Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (26-29)


ΡΗΤΟΡΙΚΗ
[26] Πρῶτον μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῖς θεοῖς εὔχομαι πᾶσι καὶ πάσαις, ὅσην εὔνοιαν ἔχουσα διατελῶ τῇ τε πόλει καὶ πᾶσιν ὑμῖν, τοσαύτην ὑπάρξαι μοι παρ᾽ ὑμῶν εἰς τουτονὶ τὸν ἀγῶνα, ἔπειθ᾽ ὅπερ ἐστὶ μάλιστα δίκαιον, τοῦτο παραστῆσαι τοὺς θεοὺς ὑμῖν, τὸν μὲν ἀντίδικον σιωπᾶν κελεύειν, ἐμὲ δὲ ὡς προῄρημαι καὶ βεβούλημαι τὴν κατηγορίαν ἐᾶσαι ποιήσασθαι. οὐχὶ δὲ ταὐτὰ παρίσταταί μοι γιγνώσκειν ὅταν τε εἰς ἃ πέπονθα ἀποβλέψω καὶ ὅταν εἰς τοὺς λόγους οὓς ἀκούω· τοὺς μὲν γὰρ λόγους ὡς ὁμοιοτάτους τοῖς ἐμοῖς οὗτος ἐρεῖ πρὸς ὑμᾶς, τὰ δὲ πράγματα εἰς τοῦτο προήκοντα ὄψεσθε ὥστε ὅπως μὴ χεῖρόν τι πείσομαι πρὸς αὐτοῦ σκέψασθαι δέον. ἀλλὰ γὰρ ἵνα μὴ μακρὰ προοιμιάζωμαι τοῦ ὕδατος πάλαι εἰκῆ ῥέοντος, ἄρξομαι τῆς κατηγορίας.
[27] Ἐγὼ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, τουτονὶ κομιδῇ μειράκιον ὄντα, βάρβαρον ἔτι τὴν φωνὴν καὶ μονονουχὶ κάνδυν ἐνδεδυκότα εἰς τὸν Ἀσσύριον τρόπον, περὶ τὴν Ἰωνίαν εὑροῦσα πλαζόμενον ἔτι καὶ ὅ τι χρήσαιτο ἑαυτῷ οὐκ εἰδότα παραλαβοῦσα ἐπαίδευσα. καὶ ἐπειδὴ ἐδόκει μοι εὐμαθὴς εἶναι καὶ ἀτενὲς ὁρᾶν εἰς ἐμέ —ὑπέπτησσε γὰρ τότε καὶ ἐθεράπευεν καὶ μόνην ἐθαύμαζεν— ἀπολιποῦσα τοὺς ἄλλους ὁπόσοι ἐμνήστευόν με πλούσιοι καὶ καλοὶ καὶ λαμπροὶ τὰ προγονικά, τῷ ἀχαρίστῳ τούτῳ ἐμαυτὴν ἐνεγγύησα πένητι καὶ ἀφανεῖ καὶ νέῳ προῖκα οὐ μικρὰν ἐπενεγκαμένη πολλοὺς καὶ θαυμασίους λόγους. εἶτα ἀγαγοῦσα αὐτὸν εἰς τοὺς φυλέτας τοὺς ἐμοὺς παρενέγραψα καὶ ἀστὸν ἀπέφηνα, ὥστε τοὺς διαμαρτόντας τῆς ἐγγύης ἀποπνίγεσθαι. δόξαν δὲ αὐτῷ περινοστεῖν ἐπιδειξομένῳ τοῦ γάμου τὴν εὐποτμίαν, οὐδὲ τότε ἀπελείφθην, ἀλλὰ πανταχοῦ ἑπομένη ἄνω καὶ κάτω περιηγόμην· καὶ κλεινὸν αὐτὸν καὶ ἀοίδιμον ἐποίουν κατακοσμοῦσα καὶ περιστέλλουσα. καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἰωνίας μέτρια, εἰς δὲ τὴν Ἰταλίαν ἀποδημῆσαι θελήσαντι αὐτῷ τὸν Ἰόνιον συνδιέπλευσα καὶ τὰ τελευταῖα μέχρι τῆς Κελτικῆς συναπάρασα εὐπορεῖσθαι ἐποίησα.
Καὶ μέχρι μὲν πολλοῦ πάντα μοι ἐπείθετο καὶ συνῆν ἀεί, μηδεμίαν νύκτα γιγνόμενος ἀπόκοιτος παρ᾽ ἡμῶν. [28] ἐπεὶ δὲ ἱκανῶς ἐπεσιτίσατο καὶ τὰ πρὸς εὐδοξίαν εὖ ἔχειν αὐτῷ ὑπέλαβεν, τὰς ὀφρῦς ἐπάρας καὶ μέγα φρονήσας ἐμοῦ μὲν ἠμέλησεν, μᾶλλον δὲ τέλεον εἴασεν, αὐτὸς δὲ τὸν γενειήτην ἐκεῖνον, τὸν ἀπὸ τοῦ σχήματος, τὸν Διάλογον, Φιλοσοφίας υἱὸν εἶναι λεγόμενον, ὑπεραγαπήσας μάλα ἐρωτικῶς πρεσβύτερον αὐτοῦ ὄντα, τούτῳ σύνεστιν. καὶ οὐκ αἰσχύνεται τὴν μὲν ἐλευθερίαν καὶ τὸ ἄνετον τῶν ἐν ἐμοὶ λόγων συντεμών, εἰς μικρὰ δὲ καὶ κομματικὰ ἐρωτήματα κατακλείσας ἑαυτόν, καὶ ἀντὶ τοῦ λέγειν ὅ τι βούλεται μεγάλῃ τῇ φωνῇ βραχεῖς τινας λόγους ἀναπλέκων καὶ συλλαβίζων, ἀφ᾽ ὧν ἀθρόος μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ, μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα ἐντὸς τῶν ὅρων καὶ μικρὰ ἐπινεῦσαι τῇ κεφαλῇ καὶ ἐπιστενάξαι τοῖς λεγομένοις. τοιούτων ἠράσθη ὁ γενναῖος ἐμοῦ καταφρονήσας. φασὶν δὲ αὐτὸν μηδὲ πρὸς τὸν ἐρώμενον τοῦτον εἰρήνην ἄγειν, ἀλλὰ ὅμοια καὶ ἐκεῖνον ὑβρίζειν.
[29] Πῶς οὖν οὐκ ἀχάριστος οὗτος καὶ ἔνοχος τοῖς περὶ τῆς κακώσεως νόμοις, ὃς τὴν μὲν νόμῳ γαμετὴν παρ᾽ ἧς τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι᾽ ἣν ἔνδοξός ἐστιν οὕτως ἀτίμως ἀπέλιπεν, καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων, καὶ ταῦτα νῦν ὁπότε μόνην ἐμὲ θαυμάζουσιν καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντες προστάτιν ἑαυτῶν; ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν ἀντέχω τοσούτων μνηστευόντων, καὶ κόπτουσιν αὐτοῖς τὴν θύραν καὶ τοὔνομα ἐπιβοωμένοις μεγάλῃ τῇ φωνῇ οὔτε ἀνοίγειν οὔτε ὑπακούειν βούλομαι· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲν πλέον τῆς βοῆς κομίζοντας. οὗτος δὲ οὐδὲ οὕτως ἐπιστρέφεται πρὸς ἐμέ, ἀλλὰ πρὸς τὸν ἐρώμενον βλέπει, τί, ὦ θεοί, χρηστὸν παρ᾽ αὐτοῦ λήψεσθαι προσδοκῶν, ὃν οἶδε τοῦ τρίβωνος οὐδὲν πλέον ἔχοντα;
Εἴρηκα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὑμεῖς δέ, ἢν εἰς τὸν ἐμὸν τρόπον τῶν λόγων ἀπολογεῖσθαι θέλῃ, τοῦτο μὲν μὴ ἐπιτρέπετε, —ἄγνωμον γὰρ ἐπ᾽ ἐμὲ τὴν ἐμὴν μάχαιραν ἀκονᾶν— κατὰ δὲ τὸν αὑτοῦ ἐρώμενον τὸν Διάλογον οὕτως ἀπολογείσθω, ἢν δύνηται.
ΕΡΜΗΣ
Τοῦτο μὲν ἀπίθανον· οὐ γὰρ οἷόν τε, ὦ Ῥητορική, μόνον αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι κατὰ σχῆμα τοῦ Διαλόγου, ἀλλὰ ῥῆσιν καὶ αὐτὸς εἰπάτω.


ΡΗΤΟΡΙΚΗ
[26] Πρώτα, ω άνδρες Αθηναίοι, εύχομαι σ᾽ όλους τους θεούς και στις θεές, να με κρίνετε σ᾽ αυτή τη δίκη με τόση ευμένεια, όση έχω κι εγώ για την πόλη και για όλους σας και να σας φωτίσουν οι θεοί να κλείσετε το στόμα στον αντίδικό μου και να μ᾽ αφήσετε εμένα να κάμω την κατηγορία όπως μου αρέσει καλύτερα. Μου φαίνεται ότι ανάμεσα στα λόγια που ακούω και στα όσα υποφέρω, υπάρχει μια αντίφαση, που δεν πρέπει να σας εξαπατήσει. Τα λόγια που θα σας πει ο κατηγορούμενος θα είναι απαράλλαχτα με τα δικά μου. Αλλά τα πράγματα θα ιδείτε πως θα φανούνε τέτοια, ώστε πρέπει να πάρω τα μέτρα μου για να μην πάθω και χειρότερα. Αλλά για να μη πολυλογώ, αφού το νερό τρέχει, αμέσως την κατηγορία.
[27] Τον βρήκα λοιπόν εγώ αυτόν, ω άνδρες δικασταί, τον καιρό που ήταν ακόμη παιδαρέλι και μιλούσε βάρβαρη ακόμη γλώσσα και μόνο που δεν φορούσε το «μπισίνι», όπως το συνηθίζουν οι Ασσύριοι, να περιπλανάται στην Ιωνία και να μη ξέρει τί τέχνη να διαλέξει — και τον πήρα μαζί μου για να τον μάθω γράμματα. Αφού λοιπόν τον είδα καλό παιδί, μελετηρό κι αφοσιωμένο —δεν είχε βλέπετε ακόμη ψηλώσει τη μύτη του κι εθαύμαζε μόνον εμένα— εγκατέλειψα κι εγώ όλους τους άλλους, που ζητούσαν να με αποκτήσουν, πλούσιοι κι ωραίοι κι αριστοκράτες, κι αρραβώνιασα αυτόν τον αχάριστο, ένα νέο φτωχό κι ασήμαντο, και του ᾽δωσα για προίκα πολλούς και θαυμάσιους λόγους. Ύστερα, τον πήγα στους ομοφύλους μου, τον έγραψα και τον πολιτογράφησα. Όλοι όσοι με είχαν ζητήσει, πήγαιναν να σκάσουν από το κακό τους. Κι όταν αισθάνθηκε την επιθυμία να ταξιδέψει για να επιδείξει τί πλούτη τού είχε φέρει ο γάμος του με μένα, ούτε και τότε δεν παρέλειψα να πηγαίνω μαζί του πάντα, να τον ντύνω και να τον στολίζω, και να τον κάνω μεγάλο κι ένδοξο. Στην Ελλάδα και στην Ιωνία, όσα του έκαμα δεν είναι και σπουδαία. Ύστερα θέλησε να πάει στην Ιταλία. Μαζί του κι εγώ πέρασα το Ιόνιο πέλαγος, και στο τέλος μαζί πήγαμε στην Κελτική και τον έκαμα να προκόψει. Έως έναν καιρό, άκουγε πάντα ό,τι του έλεγα, κι ούτε μια νύχτα δεν μ᾽ άφησε να πλαγιάσω μοναχή.
[28] Όταν ο κύριος χόρτασε ψωμί και νόμισε πως είχ᾽ εξασφαλισμένη πια τη φήμη του, ζάρωσε τα φρύδια του και ξιπάστηκε και δεν με κοιτάζει πια έμενα, αλλά τα ᾽φτιαξε μ᾽ αυτό τον γενάτο, τον Διάλογο, που εκμεταλλευόμενος το παρουσιαστικό του, λέει πως είναι γιος της Φιλοσοφίας. Τον ερωτεύθηκε λοιπόν αυτόν, κι ας είναι μεγαλύτερός του, και δεν ντρέπεται να κάθεται να κόβει τα άνετα κι ελεύθερα λόγια τα δικά μου και να κλείνεται μέσα στα μικρά και κωμικά ερωτήματα, κι αντί να λέει πλατιά κι ελεύθερα ό,τι του αρέσει, κάθεται και συλλαβίζει και πλέκει κάτι φρασούλες που δεν μπορούν ποτέ να του φέρουν επιδοκιμασία κι έπαινο, αλλά μόνο κανένα χαμόγελο στους ακροατές. Μερικοί χειροκροτούν με κάποιο δισταγμό, κινούν το κεφάλι, κι αναστενάζουν για όσα ακούνε. Τέτοια πράγματα του αρέσουν τώρα του προκομμένου, κι εμένα μ᾽ άφησε στα κρύα. Λένε όμως ότι ούτε και με τη νέα του συμπάθεια τα πηγαίνει καλά. Κάποια σοβαρή προσβολή θα του ᾽κανε σίγουρα και του Διαλόγου. [29] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, πώς μπορεί να μην είναι αχάριστος και να μην παραβίασε τους νόμους, αυτός που έτσι ανάξια εγκατέλειψε τη νόμιμη γυναίκα του, που τον έκαμε ένδοξο και του πρόσφερε τόσα και τόσα, και ορέχτηκε καινούριες αγάπες; Κι όλ᾽ αυτά πότε; Σε μια εποχή που όλοι εμένα μόνο θαυμάζουν κι όλοι προστρέχουν στην προστασία μου. Εγώ όμως, αν και τόσοι με γυρεύουν και μου χτυπούν την πόρτα και με φωνάζουν, δεν αλλάζω γνώμη, ούτε την πόρτα τούς ανοίγω, γιατί βλέπω ότι, εκτός από φωνές, τίποτ᾽ άλλο δεν έχουν να μου φέρουν. Και μ᾽ όλ᾽ αυτά, δεν ξαναγυρίζει ο κύριος σε μένα, αλλ᾽ έχει τα μάτια του καρφωμένα στον αγαπητό του. Και τί, για τον θεό, περιμένει απ᾽ αυτόν, που τον βλέπει ότι δεν έχει τίποτ᾽ άλλο εκτός από το πανωφόρι του;
Αυτά είχα να πω, ω άνδρες δικασταί. Τώρα, αν ο κύριος θέλει ν᾽ απολογηθεί κατά τη δική μου μέθοδο, δεν πρέπει να του το επιτρέψετε —γιατί θα ήταν άδικο να με χτυπήσει με το μαχαίρι που ακόνισα μοναχή μου— αλλά να τον υποχρεώσετε ν᾽ απολογηθεί κατά τη μέθοδο του Διαλόγου, αν μπορέσει.
ΕΡΜΗΣ
Αυτό που ζητάς, Ρητορική, δεν θα γίνει δεκτό. Πώς μπορεί, μόνος αυτός, να απολογηθεί κατά το σχήμα του διαλόγου; Ας μιλήσει λοιπόν κι αυτός στο σχήμα του μονολόγου.