Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (17.1-17.2)


17. ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΟΥ


ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
[17.1] Σὺ δὲ, ὦ Καλλιδημίδη, πῶς ἀπέθανες; ἐγὼ μὲν γὰρ ὅτι παράσιτος ὢν Δεινίου πλέον τοῦ ἱκανοῦ ἐμφαγὼν ἀπεπνίγην, οἶσθα· παρῆς γὰρ ἀποθνήσκοντί μοι.
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Παρῆν, ὦ Ζηνόφαντε· τὸ δὲ ἐμὸν παράδοξόν τι ἐγένετο. οἶσθα γὰρ καὶ σύ που Πτοιόδωρον τὸν γέροντα;
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Τὸν ἄτεκνον, τὸν πλούσιον, ᾧ σε τὰ πολλὰ ᾔδειν συνόντα.
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Ἐκεῖνον αὐτὸν ἀεὶ ἐθεράπευον ὑπισχνούμενον ἐπ᾽ ἐμοὶ τεθνήξεσθαι. ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾶγμα εἰς μήκιστον ἐπεγίνετο καὶ ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ὁ γέρων ἔζη, ἐπίτομόν τινα ὁδὸν ἐπὶ τὸν κλῆρον ἐξηῦρον· πριάμενος γὰρ φάρμακον ἀνέπεισα τὸν οἰνοχόον, ἐπειδὰν τάχιστα ὁ Πτοιόδωρος αἰτήσῃ πιεῖν, —πίνει δὲ ἐπιεικῶς ζωρότερον— ἐμβαλόντα εἰς κύλικα ἕτοιμον ἔχειν αὐτὸ καὶ ἐπιδοῦναι αὐτῷ· εἰ δὲ τοῦτο ποιήσει, ἐλεύθερον ἐπωμοσάμην ἀφήσειν αὐτόν.
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Τί οὖν ἐγένετο; πάνυ γάρ τι παράδοξον ἐρεῖν ἔοικας.
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
[17.2] Ἐπεὶ τοίνυν λουσάμενοι ἥκομεν, δύο δὴ ὁ μειρακίσκος κύλικας ἑτοίμους ἔχων τὴν μὲν τῷ Πτοιοδώρῳ τὴν ἔχουσαν τὸ φάρμακον, τὴν δὲ ἑτέραν ἐμοί, σφαλεὶς οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἐμοὶ μὲν τὸ φάρμακον, Πτοιοδώρῳ δὲ τὸ ἀφάρμακτον ἔδωκεν· εἶτα ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ αὐτίκα μάλα ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῖος ἀντ᾽ ἐκείνου νεκρός. τί τοῦτο γελᾷς, ὦ Ζηνόφαντε; καὶ μὴν οὐκ ἔδει γε ἑταίρῳ ἀνδρὶ ἐπιγελᾶν.
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Ἀστεῖα γάρ, ὦ Καλλιδημίδη, πέπονθας. ὁ γέρων δὲ τί πρὸς ταῦτα;
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Πρῶτον μὲν ὑπεταράχθη πρὸς τὸ αἰφνίδιον, εἶτα συνείς, οἶμαι, τὸ γεγενημένον ἐγέλα καὶ αὐτός, οἷά γε ὁ οἰνοχόος εἴργασται.
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Πλὴν ἀλλ᾽ οὐδὲ σὲ τὴν ἐπίτομον ἐχρῆν τραπέσθαι· ἧκε γὰρ ἄν σοι διὰ τῆς λεωφόρου ἀσφαλέστερον, εἰ καὶ ὀλίγῳ βραδύτερος ἦν.


17. ΤΟΥ ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗ


ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
[17.1] Και συ, Καλλιδημίδη, πώς πέθανες; Όσο για μένα, πως ήμουν παράσιτος του Δεινία και πως, σαν εμπούκωσα μια φορά περισσότερο απ᾽ ό,τι χωρούσε το στόμα μου, πνίγηκα και ξεψύχησα, το γνωρίζεις βέβαια, γιατί κοντά μου ήσουν εκεί που πέθαινα.
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Ναι. ήμουν κοντά σου, Ζηνόφαντε. Μ᾽ εμένα όμως συνέβηκε κάτι παράδοξο. Γνωρίζεις βέβαια και συ, πιστεύω, τον Πτωόδωρο το γέρο;
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Τον άτεκνο, τον πλούσιο, με τον οποίον εγνώριζα πως περνούσες τον περισσότερο καιρό μαζί;
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Εκείνον ακριβώς τον εκολάκευα και τον περιποιούμουν πάντοτε, σαν μου υποσχόταν ότι άμα πεθάνει θα μ᾽ αφήσει κληρονόμο του. Επειδή όμως η υπόθεσις αυτή τραβούσε μπροστά για πάρα πολύν καιρό, και περισσότερο απ᾽ τον Τιθωνό είχε σκοπό να ζήσει ο γέρος, εσκέφτηκα μια σύντομη διαδικασία, για να φτάσω στην κληρονομιά· αγόρασα δηλαδή ένα δηλητήριο και κατόρθωσα να πείσω τον οινοχόο του, ευθύς άμα ζητήσει ο Πτωόδωρος να πιει —και το πίνει αρκετά ανέρωτο το κρασί— να ρίξει μέσα σ᾽ ένα κρασοπότηρο απ᾽ αυτό το δηλητήριο και να το έχει έτοιμο και να του το προσφέρει· και του ορκίστηκα του δούλου αυτού ότι, αν ήθελε το κάμει αυτό, θα τον αφήσω ελεύθερο.
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Λοιπόν τί συνέβηκε; Γιατί φαίνεται πως κάτι πολύ παράδοξο πράγμα θα πεις.
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
[17.2] Λοιπόν αφού πήραμε το λουτρό μας και γυρίσαμε πίσω, ο δούλος τότε, καθώς είχε δύο ακριβώς κρασοπότηρα έτοιμα, το ένα για τον ΙΙτωόδωρο, εκείνο που είχε το δηλητήριο, και τ᾽ άλλο για μένα, έκαμε λάθος, δεν ξέρω πώς, και έδωσε σε μένα το δηλητήριο, και στον Πτωόδωρο το ποτήρι, που ήταν χωρίς φάρμακο. Έπειτα εκείνος εξακολουθούσε να πίνει, ενώ εγώ ευθύς στη στιγμή ξαπλώθηκα κάτω μακρύς πλατύς, και έτσι παίρνοντας το μέρος του ήμουν αντίς για κείνον νεκρός. Τί σ᾽ έπιασαν αυτά τα γέλια, Ζηνόφαντε; Δεν έπρεπε βέβαια να γελάς για το πάθημα ανθρώπου φίλου σου.
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Γελώ, γιατί πολύ νόστιμα την έχεις πάθει, Καλλιδημίδη. Κι ο γέρος τί έκαμε, σαν τα είδε αυτά;
ΚΑΛΛΙΔΗΜΙΔΗΣ
Στην αρχή ταράχτηκε λιγάκι μ᾽ αυτό το ξαφνικό γεγονός· έπειτα, επειδή κατάλαβε, νομίζω, τί είχε συμβεί, γελούσε κι αυτός, τί δουλειά πήγε και μου έκαμε ο οινοχόος!
ΖΗΝΟΦΑΝΤΟΣ
Μα δεν έπρεπε και συ να βιαστείς και να πάρεις το σύντομο το δρόμο. Γιατί, αν πήγαινες απ᾽ τον πλατύ το δρόμο, θα σου ερχόταν η κληρονομιά πιο σίγουρα αν και λίγο αργότερα.