Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (11.1-11.9)

ΙΑ. ΒΔΕΛΥΡΙΑΣ


[11.1] [Οὐ χαλεπὸν δέ ἐστι τὴν βδελυρίαν διορίσασθαι· ἔστι γὰρ παιδιὰ ἐπιφανὴς καὶ ἐπονείδιστος,] [11.2] ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτός ‹τις›, οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον. [11.3] καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν, ὅταν οἱ ἄλλοι παύωνται, καὶ συρίττειν, οὓς ἡδέως θεωροῦσιν οἱ λοιποί καὶ ὅταν σιωπήσῃ τὸ θέατρον, ἀνακύψας ἐρυγεῖν, ἵνα τοὺς καθημένους ποιήσῃ μεταστραφῆναι.
[11.4] καὶ πληθούσης τῆς ἀγορᾶς προσελθὼν πρὸς τὰ κάρυα ἢ τὰ μύρτα ἢ τὰ ἀκρόδρυα ἑστηκὼς τραγηματίζεσθαι, ἅμα τῷ πωλοῦντι προσλαλῶν· [11.5] καὶ καλέσαι δὲ τῶν παρόντων ὀνομαστί τινα, ᾧ μὴ συνήθης ἐστί· [11.6] καὶ σπεύδοντας δέ ποι ὁρῶν ‹περιμεῖναι κελεῦσαι›. [11.7] καὶ ἡττωμένῳ δὲ μεγάλην δίκην ἀπιόντι ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου προσελθὼν συνησθῆναι. [11.8] καὶ ὀψωνεῖν ἑαυτῷ καὶ αὐλητρίδας μισθοῦσθαι καὶ δεικνύειν δὲ τοῖς ἀπαντῶσι τὰ ὠψωνημένα καὶ παρακαλεῖν ἐπὶ ταῦτα· [11.9] καὶ διηγεῖσθαι προσστὰς πρὸς κουρεῖον ἢ μυροπώλιον ὅτι μεθύσκεσθαι μέλλει.

11. Ο ΒΔΕΛΥΡΟΣ


[11.1] [Δεν είναι δύσκολο να ορίσει κανείς τη βδελυρία. Γιατί πρόκειται για μια παιδαριώδη συμπεριφορά, κατάδηλη και επονείδιστη.] [11.2] Ο βδελυρός, πάλι, είναι το είδος του ανθρώπου που, όταν συναντά στο δρόμο του ελεύθερες γυναίκες, σηκώνει το ένδυμά του και δείχνει τα γεννητικά του όργανα. [11.3] Στο θέατρο χειροκροτεί, όταν οι άλλοι έχουν σταματήσει, και σφυρίζει τους ηθοποιούς, τους οποίους οι υπόλοιποι απολαμβάνουν να βλέπουν. Όταν γίνεται σιωπή στο θέατρο, αυτός σηκώνει το κεφάλι και ρεύεται, για να κάνει τους θεατές να γυρίσουν και να κοιτάξουν.
[11.4] Όταν έχει κόσμο στην αγορά, πηγαίνει και στέκεται στους πάγκους με τα καρύδια, τα μύρτα ή τους καρπούς και τραγανίζει, μιλώντας ταυτόχρονα με τον πωλητή. [11.5] Φωνάζει κάποιον από τους παριστάμενους με το όνομά του, κι ας μην είναι φίλος του. [11.6] Όταν βλέπει ανθρώπους να πηγαίνουν κάπου βιαστικοί, τους φωνάζει να τον περιμένουν. [11.7] Πλησιάζει και συγχαίρει κάποιον, ο οποίος έχασε μια σημαντική δίκη και απομακρύνεται από το δικαστήριο. [11.8] Αγοράζει λιχουδιές για τον εαυτό του, νοικιάζει αυλητρίδες και επιδεικνύει τα ψώνια του σε όσους συναντά και τους προσκαλεί να φάνε. [11.9] Στέκεται στην είσοδο του κουρείου ή του μυροπωλείου και αναφέρει ότι σκοπεύει να πιει μέχρι να μεθύσει.