[1.72.1] Τους Καππαδόκες οι Έλληνες τους λεν Σύριους. Αυτοί οι Σύριοι, πριν πάρουν την αρχή στα χέρια τους οι Πέρσες, ήταν υποταγμένοι στους Μήδους· τότε στον Κύρο. [1.72.2] Γιατί το σύνορο ανάμεσα στο κράτος των Λυδών και των Μήδων ήταν ο Άλης ποταμός, που κατεβαίνει από το Αρμένιο όρος, διασχίζει τη χώρα των Κιλίκων και συνεχίζει τη ροή του αφήνοντας δεξιά τους Ματιανούς και από την άλλη μεριά τους Φρύγες· περνώντας κι αυτές τις χώρες προχωρεί πάνω κατά το βορρά και χωρίζει τους Σύριους της Καππαδοκίας στο ένα μέρος, και στα αριστερά τους Παφλαγόνες. [1.72.3] Έτσι ο Άλης ποταμός αποχωρίζει όλη σχεδόν την κάτω Ασία, από τη θάλασσα αντίκρυ στην Κύπρο έως τον Εύξεινο πόντο. Τούτο το στενό είναι ο λαιμός όλης αυτής της ηπείρου· για να περπατήσει το μήκος του ένας καλός πεζοπόρος χωρίς φορτίο, του χρειάζονται πέντε μέρες. [1.73.1] Κινούσε το στρατό του ο Κροίσος εναντίον της Καππαδοκίας για τους παρακάτω λόγους: από όρεξη για μια περιοχή που ήθελε να την προσθέσει στις δικές του κτήσεις, και πιο πολύ από πίστη στο χρησμό και επειδή επιθυμούσε να εκδικηθεί τον Κύρο για το χατίρι του Αστυάγη. [1.73.2] Γιατί τον Αστυάγη, γιο του Κυαξάρη, που ήταν γαμπρός του Κροίσου και βασιλιάς των Μήδων, ο Κύρος, γιος του Καμβύση, τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο. Ο Αστυάγης είχε γίνει γαμπρός του Κροίσου ως εξής: [1.73.3] Μια ομάδα από νομάδες Σκύθες, ύστερα από στάση, ξέφυγε και μπήκε στη χώρα των Μήδων· τα χρόνια εκείνα βασίλευε στους Μήδους ο Κυαξάρης (γιος του Φραόρτη, γιου του Δηιόκη), που σ᾽ αυτούς τους Σκύθες φερνόταν στην αρχή καλά, σαν ικέτες που ήσαν. Και επειδή πολύ τους υπολόγιζε, τους εμπιστεύθηκε μερικά παιδιά των Λυδών, για να μάθουν κοντά τους τη γλώσσα τους και την τέχνη του τόξου. [1.73.4] Ο καιρός περνούσε, οι Σκύθες έβγαιναν κάθε μέρα για κυνήγι, και πάντα κάτι έφερναν· κάποτε όμως συνέβη να μην πιάσουν τίποτε. Όταν γύρισαν πίσω με τα χέρια αδειανά, ο Κυαξάρης (γιατί ήταν, όπως και το απέδειξε, εξαιρετικά αψύς) τους φέρθηκε πολύ σκληρά — όπως δεν έπρεπε. [1.73.5] Κι αυτοί μετά το πάθημά τους από τον Κυαξάρη, επειδή έκριναν πως είχαν πάθει κάτι που δεν τους άξιζε, πήραν απόφαση να κομματιάσουν ένα από τα παιδιά που μαθήτευαν κοντά τους, να το μαγειρέψουν, όπως συνήθιζαν να μαγειρεύουν και τα αγρίμια, και να το δώσουν του Κυαξάρη, κάνοντας τάχα πως το έφεραν από κυνήγι· κι αφού το δώσουν, ύστερα το γρηγορότερο να φύγουν και να πάνε στον Αλυάττη, γιο του Σαδυάττη, στις Σάρδεις. [1.73.6] Έτσι και έγινε· γιατί ο Κυαξάρης και οι ομοτράπεζοί του που ήταν παρόντες, γεύθηκαν τα κρέατα αυτά, και οι Σκύθες, άμα πραγματοποίησαν το σχέδιο τους, έγιναν ικέτες του Αλυάττη. [1.74.1] Μετά, επειδή ο Αλυάττης δεν έδινε πίσω τους Σκύθες, κι ας τους ζητούσε επίμονα ο Κυαξάρης, άναψε πόλεμος ανάμεσα στους Λυδούς και τους Μήδους, που κράτησε πέντε χρόνια, και μέσα σ᾽ αυτά πολλές φορές νίκησαν οι Μήδοι τους Λυδούς, και πολλές φορές οι Λυδοί τους Μήδους. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έδωσαν και μια μάχη νυκτερινή. [1.74.2] Και ενώ εξακολουθούσαν τον πόλεμο ισόπαλοι, τον έχτο χρόνο, σε μια συμπλοκή, συνέβη πάνω στη μάχη ξαφνικά η μέρα να γίνει νύχτα. Αυτή την αλλαγή της μέρας σε νύχτα, την είχε ο Θαλής ο Μιλήσιος πει από πριν στους Ίωνες πως θα γίνει, προκαθορίζοντας και τον χρόνο αυτόν, μέσα στον οποίο πραγματικά και έγινε η μεταβολή. [1.74.3] Οι Λυδοί και οι Μήδοι, όταν είδαν τη μέρα να γίνεται νύχτα, σταμάτησαν τη μάχη και πρόθυμα έσπευσαν και οι δύο να κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη. Εκείνοι που τους έφεραν σε συμβιβασμό ήταν ο Συέννεσης από την Κιλικία και ο Λαβύνητος από τη Βαβυλώνα. [1.74.4] Αυτοί είναι που έσπρωξαν να γίνουν οι όρκοι και επιπλέον πέτυχαν να τους δέσουν και με αμοιβαίο γάμο. Αποφάσισαν δηλαδή ο Αλυάττης να δώσει την κόρη του Αρύηνη νύφη στο γιο του Κυαξάρη· γιατί δίχως στενό συγγενικό δεσμό, οι συμφωνίες δε συνηθίζεται να κρατούν για πολύ. [1.74.5] Τους όρκους τούς κάνουν οι λαοί αυτοί, όπως και οι Έλληνες, και επιπλέον χαράζουν πάνω πάνω το δέρμα των χεριών τους και γλείφουν ο ένας το αίμα του άλλου. |