Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (376-405)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ,
τὸ δὲ πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω
μὴ οὐ τήνδ᾽ εἶναι παῖδ᾽ Ἀντιγόνην;
ὦ δύστηνος
380καὶ δυστήνου πατρὸς Οἰδιπόδα,
τί ποτ᾽; οὐ δή που σέ γ᾽ ἀπιστοῦσαν
τοῖς βασιλείοισιν ἄγουσι νόμοις
καὶ ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες;
ΦΥ. ἥδ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾽ξειργασμένη·
385τήνδ᾽ εἵλομεν θάπτουσαν. ἀλλὰ ποῦ Κρέων;
ΧΟ. ὅδ᾽ ἐκ δόμων ἄψορρος εἰς δέον περᾷ.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστι; ποίᾳ ξύμμετρος προύβην τύχῃ;
ΦΥ. ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ᾽ ἀπώμοτον.
ψεύδει γὰρ ἡ ᾽πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ
390σχολῇ ποθ᾽ ἥξειν δεῦρ᾽ ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ
ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς, αἷς ἐχειμάσθην τότε.
ἀλλ᾽ ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ᾽ ἐλπίδας χαρὰ
ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ,
ἥκω, δι᾽ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος,
395κόρην ἄγων τήνδ᾽, ἣ καθῃρέθη τάφον
κοσμοῦσα. κλῆρος ἐνθάδ᾽ οὐκ ἐπάλλετο,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐμὸν θοὕρμαιον, οὐκ ἄλλου, τόδε.
καὶ νῦν, ἄναξ, τήνδ᾽ αὐτός, ὡς θέλεις, λαβὼν
καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐλεύθερος
400δίκαιός εἰμι τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι κακῶν.
ΚΡ. ἄγεις δὲ τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών;
ΦΥ. αὕτη τὸν ἄνδρ᾽ ἔθαπτε· πάντ᾽ ἐπίστασαι.
ΚΡ. ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φής;
ΦΥ. ταύτην γ᾽ ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν
405ἀπεῖπας. ἆρ᾽ ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω;


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θάμ᾽ ακατανόητο, που εμπρός του
στέκεται στο ναι και στ᾽ όχι ο νους μου·
πώς να πω, αφού τηνε γνωρίζω,
πως αυτή δεν είναι η Αντιγόνη;
Ω δυστυχισμένη, του δυστυχισμένου
380κόρη Οιδίποδα, μα τί ᾽ναι;
γιατί βέβαια δε σε φέρνουνε πως να ᾽χεις
τη βασιλικιά πατήσει προσταγή,
και να σ᾽ έπιασαν σε τέτοια τρέλ᾽ απάνω;
ΦΥΛ. Αυτή ᾽ναι εκείνη πὄκαμε την πράξη,
αυτή ᾽ναι που την πιάσαμε να θάφτει·
μα πού ᾽ναι ο βασιλιάς; ΧΟΡ. Νά τον που βαίνει
ξανά ᾽πό το παλάτι, και στην ώρα.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι; και για τί πράμα ήρθα στην ώρα;
ΦΥΛ. Βασιλιά μου, ποτέ κανείς δεν πρέπει
για τίποτα να ορκίζεται, γιατί άλλη
κατόπι ιδέα την πρώτη μας τη γνώμη
τη βγάζει ψεύτρα· έτσι κι εγώ εκαυχιόμουν
390πως δύσκολα θα μ᾽ έβλεπες πιο μπρος σου
με κείνες τις φοβέρες σου, που πήγα
να ξεψυχήσω πριν· μα αφού καμιά άλλη
χαρά δεν είναι πιο γλυκιά από κείνη
που μήτ᾽ ελπίζεις, μηδέ βάζει ο νους σου,
έρχομαι, μ᾽ όλους πὄκαμα τους όρκους,
μαζί μ᾽ αυτή που πιάσαμε την κόρη
να θάφτει το νεκρό· δεν είχε κλήρο
και παρακλήρο εδώ, μα όλο δικό μου
είναι τούτο το τυχερό κι όχι άλλου.
Και τώρα, βασιλιά, πάρε την ο ίδιος
κι ανάκρινε κι εξέτασε όπως θέλεις·
όσο για μένα, δίκιο λέω πως είναι
400λεύτερος πια απ᾽ αυτά να ᾽χω γλιτώσει.
ΚΡΕ. Κι αυτή που φέρνεις, πού και σε τί απάνω
την έπιασες; ΦΥΛ. Να θάφτει αυτή το πτώμα.
Τα έμαθες όλα. ΚΡΕ. Μα καταλαβαίνεις
τί λες; Κι αυτή ᾽ναι η ορθή η αλήθεια;
ΦΥΛ. Αφού την είδα ο ίδιος να τον θάφτει
το νεκρό που απαγόρεψες· δεν είναι
καθαρά και σταράτα όπως τα λέω;


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΕΙΟ


(ο Φύλαξ φέρνει την Αντιγόνη)
ΧΟΡ. Δεν ξέρω, να μη βλέπω φάντασμα θεϊκό μπροστά μου;
Μπορώ να πω πως δεν είναι το κορίτσι, η Αντιγόνη,
αφού την ξέρω;
Ω! δυστυχισμένο,
380και δυστυχισμένου πατέρα παιδί, του Οιδίπου!
τί είναι; Μήπως γιατί παράκουσες
τους νόμους του βασιλιά σε φέρνουν,
και σ᾽ έχουν πιασμένα σ᾽ άμυαλη πράξη;
ΦΥΛ. Ναι αυτή που ᾽κανε το κρίμα, την πιάσαμε που έθαβε.
Μα πού είναι ο Κρέων;
ΧΟΡ. Νά τος, στην ώρα ξαναβγαίνει από το σπίτι.
ΚΡΕ. Τί είναι; για τί πράμα έτυχε να βγω στην ώρα;
ΦΥΛ. Βασιλιά μου, για τίποτε να μην κάνει όρκο ο άνθρωπος,
επειδή η ύστερη σκέψη βγάζει την πρώτη ψεύτρα.
390Έτσι και ᾽γώ το ᾽χα τάξει ν᾽ αργήσω κάμποσο να σου ξανάρθω εδώ,
απ᾽ τις φοβέρες σου που μ᾽ έκαναν να τουρτουρίζω σαν να ᾽τανε χειμώνας,
αλλά έλα πάλι που η χαρά σαν έρχεται απ᾽ όξω και δεν την ελπίζεις
δεν μοιάζει με καμιάν άλλη ευχαρίστηση στη μεγάλη γλύκα·
έτσι ήρθα και εγώ κι ας είχα κάνει όρκο να μην έρθω,
και σου φέρνω την κόρη ετούτη που πιάστηκε τον τάφο να στολίζει·
εδώ δεν ξεπετάχτηκε ο κλήρος μου, αλλά δικό μου είναι το κελεπούρι
και όχι αλλουνού.
Και τώρα, βασιλιά μου, νά, πάρ᾽ τηνε συ ο ίδιος που τη θέλεις,
και κρίνε κι εξέταξέ την· εγώ με το δίκαιο μου είμ᾽ ελεύθερος
400και βγάλε με απ᾽ αυτά τα βάσανα.
ΚΡΕ. Αυτήν που φέρνεις με τί τρόπο και πού την έπιασες;
ΦΥΛ. Αυτή έθαβε τον νεκρό· τα ξέρεις τώρα όλα.
ΚΡΕ. Νιώθεις, και τα λες σωστά, αυτά που λες;
ΦΥΛ. Αυτήν είδα να θάβει τον νεκρό που ᾽χες εσύ απαγορέψει.
Mου φαίνεται πως τα λέω καθαρά και ξάστερα.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΟΡ. Μα τί ᾽ναι τούτο που θωρώ; Μου φαίνεται σα θάμα.
Δεν με γελούν τα μάτια μου· βλέπω την Αντιγόνη!
380Δυστυχισμένου Οιδίποδα δυστυχισμένη κόρη,
Τί τρέχει; Πού σε σέρνουνε; Μπορώ να το πιστέψω,
τις προσταγές του βασιλιά πως έχεις πατημένες
και πως αυτοί σε πιάσανε μέσα σε τέτοια τρέλα;
ΦΥΛ. Ετούτη είναι που το ᾽καμεν. Αυτήν εδώ την κόρη
πιάσαμε που τον έθαβε. Μα ο βασιλιάς πού να ᾽ναι;
ΚΟΡ. Νά τον απ᾽ το παλάτι του σα με παραγγελιά σου.
(Έρχεται ο Κρέων με οπλοφόρους)
ΚΡΕ. Μα τί ᾽ναι; τί με θέλετε; γιατί με μελετάτε;
ΦΥΛ. Ω βασιλιά, εμείς οι θνητοί ποτέ να μη ορκιστούμε·
γιατί την πρώτη γνώμη μας η δεύτερη γελάει.
390Έτσι κι εγώ τ ᾽ορκίστηκα εδώ να μην ξανάρθω,
γιατί είχ᾽ αλήθεια φοβηθεί τις τόσες σου φοβέρες.
Μα η ανέλπιστη χαρά διπλή χαρά μάς είναι·
κι έρχομαι, σέρνοντας αυτήν, που ετοίμαζε τον τάφο.
Κλήρος εδώ δεν μου ᾽πεσε, εγώ, εγώ την ηύρα·
Πάρ᾽ την εσύ και κρίνε την, πάρ᾽ την και δίκασέ την·
400μα εγώ με δίχως παιδεμόν ελεύτερος γλιτώνω!
ΚΡΕ. Και δεν μου λες το πώς και πού την έπιασες ετούτην;
ΦΥΛ. Αυτή είναι που τον έθαβε. Τώρα, τα ξέρεις όλα.
ΚΡΕ. Καταλαβαίνεις το τί λες; άραγε λες αλήθεια;
ΦΥΛ. Την είδα με τα μάτια μου οπού έθαβεν εκείνον
που εσύ τον αποκήρυξες. Ε! καθαρά σ᾽ τα λέω;