Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (46-48)


[46] Τέλος δὲ ὁ Ἀλκιδάμας ἀνατρέψας τὸ λυχνίον σκότος μέγα ἐποίησε, καὶ τὸ πρᾶγμα, ὡς τὸ εἰκός, μακρῷ χαλεπώτερον ἐγεγένητο· καὶ γὰρ οὐ ῥᾳδίως εὐπόρησαν φωτὸς ἄλλου, ἀλλὰ πολλὰ ἐπράχθη καὶ δεινὰ ἐν τῷ σκότῳ. καὶ ἐπεὶ παρῆν τις λύχνον ποτὲ κομίζων, κατελήφθη Ἀλκιδάμας μὲν τὴν αὐλητρίδα ἀπογυμνῶν καὶ πρὸς βίαν συνενεχθῆναι αὐτῇ σπουδάζων, Διονυσόδωρος δὲ ἄλλο τι γελοῖον ἐφωράθη πεποιηκώς· σκύφος γὰρ ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ κόλπου ἐξαναστάντος αὐτοῦ. εἶτ᾽ ἀπολογούμενος Ἴωνα ἔφη ἀνελόμενον ἐν τῇ ταραχῇ δοῦναι αὐτῷ, ὅπως μὴ ἀπόλοιτο, καὶ ὁ Ἴων κηδεμονικῶς ἔλεγε τοῦτο πεποιηκέναι.
[47] Ἐπὶ τούτοις διελύθη τὸ συμπόσιον τελευτῆσαν ἐκ τῶν δακρύων αὖθις εἰς γέλωτα ἐπὶ τῷ Ἀλκιδάμαντι καὶ Διονυσοδώρῳ καὶ Ἴωνι. καὶ οἵ τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶς ἔχοντες, καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτης ὁ Ζηνόθεμις ἀμφοτέραις τῇ μὲν τῆς ῥινός, τῇ δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐπειλημμένος, βοῶν ἀπόλλυσθαι ὑπ᾽ ἀλγηδόνων, ὥστε καὶ τὸν Ἕρμωνα καίπερ ἐν κακοῖς ὄντα —δύο γὰρ ὀδόντας ἐξεκέκοπτο— ἀντιμαρτύρεσθαι λέγοντα, Μέμνησο μέντοι, ὦ Ζηνόθεμι, ὡς οὐκ ἀδιάφορον ἡγῇ τὸν πόνον. καὶ ὁ νυμφίος δὲ ἀκεσαμένου τὸ τραῦμα τοῦ Διονίκου ἀπήγετο ἐς τὴν οἰκίαν ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τὸ ζεῦγος ἀνατεθεὶς ἐφ᾽ οὗ τὴν νύμφην ἀπάξειν ἔμελλε, πικροὺς ἄθλιος τοὺς γάμους ἑορτάσας· καὶ τῶν ἄλλων δὲ ὁ Διόνικος ἐπεμελεῖτο δὴ τὰ δυνατά, καὶ καθευδήσοντες ἀπήγοντο ἐμοῦντες οἱ πολλοὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς. ὁ μέντοι Ἀλκιδάμας αὐτοῦ ἔμεινεν· οὐ γὰρ ἠδυνήθησαν ἐκβαλεῖν τὸν ἄνδρα, ἐπεὶ ἅπαξ καταβαλὼν ἑαυτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης πλαγίως ἐκάθευδε.
[48] Τοῦτό σοι τέλος, ὦ καλὲ Φίλων, ἐγένετο τοῦ συμποσίου, ἢ ἄμεινον τὸ τραγικὸν ἐκεῖνο ἐπειπεῖν,
πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων,
πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί,
καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη·
ἀπροσδόκητα γὰρ ὡς ἀληθῶς ἀπέβη καὶ ταῦτα. ἐκεῖνό γε μεμάθηκα ἤδη, ὡς οὐκ ἀσφαλὲς ἄπρακτον ὄντα συνεστιᾶσθαι τοιούτοις φιλοσόφοις.


[46] Στο τέλος ο Αλκιδάμαντας αναποδογύρισε το λυχνάρι και προξένησε μεγάλο σκοτάδι, με αποτέλεσμα τα πράγματα, όπως ήταν φυσικό, να γίνουν πολύ χειρότερα, μια και δεν μπόρεσαν εύκολα να βρουν άλλο φως. Διαπράχτηκαν λοιπόν πολλά και φοβερά μέσα στο σκοτάδι. Και όταν κάποτε επιτέλους εμφανίστηκε κάποιος φέρνοντας ένα λυχνάρι, ο Αλκιδάμαντας βρέθηκε να γυμνώνει την αυλητρίδα και να προσπαθεί να συνευρεθεί μαζί της με τη βία, ενώ ο Διονυσόδωρος πιάστηκε να κάνει κάτι άλλο γελοίο: Καθώς σηκώθηκε, του έπεσε μέσα από την αγκαλιά του ένα κύπελλο. Και, για να δικαιολογηθεί, ισχυρίστηκε πως ο Ίωνας το περιμάζεψε μέσα στη φασαρία και του το παρέδωσε, για να μη χαθεί· και ο Ίωνας επιβεβαίωνε με συγκατάβαση πως έτσι είχαν γίνει τα πράγματα.
[47] Στο σημείο αυτό διαλύθηκε το συμπόσιο, που έπειτα από τα δάκρυα κατέληξε και πάλι σε γέλιο για τον Αλκιδάμαντα και τον Διονυσόδωρο και τον Ίωνα. Και οι τραυματισμένοι μεταφέρονταν έξω με φορεία σε άθλια κατάσταση, και ιδιαίτερα ο γέροντας Ζηνόθεμης, που με το ένα του χέρι κρατούσε τη μύτη και με το άλλο το μάτι του, κραυγάζοντας πως πεθαίνει από τους πόνους, ώστε ακόμη και ο Έρμωνας, παρόλο που είχε τα χάλια του —δύο δόντια τού είχαν πέσει από τα χτυπήματα—, διατύπωσε την αντίθετη άποψή του με την εξής επισήμανση: «Να θυμάσαι πάντως, Ζηνόθεμη, πως δεν θεωρείς “αδιάφορο” τον πόνο». Και ο γαμπρός, αφού πρώτα ο Διόνικος τού περιποιήθηκε το τραύμα, μεταφέρθηκε στο σπίτι του με το κεφάλι γεμάτο επιδέσμους, ξαπλωμένος στην άμαξα με την οποία σκόπευε να παραλάβει τη νύμφη· ήταν πικροί οι γάμοι που γιόρτασε ο ταλαίπωρος. Όσο για τους άλλους, ο Διόνικος τούς φρόντισε όσο μπορούσε, κι έπειτα άρχισαν να τους μεταφέρουν πηγαίνοντάς τους για ύπνο, ενώ οι περισσότεροι ξερνούσαν στη μέση του δρόμου. Ο Αλκιδάμαντας όμως έμεινε εκεί· δεν μπόρεσαν να τον βγάλουν τον άνθρωπο έξω, από τη στιγμή που με μιας ξάπλωσε διαγώνια στο κρεβάτι και κοιμήθηκε.
[48] Αυτό ήταν, αγαπητέ μου Φίλωνα, το τέλος του συμποσίου· ή καλύτερα να προσθέσω εκείνο το τραγικό:
Με πολλούς και διάφορους τρόπους
λειτουργούν οι θεϊκές μας δυνάμεις,
και ανέλπιστες είναι συνήθως
των θεών οι βουλές και οι κρίσεις,
και αυτά που περίμεναν όλοι
δεν μας έγιναν πραγματικά·
γιατί όντως απροσδόκητα εξελίχτηκαν κι αυτά. Εκείνο πάντως που εγώ έχω πια καταλάβει είναι πως δεν είναι ασφαλές για έναν άνθρωπο που δεν του αρέσουν οι καβγάδες να συμμετέχει σε συνεστίαση με τέτοιους φιλοσόφους.