Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (56.1-60.1)


56. ΓΥΝΗ ΜΑΓΟΣ
[56.1] γυνὴ μάγος ἐπῳδὰς καὶ καταθέσεις θείων μηνιμάτων ἐπαγγελλομένη διετέλει πολλὰ τελοῦσα κἀκ τούτων οὐ μικρὰ βιοποριστοῦσα. ἐπὶ τούτοις γραψάμενοί τινες αὐτὴν ὡς καινοτομοῦσαν περὶ τὰ θεῖα εἰς δίκην ὑπήγαγον καὶ κατηγορήσαντες κατεδίκασαν αὐτὴν θανάτῳ. θεασάμενος δέ τις αὐτὴν ἀπαγομένην ἐκ τῶν δικαστηρίων ἔφη πρὸς αὐτήν· «σὺ τὰς τῶν δαιμόνων ὀργὰς ἀποτρέπειν ἐπαγγελλομένη πῶς οὐδὲ ἀνθρώπους πεῖσαι ἠδυνήθης;»
[ὁ λόγος πρὸς ἀπατεῶνας καὶ μεγάλα ὑποσχομένους· εἶτα οὗτοι ἐν μικροῖς ἐλέγχονται.]

57. ΓΡΑΥΣ ΚΑΙ ΙΑΤΡΟΣ
[57.1] γυνὴ πρεσβῦτις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῦσα ἰατρὸν ἐπὶ μισθῷ παρεκάλεσεν. ὁ δὲ εἰσιών, ὁπότε αὐτὴν ἔχρισε, διετέλει ἐκείνης συμμυούσης καθ᾽ ἓν ἕκαστον τῶν σκευῶν ὑφαιρούμενος. ἐπεὶ δὲ πάντα ἐκφορήσας κἀκείνην ἐθεράπευσεν, ἀπῄτει τὸν ὡμολογημένον μισθόν· μὴ βουλομένης δ᾽ αὐτῆς ἀποδοῦναι ἤγαγεν αὐτὴν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας. ἡ δὲ ἔλεγε τὸν μὲν μισθὸν ὑποσχέσθαι, ἐὰν θεραπεύσῃ αὐτῆς τὰς κόρας, νῦν δὲ χεῖρον διατεθῆναι ἐκ τῆς ἰάσεως ἢ πρότερον· «τότε μὲν γὰρ ἔβλεπον», ἔφη, «πάντα τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας μου σκεύη, νῦν δ᾽ οὐδὲν ἰδεῖν δύναμαι».
οὕτως οἱ πονηροὶ τῶν ἀνθρώπων διὰ πλεονεξίαν λανθάνουσι καθ᾽ ἑαυτῶν τὸν ἔλεγχον ἐπισπώμενοι.

58. ΓΥΝΗ ΚΑΙ ΟΡΝΙΣ
[58.1] γυνὴ χήρα ὄρνιν ἔχουσα καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ὠὸν τίκτουσαν ὑπέλαβεν, ὅτι, ἐὰν πλείονα αὐτῇ τροφὴν παραβάλῃ, καὶ δὶς τῆς ἡμέρας τέξεται. καὶ δὴ τοῦτο αὐτῆς ποιούσης συνέβη τὴν ὄρνιν πίονα γενομένην μηκέτι μηδὲ ἅπαξ τεκεῖν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων διὰ πλεονεξίαν περιττοτέρων ἐπιθυμοῦντες καὶ τὰ παρόντα ἀπόλλουσιν.

59. ΓΑΛΗ
[59.1] γαλῆ εἰσελθοῦσα εἰς χαλκέως ἐργαστήριον τὴν ἐκεῖ κειμένην ῥίνην περιέλειχε. συνέβη δὲ ἐκτριβομένης τῆς γλώττης πολὺ αἷμα φέρεσθαι. ἡ δὲ ἐτέρπετο ὑπονοοῦσά τι τοῦ σιδήρου ἀφαιρεῖσθαι, μέχρι παντελῶς ἀπέβαλε τὴν γλῶτταν.
ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἐν φιλονεικίαις ἑαυτοὺς καταβλάπτοντας.

60. ΓΕΡΩΝ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
[60.1] γέρων ποτὲ ξύλα κόψας καὶ ταῦτα φέρων πολλὴν ὁδὸν ἐβάδιζε. διὰ δὲ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ ἀποθέμενος τὸ φορτίον τὸν Θάνατον ἐπεκαλεῖτο. τοῦ δὲ Θανάτου φανέντος καὶ πυθομένου, δι᾽ ἣν αἰτίαν αὐτὸν ἐπεκαλεῖτο, ἔφη· «ἵνα τὸ φορτίον ἄρῃς».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλοζωεῖ, κἂν δυστυχῇ λίαν.


56. Η μάγισσα.
[56.1] Ήταν μια γυναίκα μάγισσα, που ήξερε ξόρκια και διαλαλούσε ότι μπορεί να κατευνάσει την οργή των θεών. Έκανε λοιπόν συνέχεια κάθε λογής τελετουργίες, και από αυτές κέρδιζε πολλά και έβγαζε το ψωμί της. Τελικά όμως κάποιοι της έκαναν μήνυση, κατηγορώντας την ότι εισάγει αιρετικές ιδέες στη θρησκεία. Με αυτήν την κατηγορία την έσυραν σε δίκη και πέτυχαν να καταδικαστεί η γυναικούλα σε θάνατο. Καθώς λοιπόν την έπαιρναν από το δικαστήριο, την είδε κάποιος και τη χλεύασε: «Καλά, μωρή, εσύ κοκορευόσουν ότι είσαι ικανή να αποσοβήσεις τον θυμό των θεών. Πώς έγινε και δεν μπόρεσες να καταφέρεις μια χούφτα ανθρώπους;».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για τους απατεώνες που δίνουν παχιές υποσχέσεις για μεγάλα κατορθώματα, μόνο και μόνο για να αποδειχτούν ψεύτες σε μικροπράγματα.

57. Η γριά και ο γιατρός.
[57.1] Ήταν μια γριά γυναίκα που υπέφερε από προβλήματα στα μάτια της. Φώναξε λοιπόν έναν γιατρό να την κουράρει επ᾽ αμοιβή. Ο παμπόνηρος ο γιατρός, που λέτε, κάθε φορά που ερχόταν, άλειφε τα μάτια της γριάς με διάφορα κολλύρια, και όσο η κυρά κρατούσε κλειστά τα βλέφαρά της, εκείνος έκλεβε στα κρυφά τα συμπράγκαλά της, ένα κάθε φορά. Μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία, ο γιατρός είχε σηκώσει πια όλο το νοικοκυριό. Στο τέλος πήγε κιόλας και ζητούσε από τη γριά την αμοιβή που είχαν συμφωνήσει. Εκείνη όμως δεν εννοούσε με τίποτε να τον πληρώσει. Τότε ο γιατρός την κατάγγειλε και την έσυρε ενώπιον των αρχών. Εκεί η γριούλα ομολόγησε ότι του είχε υποσχεθεί ορισμένη αμοιβή, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα της γιάτρευε τα μάτια. «Αυτό όμως δεν συνέβη, κύριοί μου», δήλωσε, «διότι τώρα ο περί ου ο λόγος με τις θεραπείες του με έφερε σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι ήμουν πρωτύτερα. Για να καταλάβετε: πριν μπορούσα και έβλεπα όλα τα σκεύη του νοικοκυριού μου, ενώ τώρα δεν καταφέρνω να δω ούτε ένα».
Έτσι συμβαίνει και με τους αχρείους ανθρώπους: Τόση είναι η πλεονεξία τους που δεν καταλαβαίνουν ότι μόνοι τους, με όσα κάνουν, προκαλούν τις επικρίσεις των άλλων.

58. Η γυναίκα και η κότα της.
[58.1] Ήταν μια γυναίκα χήρα και είχε μια κότα που κάθε μέρα τής γεννούσε από ένα αυγό. Η γυναίκα λοιπόν πίστεψε ότι, αν έριχνε στην κότα πιο πολλή τροφή, το ζώο θα άρχιζε να γεννοβολάει δύο φορές την ημέρα. Όμως όταν έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό της, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα: Η κότα πάχυνε πολύ και δεν μπορούσε πια να γεννήσει ούτε καν το ένα καθημερινό της αυγό.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί άνθρωποι, άμα γίνουν αχόρταγοι και επιθυμούν όλο και περισσότερα, χάνουν τελικά ακόμη και όσα είχαν.

59. Η νυφίτσα.
[59.1] Ήταν μια νυφίτσα που μπήκε στο εργαστήριο κάποιου χαλκωματά και βάλθηκε να γλείφει μια λίμα που κείτονταν εκεί χάμω στο πάτωμα. Όπως ήταν φυσικό, η γλώσσα της γδάρθηκε πάνω στη λίμα και άρχισε να τρέχει το αίμα ποτάμι. Όμως η νυφίτσα το ευχαριστιόταν, θαρρώντας ότι αποσπούσε κομμάτια από το σίδερο, μέχρι που τελικά της κόπηκε η γλώσσα ολότελα.
Ο μύθος αυτός απευθύνεται σε εκείνους που βλάπτουν ολοσχερώς τον ίδιο τους τον εαυτό μπλέκοντας σε διενέξεις.

60. Ο γέρος και ο θάνατος.
[60.1] Ήταν μια φορά ένας γέρος που είχε κόψει ξύλα και τα κουβαλούσε, κάνοντας πολύ δρόμο με τα πόδια. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, αισθάνθηκε τέτοια κόπωση από το περπάτημα, που άφησε κάτω το φορτίο του και αναφώνησε: «Αμάν, να βρω τον θάνατο να ησυχάσω!». Αμέσως τότε εμφανίστηκε ο θάνατος και ρώτησε τον γέρο τί τον θέλει και τον φωνάζει. «Α, τίποτε», είπε ο γέρος, «σε ήθελα απλώς να σηκώσεις τούτο εδώ το φορτίο».
Το δίδαγμα του μύθου: Κάθε άνθρωπος αγαπά τη ζωή του, όσες δυστυχίες και αν τραβάει.