εξίσου στους κινδύνους, και τα έπαθλα ανήκουν σε όλους. [5.26.8] Και η χώρα αυτή είναι δική σας και σεις είσθε οι σατράπες της. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων και τώρα περιέρχεται σε σας και, αφού διατρέξουμε την Ασία, τότε, μα τον Δία, όχι μόνο θα σας γεμίσω με αγαθά, αλλά και θα δώσω παραπάνω από όσα ελπίζει ο καθένας σας να λάβει. Και όσους θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα θα τους στείλω στη χώρα μας ή θα τους οδηγήσω πίσω ο ίδιος, ενώ όσους παραμείνουν εδώ θα τους κάνω να τους ζηλεύουν εκείνοι που θα επιστρέψουν».
[5.27.1] Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια ο Αλέξανδρος, για πολλή ώρα επικράτησε σιωπή, επειδή οι διοικητές των ταγμάτων ούτε τολμούσαν να εκφράσουν απευθείας αντιρρήσεις σε αυτά που έλεγε ο βασιλιάς τους ούτε όμως ήθελαν να συμφωνήσουν μαζί του. Στο μεταξύ πολλές φορές πρότεινε ο Αλέξανδρος να μιλήσει όποιος ήθελε, αν βέβαια είχε κάποιος αντίθετη γνώμη σε όσα είπε ο ίδιος. Παρ᾽ όλα αυτά συνεχιζόταν για πολλή ώρα η σιωπή. Κάποτε επιτέλους ο Κοίνος, ο γιος του Πολεμοκράτη, πήρε το θάρρος και είπε τα εξής περίπου:
[5.27.2] «Επειδή και συ ο ίδιος, βασιλιά μου, δεν θέλεις να προστάζεις και να οδηγείς τους Μακεδόνες, αλλά λέγεις ότι θα τους οδηγήσεις μονάχα αν τους πείσεις, ενώ αν σε πείσουν, δεν θα τους υποχρεώσεις να προχωρήσουν, εγώ δεν θα μιλήσω για λογαριασμό δικό μας, των διοικητών, αλλά για χάρη των πολλών ανδρών του στρατεύματος. Γιατί εμείς και μεγαλύτερες τιμές απολαμβάνουμε από τους άλλους και οι περισσότεροι από μας έχομε ήδη λάβει έπαθλα για τον μόχθο μας και είμαστε πρόθυμοι για κάθε σου διαταγή, μιας και έχομε ανώτερα αξιώματα σε σχέση με τους άλλους. [5.27.3] Αλλ᾽ αν και θα μιλήσω για χάρη τους, δεν θα αναφέρω όσα είναι ευχάριστα σε εκείνους, αλλά όσα νομίζω ότι στην παρούσα περίσταση και σε σένα συμφέρουν και προπάντων όσα θα μας χαρίσουν ασφάλεια στο μέλλον. Έχω το δικαίωμα να μην αποκρύψω αυτά που νομίζω ότι είναι τα καλύτερα και λόγω της ηλικίας μου και λόγω του αξιώματος που μου έδωσες σε σχέση με τους άλλους και εξαιτίας της χωρίς δισταγμούς τόλμης που έχω μέχρι τώρα επιδείξει στους πολεμικούς αγώνες και τους κινδύνους. [5.27.4] Όσο περισσότερες και μεγαλύτερες είναι οι επιτυχίες που και συ ως αρχηγός είχες και εκείνοι που ξεκίνησαν μαζί σου από την πατρίδα, τόσο περισσότερο μου φαίνεται ότι είναι προς το συμφέρον μας να δώσουμε ένα τέλος στους αγώνες και τους κινδύνους. Γιατί και συ βέβαια ο ίδιος βλέπεις πόσοι Μακεδόνες και πόσοι Έλληνες ξεκινήσαμε μαζί σου και πόσοι έχουμε απομείνει. [5.27.5 ] Από αυτούς έστειλες αμέσως πίσω στην πατρίδα τους Θεσσαλούς από τα Βάκτρα, επειδή αντιλήφθηκες ότι δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να αγωνισθούν, και καλά έκανες. Οι άλλοι Έλληνες όσοι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις που εσύ ίδρυσες, ούτε και αυτοί μένουν εκεί αποκλειστικά με τη δική τους θέληση. Αλλά και όσοι αγωνίζονται ακόμη και κινδυνεύουν μαζί σου, δηλαδή και οι Έλληνες και οι Μακεδόνες στρατιώτες, έχουν απώλειες στις μάχες, ενώ μερικοί ανήμποροι να πολεμούν από τα τραύματά τους έχουν εγκαταλειφθεί σε διάφορα μέρη της Ασίας. [5.27.6] Οι περισσότεροι όμως έχουν χαθεί από αρρώστια και από τόσους απομένουν λίγοι που δεν έχουν πλέον ακμαίες ούτε τις σωματικές τους δυνάμεις και το ηθικό τους έχει ακόμη περισσότερο κλονισθεί. Και όλοι αυτοί ποθούν τους γονείς τους, όσοι τους έχουν ακόμη, ποθούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ποθούν, όπως είναι φυσικό, την ίδια την πατρική τους γη, την οποία έχουν δικαίωμα να δουν, εφόσον το επιθυμούν, επειδή με τις τιμές που εσύ τους παραχώρησες επιστρέφουν τώρα μεγάλοι και πλούσιοι, ενώ πριν ήταν ταπεινοί και φτωχοί. [5.27.7] Εσύ όμως τώρα μην τους οδηγείς χωρίς τη θέλησή τους σε νέες κατακτήσεις. Ούτε άλλωστε θα έχεις πλέον άνδρες ριψοκίνδυνους, εφόσον θα αγωνίζονται χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά αφού επιστρέψεις [και] ο ίδιος, αν το νομίζεις, στην πατρίδα και δεις τη μητέρα σου και τακτοποιήσεις τα ζητήματα της Ελλάδας και προσφέρεις στο πατρικό σου σπίτι τις πολλές αυτές και μεγάλες νίκες, τότε πλέον ετοίμασε άλλη εκστρατεία από την αρχή. Εκστράτευσε, αν θέλεις, εναντίον των ίδιων αυτών ινδικών φυλών που κατοικούν προς τα ανατολικά ή αν το επιθυμείς στον Εύξεινο Πόντο, ειδεμή εκστράτευσε εναντίον της Καρχηδόνας και των περιοχών της Λιβύης που είναι πέρα από την Καρχηδόνα. Αυτή είναι βέβαια δική σου υπόθεση ως αρχηγού να αποφασίσεις. [5.27.8] Και θα σε ακολουθήσουν άλλοι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες, νέοι άνδρες στη θέση των γερόντων και ξεκούραστοι στη θέση των κουρασμένων. Οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν θα προκαλούν σε αυτούς άμεσο φόβο, γιατί θα είναι άπειροι, αλλά έφεση, γιατί θα προσδοκούν από το μέλλον. Οι νέοι αυτοί άνδρες είναι φυσικό να σε ακολουθήσουν με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία και γι᾽ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή θα βλέπουν ότι όσοι πρωτύτερα αγωνίσθηκαν και κινδύνευσαν μαζί σου έχουν πλέον επιστρέψει στην πατρίδα τους πλούσιοι και δοξασμένοι από φτωχοί και άσημοι που ήταν προηγουμένως. [5.27.9] Είναι ωραίο πράγμα, βασιλιά μου, περισσότερο από καθετί άλλο, να παραμένει κανείς σώφρων, όταν ευτυχεί. Γιατί όσο εσύ ο ίδιος είσαι αρχηγός μας και οδηγείς έναν τέτοιο στρατό, δεν υπάρχει κανένας φόβος από τους εχθρούς, τα θεϊκά όμως πλήγματα είναι απροσδόκητα και γι᾽ αυτό οι άνθρωποι δεν μπορούν να προφυλαχθούν από αυτά».