ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θάμ᾽ ακατανόητο, που εμπρός του
στέκεται στο ναι και στ᾽ όχι ο νους μου·
πώς να πω, αφού τηνε γνωρίζω,
πως αυτή δεν είναι η Αντιγόνη;
Ω δυστυχισμένη, του δυστυχισμένου
380κόρη Οιδίποδα, μα τί ᾽ναι;
γιατί βέβαια δε σε φέρνουνε πως να ᾽χεις
τη βασιλικιά πατήσει προσταγή,
και να σ᾽ έπιασαν σε τέτοια τρέλ᾽ απάνω;
ΦΥΛ. Αυτή ᾽ναι εκείνη πὄκαμε την πράξη,
αυτή ᾽ναι που την πιάσαμε να θάφτει·
μα πού ᾽ναι ο βασιλιάς; ΧΟΡ. Νά τον που βαίνει
ξανά ᾽πό το παλάτι, και στην ώρα.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι; και για τί πράμα ήρθα στην ώρα;
ΦΥΛ. Βασιλιά μου, ποτέ κανείς δεν πρέπει
για τίποτα να ορκίζεται, γιατί άλλη
κατόπι ιδέα την πρώτη μας τη γνώμη
τη βγάζει ψεύτρα· έτσι κι εγώ εκαυχιόμουν
390πως δύσκολα θα μ᾽ έβλεπες πιο μπρος σου
με κείνες τις φοβέρες σου, που πήγα
να ξεψυχήσω πριν· μα αφού καμιά άλλη
χαρά δεν είναι πιο γλυκιά από κείνη
που μήτ᾽ ελπίζεις, μηδέ βάζει ο νους σου,
έρχομαι, μ᾽ όλους πὄκαμα τους όρκους,
μαζί μ᾽ αυτή που πιάσαμε την κόρη
να θάφτει το νεκρό· δεν είχε κλήρο
και παρακλήρο εδώ, μα όλο δικό μου
είναι τούτο το τυχερό κι όχι άλλου.
Και τώρα, βασιλιά, πάρε την ο ίδιος
κι ανάκρινε κι εξέτασε όπως θέλεις·
όσο για μένα, δίκιο λέω πως είναι
400λεύτερος πια απ᾽ αυτά να ᾽χω γλιτώσει.
ΚΡΕ. Κι αυτή που φέρνεις, πού και σε τί απάνω
την έπιασες; ΦΥΛ. Να θάφτει αυτή το πτώμα.
Τα έμαθες όλα. ΚΡΕ. Μα καταλαβαίνεις
τί λες; Κι αυτή ᾽ναι η ορθή η αλήθεια;
ΦΥΛ. Αφού την είδα ο ίδιος να τον θάφτει
το νεκρό που απαγόρεψες· δεν είναι
καθαρά και σταράτα όπως τα λέω;
|