Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.186.1-4.190.1)

[4.186.1] Οὕτω μὲν μέχρι τῆς Τριτωνίδος λίμνης ἀπ᾽ Αἰγύπτου νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται Λίβυες, καὶ θηλέων τε βοῶν οὔτι γευόμενοι, δι᾽ ὅ τι περ οὐδὲ Αἰγύπτιοι, καὶ ὗς οὐ τρέφοντες. [4.186.2] βοῶν μέν νυν θηλέων οὐδ᾽ αἱ Κυρηναίων γυναῖκες δικαιεῦσι πατέεσθαι διὰ τὴν ἐν Αἰγύπτῳ Ἶσιν, ἀλλὰ καὶ νηστηίας αὐτῇ καὶ ὁρτὰς ἐπιτελέουσι· αἱ δὲ τῶν Βαρκαίων γυναῖκες οὐδὲ ὑῶν πρὸς τῇσι βουσὶ γεύονται. [4.187.1] ταῦτα μὲν δὴ οὕτω ἔχει, τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης τῆς Τριτωνίδος λίμνης οὐκέτι νομάδες εἰσὶ Λίβυες, οὐδὲ νόμοισι τοῖσι αὐτοῖσι χρεώμενοι, οὐδὲ κατὰ τὰ παιδία ποιεῦντες οἷόν τι καὶ οἱ νομάδες ἐώθασι ποιέειν. [4.187.2] οἱ γὰρ δὴ τῶν Λιβύων νομάδες, εἰ μὲν πάντες οὐκ ἔχω ἀτρεκέως τοῦτο εἰπεῖν, ποιεῦσι δὲ αὐτῶν συχνοὶ τοιάδε· τῶν παιδίων τῶν σφετέρων, ἐπεὰν τετραέτεα γένηται, οἰσύπῃ προβάτων καίουσι τὰς ἐν τῇσι κορυφῇσι φλέβας, μετεξέτεροι δὲ αὐτῶν τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι, τοῦδε εἵνεκα ὡς μή σφεας ἐς τὸν πάντα χρόνον καταρρέον φλέγμα ἐκ τῆς κεφαλῆς δηλῆται. [4.187.3] καὶ διὰ τοῦτο σφέας λέγουσι εἶναι ὑγιηροτάτους. εἰσὶ γὰρ ὡς ἀληθέως οἱ Λίβυες ἀνθρώπων πάντων ὑγιηρότατοι τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· εἰ μὲν διὰ τοῦτο, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἰπεῖν, ὑγιηρότατοι δ᾽ ὦν εἰσί. ἦν δὲ καίουσι τὰ παιδία σπασμὸς ἐπιγένηται, ἐξεύρηταί σφι ἄκος· τράγου γὰρ οὖρον σπείσαντες ῥύονταί σφεα. λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Λίβυες. [4.188.1] θυσίαι δὲ τοῖσι νομάσι εἰσὶ αἵδε. ἐπεὰν τοῦ ὠτὸς ἀπάρξωνται τοῦ κτήνεος, ῥιπτέουσι ὑπὲρ τὸν δόμον, τοῦτο δὲ ποιήσαντες ἀποστρέφουσι τὸν αὐχένα αὐτοῦ. θύουσι δὲ ἡλίῳ καὶ σελήνῃ μούνοισι. τούτοισι μέν νυν πάντες Λίβυες θύουσι, ἀτὰρ οἱ περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην νέμοντες τῇ Ἀθηναίῃ μάλιστα, μετὰ δὲ τῷ Τρίτωνι καὶ τῷ Ποσειδέωνι. [4.189.1] τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες· πλὴν γὰρ ἢ ὅτι σκυτίνη ἡ ἐσθὴς τῶν Λιβυσσέων ἐστὶ καὶ οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων αὐτῇσι οὐκ ὄφιές εἰσι ἀλλὰ ἱμάντινοι, τὰ δὲ ἄλλα πάντα κατὰ τὠυτὸ ἔσταλται. [4.189.2] καὶ δὴ καὶ τὸ οὔνομα κατηγορέει ὅτι ἐκ Λιβύης ἥκει ἡ στολὴ τῶν Παλλαδίων· αἰγέας γὰρ περιβάλλονται ψιλὰς περὶ τὴν ἐσθῆτα θυσανωτὰς αἱ Λίβυσσαι, κεχριμένας ἐρευθεδάνῳ, ἐκ δὲ τῶν αἰγέων τουτέων αἰγίδας οἱ Ἕλληνες μετωνόμασαν. [4.189.3] δοκέει δ᾽ ἔμοιγε καὶ ‹ἡ› ὀλολυγὴ ἐπὶ ἱροῖσι ἐνθαῦτα πρῶτον γενέσθαι· κάρτα γὰρ ταύτῃ χρέωνται αἱ Λίβυσσαι καὶ χρέωνται καλῶς. καὶ τέσσερας ἵππους συζευγνύναι παρὰ Λιβύων οἱ Ἕλληνες μεμαθήκασι. [4.190.1] θάπτουσι δὲ τοὺς ἀποθνῄσκοντας οἱ νομάδες κατά περ οἱ Ἕλληνες, πλὴν Νασαμώνων· οὗτοι δὲ κατημένους θάπτουσι, φυλάσσοντες, ἐπεὰν ἀπίῃ τὴν ψυχήν, ὅκως μιν κατίσουσι μηδὲ ὕπτιος ἀποθανέεται. οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους ἐστί, καὶ ταῦτα περιφορητά. νόμοισι μὲν τοιούτοισι οὗτοι χρέωνται.

[4.186.1] Έτσι λοιπόν οι Λίβυες, από την Αίγυπτο ώς τη λίμνη Τριτωνίδα, είναι νομάδες, κρεοφάγοι και γαλατοπότες, αλλά δε βάζουν στο στόμα τους κρέας αγελάδας, όπως οι Αιγύπτιοι και για τον ίδιο λόγο, και δεν τρέφουν χοίρους. [4.186.2] Κρέας αγελάδας ούτε οι γυναίκες των Κυρηναίων στέργουν να φάνε, για χάρη της Ίσιδας της Αιγύπτου, αλλά και νηστείες και γιορτές κάνουν γι᾽ αυτήν· κι οι γυναίκες των Βαρκαίων όχι μόνο κρέας αγελάδας, αλλά ούτε και χοιρινό βάζουν στο στόμα τους.
[4.187.1] Λοιπόν έτσι τα ᾽χουν αυτά, όμως στα δυτικά απ᾽ την Τριτωνίδα λίμνη μέρη δεν υπάρχουν πια νομάδες Λίβυες, κι ούτε κρατούν τα ίδια συνήθεια ούτε με τα μικρά παιδιά τους κάνουν κάτι σαν κι αυτό που συνηθίζουν να κάνουν οι νομάδες. [4.187.2] Γιατί οι νομάδες Λίβυες (όλοι τους; δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, πάντως όμως πολλοί απ᾽ αυτούς), νά τί κάνουν: των μικρών παιδιών τους, όταν γίνουν τεσσάρων χρονών, καυτηριάζουν με ακάθαρτο μαλλί προβάτου τις φλέβες της κορυφής του κεφαλιού τους, μερικοί μάλιστα απ᾽ αυτούς και τις φλέβες των μηλιγγιών τους, κι ο λόγος είναι να μην υποφέρουν σ᾽ όλη τους τη ζωή από το φλέγμα που κατεβαίνει από το κεφάλι τους. [4.187.3] Και γι᾽ αυτό το ᾽χουν να το λένε πως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Και πραγματικά οι Λίβυες, απ᾽ όλους όσους γνωρίζουμε, είναι οι πιο γεροί. Τώρα, αν το χρωστάνε σ᾽ αυτό, δεν μπορώ να το βεβαιώσω, όπως και να ᾽χει όμως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Κι αν την ώρα που καυτηριάζουν τα μικρά παιδιά τα πιάσουν σπασμοί, βρήκαν τη γιατρειά· τα ραντίζουν δηλαδή με κάτουρο τράγου και τα σώζουν. Ό,τι λέω είναι τα λόγια των ίδιων των Λιβύων.
[4.188.1] Κι από θυσίες, νά τί έχουμε στους νομάδες· κόβουν μια άκρη από τ᾽ αφτί του ζώου, τη ρίχνουν ψηλά, πάνω από το ναό, κι ύστερα του στρίβουν προς τα πίσω το λαιμό και το σφάζουν. Θυσίες κάνουν μονάχα στον ήλιο και τη σελήνη· σ᾽ αυτούς κάνουν θυσίες όλοι οι Λίβυες, όσοι όμως ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, πρώτ᾽ απ᾽ όλους στην Αθηνά, κατόπι στον Τρίτωνα και τον Ποσειδώνα.
[4.189.1] Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες· γιατί, αν εξαιρέσουμε το ότι τα φορέματα των Λιβυσσών είναι δερμάτινα και τα κρόσσια που κρέμονται από τις αιγίδες σ᾽ αυτές δεν είναι φίδια, αλλά δερμάτινες λουρίδες, σ᾽ όλα τ᾽ άλλα η εμφάνιση είναι η ίδια. [4.189.2] Ακόμα και η λέξη μάς δείχνει ότι η στολή των παλλαδίων μάς ήρθε από τη Λιβύη· γιατί οι Λίβυσσες φορούν πάνω απ᾽ τα ρούχα τους τομάρια αίγας χωρίς το τρίχωμά τους, με πολλά κρόσσια βαμμένα με ριζάρι, κι είναι απ᾽ αυτά τα τομάρια αίγας που οι Έλληνες τους έδωσαν το όνομα αιγίδες. [4.189.3] Και πιστεύω πως οι θρήνοι και οι κοπετοί στις ιεροτελεστίες για πρώτη φορά εκεί ακούστηκαν· γιατί πολύ τα συνηθίζουν οι Λίβυσσες και τα κάνουν ωραία. Και να ζεύουν τέσσερα άλογα στο ίδιο άρμα από τους Λίβυες το έμαθαν οι Έλληνες.
[4.190.1] Και τους νεκρούς τους τούς θάβουν οι νομάδες όπως ακριβώς κι οι Έλληνες, με εξαίρεση τους Νασαμώνες· αυτοί λοιπόν τους θάβουν καθιστούς, κι έχουν το νου τους, την ώρα που κάποιος ψυχομαχά, να τον βάλουν να καθίσει, για να μη πεθάνει τ᾽ ανάσκελα. Τα σπίτια τους τα χτίζουν πλέκοντας καλάμια απ᾽ ασφοδείλια με βούρλα, κι είναι κινητά· αυτές λοιπόν είναι οι συνήθειες που κρατούν.