Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Κατάλαβα, το βλέπω, συλλογίζομαι την εντολή σου.
Αλλά πες μου παρακαλώ κι αυτό, μίλησε καθαρά·
πρέπει στον δρόμο μου κι απ᾽ τον Λαέρτη να περάσω;
το μήνυμά σου και σ᾽ αυτόν τον δύστυχο να φέρω; Που πρώτα,
140μ᾽ όλον τον βαρύ καημό του για τον γιο του, φρόντιζε ακόμη
τα χωράφια, έπινε κι έτρωγε μέσα στο σπίτι με τους δούλους,
όταν η όρεξή του το ζητούσε.
Μα τώρα, αφότου εσύ με το καράβι σου εμίσεψες στην Πύλο,
λένε δεν τρώει, δεν πίνει πια, όπως παλιά,
δεν θέλει καν να δει τα χτήματα· μόνος του σέρνεται,
στενάζοντας βογγά, οδύρεται και λιώνει η σάρκα του
γύρω στα κόκαλά του.»
Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο συνετός Τηλέμαχος:
«Κι αν περισσεύει ο πόνος του, λέω να τον αφήσουμε — κι εμείς πονάμε.
Γιατί αν μπορούσαν οι θνητοί να κάνουν πάντα τη δική τους εκλογή,
θα προτιμούσαμε τον νόστο του πατέρα μου — αυτός πρωτεύει.
150Γι᾽ αυτό κι εσύ πες το μαντάτο, και γύρνα πίσω·
μην τρέχεις πέρα στους αγρούς, για να τον βρεις.
Αλλά παράγγειλε στη μάνα μου, αυτή κρυφά και γρήγορα
την οικονόμο μας να στείλει, κι εκείνη ας φέρει
στον γέροντα τα νέα μας.»
Μιλώντας έτσι, τον ξεσήκωσε· έπιασε αμέσως τα σαντάλια του στο χέρι
και τα ᾽δεσε ο χοιροβοσκός στα πόδια του —
ύστερα κίνησε να πάει στην πόλη.
Δεν ξέφυγε όμως την προσοχή της Αθηνάς πως έφυγε ο χοιροβοσκός,
ο Εύμαιος, απ᾽ το μαντρί του, κι αμέσως πλησιάζει.
Πήρε την όψη όμορφης, ψηλής γυναίκας, στα ωραία εργόχειρα επιδέξιας·
στάθηκε αντίκρυ στην εξώθυρα της μάντρας, μόνο στον Οδυσσέα φανερή,
160αόρατη για τον Τηλέμαχο, που δεν την έβλεπε·
γιατί οι θεοί δεν φανερώνονται όπως όπως στον καθένα.
Την είδαν όμως ο Οδυσσέας κι οι σκύλοι, που δεν τη γάβγισαν·
σκόρπισαν κλαψουρίζοντας, φεύγοντας στην απέναντι μεριά της στάνης.
Έκανε τότε νεύμα η θεά παίζοντας τα ματόκλαδά της,
κι ο Οδυσσέας κατάλαβε.
Βγήκε από το καλύβι, προσπέρασε τον υψωμένο τοίχο της αυλής
και στήθηκε μπροστά της. Η Αθηνά αμέσως τον προσφώνησε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
έφτασε η ώρα, ομολογήσου τώρα στο παιδί σου, μην του κρύβεσαι·
οι δυο να συνταιριάζετε τον φόνο των μνηστήρων και τον χαλασμό τους,
170κι ύστερα κατεβαίνετε στη δοξασμένη πόλη. Αλλά κι εγώ
δεν πρόκειται να σας αφήσω για πολύ — φλέγομαι αλήθεια
να μπω σ᾽ αυτή τη μάχη.»
Είπε, και τον ακούμπησε τον Οδυσσέα η Αθηνά με το χρυσό ραβδί της.
Του φόρεσε γύρω στο στήθος πουκαμίσα καθαρή
και πανωφόρι. Και ξαφνικά ξανάνιωσε, έδειξε πιο ψηλός·
το δέρμα του έγινε πάλι μελαχρινό, τα μάγουλα του τσίτωσαν,
και μαύρισε το γένι γύρω στο πιγούνι.
Το έργο της τελειώνοντας, απομακρύνθηκε η θεά· ο Οδυσσέας όμως
προχωρούσε τώρα στην καλύβα. Τον είδε ο γιος του κι έμεινε
έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος,
μήπως του φανερώθηκε κάποιος θεός.
180Κι όπως του μίλησε, πέταξαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Αλλιώτικος φαντάζεις τώρα, ξένε, παρ᾽ ό,τι πριν·
άλλα τα ρούχα σου, άλλαξε και το δέρμα σου.
Ανίσως είσαι ένας θεός απ᾽ όσους τον απέραντο ουρανό κρατούν,
σπλαχνίσου μας, κι εμείς θα σου προσφέρουμε
θυσία ευχάριστη, δώρα από δουλεμένο μάλαμα.
Μόνο ελέησέ μας.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Όχι, θεός δεν είμαι, πώς με φαντάστηκες αθάνατο;
Είμαι ο πατέρας ο δικός σου· που εσύ για χάρη του στενάζεις
και πολλά υποφέρεις, σηκώνοντας τα βάρη από βίαιες πράξεις
άλλων ανδρών.»
190Μιλώντας, φίλησε τον γιο του κι άφησε να κυλήσουνε από τις παρειές
στο χώμα δάκρυα, που πριν με τόση επιμονή τα συγκρατούσε.
Αλλά ο Τηλέμαχος δεν ήθελε να το πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του
τον πατέρα του, γι᾽ αυτό πήρε ξανά τον λόγο και του μίλησε:
«Όχι, δεν είσαι ο Οδυσσέας εσύ, δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου·
ένας θεός θα με μαγεύει, για να στενάζω και να οδύρομαι
ακόμη πιο πολύ.
Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς θνητός, με το δικό του το μυαλό,
να φανταστεί το έργο αυτό· εκτός κι αν τον συνέτρεχε
κάποιος θεός που εύκολα, αν θέλει, κάνει τον γέρο νέο
και τον νέο γέρο.
Εσύ πρωτύτερα ήσουν γέρος, ντυμένος με άσχημα κουρέλια,
200και τώρα μοιάζεις στους θεούς που τον απέραντο ουρανό κρατούν.»
Του αντιμίλησε έπειτα ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Τηλέμαχε, όχι, δεν σου πρέπει με τον πατέρα σου στο πλάι,
να αποθαυμάζεσαι τόσο πολύ και να αμφιβάλλεις.
Δεν πρόκειται άλλος Οδυσσέας να φτάσει εδώ·
είναι μπροστά σου κι είμαι εγώ· που πάτησα τα πατρικά μου χώματα
μετά από πάθη φοβερά κι από μεγάλη περιπλάνηση —
είκοσι χρόνια πάνε τώρα.
Το έργο αυτό που βλέπεις και θαυμάζεις, είναι της Αθηνάς που της αρμόζει
του πολέμου η λεία· εκείνη μ᾽ έκανε όπως θέλει και μπορεί,
τη μια να μοιάζω με φτωχό ζητιάνο,
210την άλλη νέος που φορεί στο σώμα του ωραία ρούχα.
Εύκολο το έχουν οι θεοί που τον απέραντο ουρανό κρατούν,
έναν θνητό άλλοτε να τον κάνουν λαμπερό,
άλλοτε να τον ασχημίζουν.»
|