«Το πιο καλό, [στρ. ε]
καθόλου να μη γεννηθείς κι ούτε να δεις τον ήλιο.
Μα απ᾽ το να κλαις γι᾽ αυτά τί βγαίνει;
για κείνο να μιλούμε που είναι
και βολετό να εκτελεστεί.
Είναι καμιά σου ανύπαντρη αδερφή, που να σου μοιάζει,
στου Οινέα του πολεμόχαρου το σπίτι;
Μ᾽ όλη μου θέλω την καρδιά
γυναίκα μου λαχταριστή
170να γίνει· πες μου.» Κι η ψυχή
του ατρόμητου στον πόλεμο
Μελέαγρου τότε απάντησε: «Ναι, σπίτι μου έχω αφήσει
δροσερολαίμα κοπελιά· Δηιάνειρα τη λένε·
κι απ᾽ τη μαγεύτρα τη θεά, την Κύπρη τη χρυσή,
ανήξερη είναι ακόμα.»
Χιονόκορφη [αντ. ε]
Καλλιόπη, το καλόφτιαχτο τ᾽ άρμα σου εδώ σταμάτα·
τον αρχηγό των θεών το Δία,
το γιο του Κρόνου τον Ολύμπιο,
180ύμνησε τώρα, Μούσα εσύ·
και τον Αλφειό, που ακούραστα κυλάνε τα νερά του,
το δυνατό τον Πέλοπα, κι ακόμα
την Πίσα· δώθε ο ξακουστός
Φερένικος, αφού έτρεξε
και βγήκε πρώτος νικητής,
γύρισε στην ωριόπυργη
Συράκουσα, στον Ιέρωνα της ευτυχίας να φέρει
τον κλώνο. Αυτόν που πέτυχε —και με τα δυο μας χέρια
το φθόνο διώχνοντας μακριά— να τον παινούμε εμείς
190για χάρη της αλήθειας.
Ένας άντρας, των γλυκών Μουσών εργάτης, [επωδ. ε]
ο Βοιωτός ο Ησίοδος, είπε αυτόν το λόγο:
«Όποιον οι θεοί τιμούν,
τούτον κι οι άνθρωποι δοξάζουνε κατόπι.»
Μου το λέει κι εμέ η καρδιά μου
στον Ιέρωνα να στείλω υμνητικό
λόγο, δίχως απ᾽ το δίκιο να λοξέψω·
γιατί κείθε οι θαλεροί κορμοί οι ακμαίοι
ξεπετιούνται. Ας τους φυλάει με ειρήνη πάντα
200ο τρισμέγιστος πατέρας Δίας, χωρίς
να σαλεύουν.
|